-
1 κρούπεζαι
κρούπεζαι, αἱ,A high wooden shoes, used in Boeotia for treading olives, and worn on the stage by flute-players to beat time, Paus. Gr.Fr.239, Poll.7.87 (sg.), Phot.:—also [full] κρούπαλα, τά, S.Fr.44; [full] κρούπετα, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρούπεζαι
-
2 κρούπεζαι
Grammatical information: f. pl. (- ζα sg.)Meaning: `wooden shoes to press olives or to indicate the dance-rhythm' (Paus. Gr., Poll., Phot.).Other forms: Byforms: κρούπαλα (S. Fr. 44; cf. e.g. κρόταλα), κρούπανα (H., after instrument names in - ανον), - πετα (H.; example?).Compounds: κρουπεζο-φόροι pl. name of the Boeotians (Cratin.).Origin: GR [a formation built with Greek elements]X [probably], PGX [probably a word of Pre-Greek origin]Etymology: Governing compound, equal to the expression τὸν πόδα (τῳ̃ ποδὶ) κρούειν `bump your foot, stamp with the foot'; 2. member after ἀργυρό-πεζα a. o. - The byforms (replaced by more understandable forms: folketym.?) suggest some other origin than a compound with - πεδ-; we have κρου-παν\/λ-, - πεT-.Page in Frisk: 2,27Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κρούπεζαι
-
3 κρούπεζα
См. также в других словарях:
κρούπεζαι — κρούπεζαι, αἱ (Α) 1. ξύλινα υποδήματα που χρησιμοποιούνταν από τους Βοιωτούς για το πάτημα των ελιών 2. όμοια παπούτσια που φορούσαν στη σκηνή οι αυλητές και χτυπώντας τα κρατούσαν τον ρυθμό. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κρού πεζαι είναι σύνθετο «εκ συναρπαγής» … Dictionary of Greek
κρουπέζιον — κρουπέζιον, τὸ (Α) [κρούπεζαι] υποκορ. τού κρούπεζαι* … Dictionary of Greek
κρούπαλα — κρούπαλα, τὰ (Α) κρούπεζαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. παρλλ. τ. τής λ. κρούπεζαι*, (αἱ), με επίθημα αλον/αλα (πρβλ. κρότ αλα)] … Dictionary of Greek
κρούπετα — κρούπετα, τὰ (Α) κρούπεζαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τής λ. κρούπεζαι (αἱ), του οποίου το επίθημα είναι ανερμήνευτο] … Dictionary of Greek
κρουπεζοφόρος — κρουπεζοφόρος, ον (Α) (για τους Βοιωτούς) αυτός που φορούσε ξύλινα υποδήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρούπεζαι (αἱ) + φόρος (< φέρω] … Dictionary of Greek
κρουπεζούμαι — κρουπεζοῡμαι, όομαι (Α) [κρούπεζαι] φορώ ξύλινα υποδήματα … Dictionary of Greek
κρούπανο — το (Α κρούπανον) ψηλό ξύλινο παπούτσι, τσόκαρο («κρούπανα ξύλινα υποδήματα», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. παρλλ. τ. τής λ. κρούπεζαι* (αἱ) με επίθημα ανον (πρβλ. δρέπ ανον, όργ ανον)] … Dictionary of Greek