Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κρούπεζαι

См. также в других словарях:

  • κρούπεζαι — κρούπεζαι, αἱ (Α) 1. ξύλινα υποδήματα που χρησιμοποιούνταν από τους Βοιωτούς για το πάτημα των ελιών 2. όμοια παπούτσια που φορούσαν στη σκηνή οι αυλητές και χτυπώντας τα κρατούσαν τον ρυθμό. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κρού πεζαι είναι σύνθετο «εκ συναρπαγής» …   Dictionary of Greek

  • κρουπέζιον — κρουπέζιον, τὸ (Α) [κρούπεζαι] υποκορ. τού κρούπεζαι* …   Dictionary of Greek

  • κρούπαλα — κρούπαλα, τὰ (Α) κρούπεζαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. παρλλ. τ. τής λ. κρούπεζαι*, (αἱ), με επίθημα αλον/αλα (πρβλ. κρότ αλα)] …   Dictionary of Greek

  • κρούπετα — κρούπετα, τὰ (Α) κρούπεζαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τής λ. κρούπεζαι (αἱ), του οποίου το επίθημα είναι ανερμήνευτο] …   Dictionary of Greek

  • κρουπεζοφόρος — κρουπεζοφόρος, ον (Α) (για τους Βοιωτούς) αυτός που φορούσε ξύλινα υποδήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρούπεζαι (αἱ) + φόρος (< φέρω] …   Dictionary of Greek

  • κρουπεζούμαι — κρουπεζοῡμαι, όομαι (Α) [κρούπεζαι] φορώ ξύλινα υποδήματα …   Dictionary of Greek

  • κρούπανο — το (Α κρούπανον) ψηλό ξύλινο παπούτσι, τσόκαρο («κρούπανα ξύλινα υποδήματα», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. παρλλ. τ. τής λ. κρούπεζαι* (αἱ) με επίθημα ανον (πρβλ. δρέπ ανον, όργ ανον)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»