Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κρυώδης

См. также в других словарях:

  • κρυώδης — icy masc/fem acc pl (attic epic doric) κρυώδης icy masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) κρυώδης icy masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρυώδης — ες (Α κρυώδης) κρύος, ψυχρός, παγερός, παγετώδης αρχ. (κατά τον Ησύχ.) αυτός που προκαλεί φρίκη, φρικώδης, αποτρόπαιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρύος (II) + κατάλ. ώδης] …   Dictionary of Greek

  • κρυωδέστερον — κρυώδης icy adverbial comp κρυώδης icy masc acc comp sg κρυώδης icy neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρυώδη — κρυώδης icy neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κρυώδης icy masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) κρυώδης icy masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρυῶδες — κρυώδης icy masc/fem voc sg κρυώδης icy neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρυώδεις — κρυώδης icy masc/fem acc pl κρυώδης icy masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρυώδους — κρυώδης icy masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρύος — (I) α, ο και κρύγιος ια, ιο (AM κρύος, α, ον, Μ και κρύγιος, ια, ιο) νεοελλ. μσν. 1. αυτός που έχει χαμηλή θερμοκρασία, ψυχρός (α. «τα πόδια μου είναι συνεχώς κρύα» β. «ο καφές είναι κρύος») 2. αυτός που υστερεί σε ζωηρότητα ή εγκαρδιότητα ή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»