Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὀκρυόεις

См. также в других словарях:

  • οκρυόεις — ὀκρυόεις, εσσα, εν (Α) 1. ψυχρός, παγερός 2. μτφ. τρομερός, φοβερός («πολέμου... ἐπιδημίου ὀκρυόεντος», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. που έχει προέλθει από κακό χωρισμό τών λέξεων στη φρ. ἐπιδημίοο κρυόεντος, στίχου τής Ιλ. Ο τ. πιθ.… …   Dictionary of Greek

  • ὀκρυόεις — chilling masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀκρυόεν — ὀκρυόεις chilling masc voc sg ὀκρυόεις chilling neut nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀκρυόεντα — ὀκρυόεις chilling neut nom/voc/acc pl ὀκρυόεις chilling masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀκρυοέσσης — ὀκρυόεις chilling fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀκρυοέσσῃ — ὀκρυόεις chilling fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀκρυόεντι — ὀκρυόεις chilling masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀκρυόεντος — ὀκρυόεις chilling masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀκρυόεσσα — ὀκρυόεις chilling fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀκρυόεσσαν — ὀκρυόεις chilling fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»