-
1 κρυώνω
1. αμετ.1) мёрзнуть, испытывать холод; 2) остывать (о жидкостях и т. п.); 3) простуживаться; 2. μετ. 1) студить, охлаждать; 2) перен. охладить чеи-л. пыл -
2 κρυώνω
[крионо] р. (αμτβ.) замерзать, мёрзнуть.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κρυώνω
-
3 κρυώνω
[крионо] ρ (αμτβ) замерзать, мёрзнуть. -
4 κρυώνω
tenir fred -
5 κρυώνω
ладно ми еГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > κρυώνω
-
6 üşümek
κρυώνω -
7 остывать
κρυώνω, κατεβάζω θερμοκρασία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > остывать
-
8 простывать
κρυώνω, ψύχομαι, мед. έχω κρυολόγημα/κρυώσει.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > простывать
-
9 soğuklaşmak
κρυώνω, γίνομαι κρύος -
10 soğumak
κρυώνω, ψύχομαι -
11 студить
стужу, студишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. стуженный, βρ: -жен, -а, -оρ.δ.μ.1. ψύχω, κρυώνω•студить суп κρυώνω τη σούπα•
студить комнату κρυώνω το δωμάτιο.
1. ψύχομαι, κρυώνω.2. παγώνω, ξεπαγιάζω. -
12 нахолодить
-ложу, -лодишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. нахоложенный, βρ: -жн, -жена, -женоρ.σ.μ.κρυώνω, ψύχω•нахолодить комнату ψύχω το δωμάτιο•
нахолодить пиво, водку κρυώνω τη μπύρα, τη βότκα.
ψύχομαι, κρυώνω. -
13 охладить
-аду, -адишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. охлавденный, βρ: -ден, -дена, -деноρ.σ.μ.1. ψύχω, κρυώνω•охладить воду κρυώνω το νερό.
2. μτφ. εξασθενίζω, μετριάζω• επιφέρω κάμψη, ύφεση.ψύχομαι, κρυώνω. -
14 перестудить
-ужу, -удишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перестуженный, βρ: -жен, -а, -оρ.σ.μ. (απλ.).1. παραψύχω, κρυώνω πολύ, πέρα από το κανονικό.2. ψύχω, κρυώνω (όλα, πολλά).ψύχομαι, κρυώνω. -
15 застудить
1. (дать охладиться) ψύχω, κρυώνω 2. (простудить) κρυώνω, κρυολογώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > застудить
-
16 замерзать
замерзать, замёрзнуть 1) (озябнуть) παγώνω, κρυώνω πολύ 2) (покрыться льдом ) παγώνω* * *= замёрзнуть1) ( озябнуть) παγώνω, κρυώνω πολύ2) ( покрыться льдом) παγώνω -
17 мёрзнуть
-
18 озябнуть
-
19 остывать
-
20 холодно
холодно 1. нареч. ψυχρά, κρύα* \холодно встретить кого-л. δέχομαι κάποιον ψυχρά, κάνω κρύα υποδοχή 2, предик, κάνει ψύχρα, κάνει κρύο; сегодня очень \холодно σήμερα κάνει πολλή ψύχρα; мне \холодно κρυώνω* * *1. нареч.ψυχρά, κρύα2. предик.хо́лодно встре́тить кого́-л. — δέχομαι κάποιον ψυχρά, κάνω κρύα υποδοχή
κάνει ψύχρα, κάνει κρύοсего́дня о́чень хо́лодно — σήμερα κάνει πολλή ψύχρα
мне хо́лодно — κρυώνω
См. также в других словарях:
κρυώνω — κρυώνω, κρύωσα, κρυωμένος βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κρυώνω — (Μ κρυώνω) [κρύος] 1. (αμτβ.) αισθάνομαι ψύχος, ριγώ («όλη τη νύχτα κρύωνα») 2. (αμτβ.) ψύχομαι, υφίσταμαι ψύξη, ψυχραίνομαι («πιες τον καφέ σου, γιατί θα κρυώσει») νεοελλ. 1. (μτβ.) καθιστώ κάτι ψυχρό, ψύχω 2. (αμτβ.) κρυολογώ («κρύωσα επειδή… … Dictionary of Greek
κρυώνω — κρύωσα, κρυωμένος 1. κάνω κάτι ψυχρό, το παγώνω: Φύσηξε τη σούπα να κρυώσει. 2. δυσαρεστώ κάποιον: Η στάση σου με κρύωσε. 3. παγώνω, κρυολογώ: Μην καθόσαστε στο ρεύμα, γιατί θα κρυώσετε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επιψύχω — ἐπιψύχω (Α) 1. καθιστώ ψυχρό κάτι 2. παθ. ἐπιψύχομαι α) κρυώνω, αισθάνομαι κατόπιν παγωμένος β) κρυώνω ακόμη περισσότερο … Dictionary of Greek
παγώνω — πάγωσα, παγωμένος 1. μτβ., κάνω το υγρό στερεό. 2. κατεβάζω πολύ τη θερμοκρασία ενός σώματος, το κρυώνω: Θέλω ένα ποτήρι παγωμένο νερό. 3. μτφ., προκαλώ τη δυσφορία: Μας πάγωσαν τα αστεία του. 4. αμτβ., κρυώνω, νιώθω πολύ κρύο: Παγώσαμε στην… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απορριγώ — ἀπορριγῶ ( έω κ. όω) (Α) 1. έχω ρίγος, τρέμω 2. ( έω) οπισθοχωρώ τρέμοντας, φοβάμαι, δειλιάζω 3. ( όω) τρέμω από το κρύο, κρυώνω πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + ριγώ ( έω κ. όω) < ρίγος) … Dictionary of Greek
καρφί — Μεταλλικό, κυρίως, στοιχείο, αιχμηρό ή μη, που χρησιμοποιείται για τη σύνδεση τεμαχίων. Αποτελείται από την κεφαλή και το στέλεχος. Ανάλογα με τη χρήση για την οποία προορίζεται, ποικίλλουν η διατομή του στελέχους, το μήκος του και το σχήμα της… … Dictionary of Greek
κρουσταλλιάζω — [κρούσταλλο] 1. (για νερό) παγώνω, γίνομαι κρύσταλλο 2. (για σωματικά άκρα) κρυώνω πάρα πολύ, παγώνω, κοκαλιάζω … Dictionary of Greek
κρυαίνω — και κρυγαίνω (Μ κρυαίνω) [κρύος] νεοελλ. 1. (μτβ.) κάνω κάτι κρύο, ψύχω, ψυχραίνω 2. (αμτβ. κυριολ. και μτφ.) γίνομαι κρύος, κρυώνω, ψυχραίνομαι 3. αποθαρρύνομαι μσν. ί. επιθυμώ πολύ, ποθώ 2. κρυολογώ … Dictionary of Greek
κρυμαίνω — (Α) [κρυμός] κρυώνω κάτι, ψύχω κάτι … Dictionary of Greek
κρυμώσσω — (Μ) αισθάνομαι ρίγος, κρυώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρυμός + κατάλ. ώσσω (πρβλ. αγρ ώσσω, ακρ ώσσω)] … Dictionary of Greek