Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μαρτύρημα

См. также в других словарях:

  • μαρτύρημα — testimony neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαρτύρημα — και μαρτύρεμα, το (Α μαρτύρημα) [μαρτυρώ] νεοελλ. 1. η ανακοίνωση ή η κατάδοση επιλήψιμης πράξης που έκανε κάποιος («τα μαρτυρέματα δεν αρέσουν στον δάσκαλό μας») 2. βάσανο, ταλαιπωρία, μαρτυρεμός («τράβηξα μεγάλο μαρτύρεμα μ αυτόν τον άνθρωπο»)… …   Dictionary of Greek

  • μαρτυρήμασιν — μαρτύρημα testimony neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαρτύρεμα — το βλ. μαρτύρημα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»