-
1 πεδ'
πεδά, μετάmip: doric aeolic (indeclform prep) -
2 πέδ'
πέδαι, πέδηfetter: fem nom /voc plπέδᾱͅ, πέδηfetter: fem dat sg (doric aeolic)πέδα, πέδονground: neut nom /voc /acc pl -
3 πεδ-έρχομαι
πεδ-έρχομαι, πεδ-έχω, dor. = μετέρχομαι, μετέχω, Pind. u. Sappho.
-
4 πεδ-αυγάζω
πεδ-αυγάζω, dor. statt μετα υγάζω, Pind.
-
5 πεδ-αμείβω
πεδ-αμείβω, dor. statt μεταμείβω, Pind. Ol. 12, 18.
-
6 πεδ-αίρω
-
7 πεδ-αίχμιος
πεδ-αίχμιος u. ä., äol. u. dor. = μεταίρω, μεταίχμιος, s. Eur. Phoen. 1027 und Aesch. Ch. 582.
-
8 πεδ-οικέω
-
9 πεδ-άρσιος
πεδ-άρσιος, dor. statt μετάρσιος; Aesch. Prom. 269. 712. 918; Ar. Av. 1197.
-
10 πεδ-άγρετος
πεδ-άγρετος, dor. = μετάγρετος, auf der Flucht, durch Nachsetzen gefangen, Hesych. erkl. μετάληπ τος, μεταδίωκτος.
-
11 πεδ-άμερος
πεδ-άμερος, dor. = μεϑημέριος, Aesch. Ch. 582, nach Wellauer's richtiger Veränderung für πεδάμαρος, wofür Andere πεδάορος schreiben wollten.
-
12 πεδ-άορος
-
13 πεδ-ώρυχος
πεδ-ώρυχος, den Erdboden grabend, Bian. (X, 101).
-
14 πεδ-ᾱωριστής
πεδ-ᾱωριστής, ὁ, dor. statt μετεωριστής, ἵππος, ein sich bäumendes Pferd, Hesych.
-
15 πεδ-ήρης
πεδ-ήρης, ες, = ποδήρης, zw.
-
16 πεδ-ήορος
-
17 πέδ-αυρος
-
18 πέδ-οικος
-
19 πεδ(ε)ινός
-ή,-όν + A 2-13-6-0-3=24 Dt 4,43; 11,11; Jos 9,1; 10,40; 11,16flat, level, plain Dt 4,43; ἡ πεδινὴ (sc. γῆ) the plain Jos 15,33*Is 13,2 ἐπ’ ὄρους πεδινοῦ on a low mountain, on a humble mountain -על פהשׁהר־נ פהשׁ/פישׁ (Aram.) for MT על פהשׁהר־נ פהשׁ (Hebr.) on a bare mountain, cpr. IsMT 3,17Cf. SEELIGMANN 1948 50(Is 13,2); →NIDNTT -
20 ἐμ-πεδ-ορκέω
ἐμ-πεδ-ορκέω, fest beim Eide bleiben, den Schwur halten, Her. 4, 201; Xen. Lac. 15, 7.
См. также в других словарях:
πεδ' — πεδά , μετά mip doric aeolic (indeclform prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέδ' — πέδαι , πέδη fetter fem nom/voc pl πέδᾱͅ , πέδη fetter fem dat sg (doric aeolic) πέδα , πέδον ground neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέλλυτρα — τὰ, Α κάλτσα ή επίδεσμος που φορούσαν οι δρομείς. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πέλλυτρα (< *πέδ Fλυτρα) είναι συνθ. με α συνθετικό την απαθή βαθμίδα πεδ τού πους* (πρβλ. πέδον, πεδά) και β συνθετικό τη μηδενισμένη βαθμίδα Fλυ τού είλύω* «περιτυλίσσω,… … Dictionary of Greek
τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… … Dictionary of Greek
Alpha Psi Omega — Alpha Psi Omega/Delta Psi Omega ΑΨΩ/ΔΨΩ Founded August 12, 1925 (1925 08 12) (86 years ago) Fairmont State University Type Honorary Emphasis … Wikipedia
Индоевропейский вокализм — И. праязык в эпоху перед разделением своим на отдельные языки имел следующие гласные звуки: i î, и û, е ê, о ô, а â, и неопределенный гласный . Кроме того, в известных случаях роль гласных звуков исполняли согласные плавные r, l и носовые n, т… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
-ινός — κατάλ. πολλών επιθέτων τής ελληνικής η οποία απαντά ήδη από τους ομηρικούς χρόνους και αποτελεί επαυξημένη μορφή τής κατάλ. νος (< IE * no ). Η κατάλ. ινός εμφανίζεται σε επίθετα που προέρχονται από ουσ. ή επιρρ. και σχηματίστηκε με απόσπαση… … Dictionary of Greek
έπιβδα — ἔπιβδα, η (Α) 1. η ημέρα μετά τον γάμο ή γιορτή, τα μεθεόρτια 2. στον πληθ. αἱ ἔπιβδαι η πρώτη μέρα τού χρόνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *βδᾰ (< *πδα;) τ. αβέβαιης ετυμολογίας. Εικάζεται ότι εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρ. *ped (πεδ )… … Dictionary of Greek
μετ(α)- — και μεθ και ματα (ΑM μετ[α] , Α και μεται και πεδα ) α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής το οποίο ανάγεται στην πρόθεση / προρρηματικό μετά. Εμφανίζεται και με τη μορφή μεθ όταν το φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται (πρβλ. μεθ εόρτια, μεθ… … Dictionary of Greek
μετώπιλο — μετώπιλο, τὸ (Μ) φρύδι. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μετώπ ιον κατά τα ουδ. σε ιλο (πρβλ. πέδ ιλο)] … Dictionary of Greek
πέδιλο(ν) — το, ΝΜΑ, αιολ. τ. πέδιλλον Α είδος υποδήματος που υπάρχει από την αρχαιότητα και το οποίο καλύπτει με δέρμα ή παρόμοιο υλικό μόνο το πέλμα ή και τον ταρσό τού ποδιού, ενώ συγκρατείται πάνω στο πόδι με κορδόνια ή λουριά, σανδάλι νεοελλ. αρχ.… … Dictionary of Greek