-
1 κινώ
(α, ε) 1. μετ.1) двигать, приводить в движение; 2) сдвигать с места, передвигать; 3) побуждать (к действиям), толкать (на что-л.); 4) перен. вызывать, порождать, возбуждать (какое-л. чувство);κιν τον γέλωτα (την περιέργεια) — вызывать смех (любопытство);
5) затевать (какое-л. дело);κιν τον πόλεμο — начинать войну;
αγωγή — возбуждать судебное дело; — предъявлять иск;2. αμετ. двигаться в путь, трогаться; отправляться;κίνησα στίς πέντε το πρωί я выехал в пять часов утра;1) — двигаться; — шевелиться;κινούμαι
η γη κινείται περί τον ήλιον — земля движется вокруг солнца;
μόλις κινούμαι — я еле-еле двигаюсь;
μην κινείσαι! — не шевелись!;
2) активизироваться, оживляться; мобилизоваться;κινήσου — пошевеливайся!, живее!;
§ κιν
γήν και ούρανδν — или κιν πάντα λίθον — делать всё возможное;συν Άθηνά και χείρα κίνει погов. ≈ на бога надейся, а сам не плошай -
2 κινώ
[кино] ρ двигать. -
3 αγανάκτηση
[-ις (-εως)] η негодование, возмущение гнев;προκαλώ ( — или κινώ) την αγανάκτηση — вызывать возмущение, возмущать
-
4 αγωγή
η1) воспитание; образование, обучение;σωματική αγωγή — физическое воспитание, физкультура;
μουσική αγωγή — музыкальное образование;
αισθητική αγωγή — эстетическое воспитание;
δεν έχει καθόλου αγωγή — он совершенно невоспитан;
2) курс (лечения и т. п.);3) юр. привлечение к суду; обвинение, иск;πολιτική (ποινική) αγωγή — привлечение к суду по гражданскому (по уголовному) делу;
εγείρω (κινώ) αγωγή κατά κάποιου — возбуждать дело против кого-л.;
του έκαμα αγωγή — я предъявил ему иск
-
5 γέλως
(-ωτος) ο смех;σαρδόνιος γέλως — саркастический смех;
εκρήγνυμαι εις γέλωτα(ς) — разражаться смехом;
κινώ ( — или προκαλώ) τον γέλωτα — а) вызывать смех (у кого-л.), смешить (кого-л.); — б) становиться смешным (для кого-л.)
-
6 γή
η1) земля, земной шар;ο άξων της γής — земная ось;
ο φλοιός της γής — земная кора;
2) земля, почва, грунт;εύφορη γή — плодородная земля;
χέρσα γή — целина;
θηραϊκή γή — фарфоровая глина;
γή αργιλλώδης — глинистая почва;
γή αμμώδης — песчаный грунт;
3) земля, поле, участок земли; земельный участок;σπαρμένη γή — посевная площадь;
εργάτης γής — а) сельскохозяйственный рабочий; — б) батрак;
4) земля, территория, местность, страна;Σοβιετική γή — Советская земля;
5) земля, суша, материк;κατά γήν και κατά θάλασσαν — на суше и на море;
κατά γήν στρατιωτικές δυνάμεις — наземные войска;
§ μαύρη γή(ς) — ад;
άγνωστος γή — тёмный лес (для кого-л.), земли незнаемая (лат. терра инкогнита);
γή της επαγγελίας — земли обетованная;
αγαθά ( — или καλά) της γής — земные блага;
κατά γής — наземь, на землю;
όπου γής — в любой точке земного шара;
γήν ορώ — вот и конец мучениям;
τα κάνω γής Μαδιάμ — разрушить всё до основания;
κινώ γή και ουρανό — пустить в ход все средства; — сделать всё возможное;
δεν πατάει στη γή — а) ног под собой не чувствовать, быть вне себя от радости; — б) витать в облаках;
άνοιξε ( — или σκίστηκε) η γή και τον κατάπιε — он как сквозь землю провалился;
στον ουρανό το γύρευα και στη γή το βρήκα — погов. счастье с неба свалилось
-
7 δάκτυλος
-
8 έλεος
τό1) милосердие, сострадание; сочувствие;κινώ το έλεος — вызывать сочувствие;
αδελφή τού ελέους сестра милосердия;2) милость; пощада;έλεος! (прошу) пощады!, смилуйтесь!;
παραδίδομαι εις το έλεος τού νικητή — сдаваться на милость победителя;
§ έχω τα ελέη τοί5 θεού быть очень богатым;δεν έχω έλεος ψωμί στο σπίτι — в доме ни кусочка хлеба;
εγκαταλείπω (αφήνω) στο έλεος της τύχης ( — или του θεοδ) — бро- ! соть (оставлять) на произвол судьбы 1
, -
9 λίθος
ο 1. камень (тж. мед.);λίθος πειραϊκός — туф;
λίθαργός — каменная глыба;
(πολύτιμος) λίθ — драгоценный камень;
θεμέλιος λίθος — фундаментный камень;
ακρογωνιαίος λίθος прям., перен. — краеугольный камень;
§ δεν έμεινε λίθος επί λίθου — камня на камне не оставил;
κινώ πάντα λίθον — пускать в ход все средства;
2. (η):ηρακλεία λίθος — магнит;
λίθος καυστική — едкий калий;
λίθος κυανούς — медный купорос;
λίθος της κολάσεως — ляпис;
φιλοσοφική λίθος — философский камень;
λυδία λίθος — пробный камень
-
10 προσκυνώ
προσκυνώ ρ. μετβ. κ. αμετβ.1) преклонять колени, класть поклоны, кланяться:προσκυνώ την εικόνα του αγίου — кланяться иконе святого;
2) совершать паломничество;3) почтительно приветствовать, кланятьсяЭтим.< дргр. προσκυνώ (-έω), первоначальное значение «приветствовать кого-то, являя ему свое почтение целованием рук или ног» < προς- + κινώ «целовать»*
См. также в других словарях:
κινώ — κινώ, κίνησα βλ. πίν. 73 και πρβλ. κινάω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κινώ — και κινάω κίνησα, κινήθηκα, κινημένος 1. βάζω κάτι σε ενέργεια, κάνω κάτι να λειτουργήσει: Ο μύλος κινείται με νερό. 2. μετατοπίζω, κουνώ: Να μην κινήσεις τίποτα μέσα στο δωμάτιό μου. 3. προξενώ, προκαλώ: Μου κινεί την περιέργεια. 4. ξεκινώ:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κινώ — (I) κινώ, οῡς, ἡ (Α) (δωρ. τ.) κίνηση*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κιν (τού κινῶ) + επίθυμα ώ / οῦς (πρβλ. ηχ ώ, πειθ ώ)]. (II) και κουνώ (AM κινῶ, έω, Μ και κουνῶ) 1. κάνω κάτι να τεθεί σε κίνηση ή σε λειτουργία ή σαλεύω κάτι (α. «η μηχανή κινείται με… … Dictionary of Greek
κινῶ — κῑνῶ , κινέω set in motion pres subj act 1st sg (attic epic doric) κῑνῶ , κινέω set in motion pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δός μοι πᾶ βῶ καὶ κινῶ τὰν γᾶν. — См. Дай мне точку опоры и я двину землю … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ανακινώ — ( έω) (Α ἀνακινῶ) 1. κινώ προς διάφορες κατευθύνσεις, αναταράσσω, αναδεύω 2. κινώ εκ νέου, διεγείρω, προκαλώ 3. επαναφέρω παλαιά υπόθεση ή ζήτημα στην επιφάνεια μσν. 1. παρακινώ, παροτρύνω 2. ξεριζώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κινῶ. ΠΑΡ. ανακίνημα,… … Dictionary of Greek
διώκω — και διώχνω και διώχτω (AM διώκω) 1. (για κυνήγι, πόλεμο κ.λπ.) καταδιώκω, κυνηγώ με σκοπό να συλλάβω κάποιον 2. διατυπώνω επίσημα καταγγελία εναντίον κάποιου και κινώ τη διαδικασία να προσαχθεί σε δίκη 3. αποδιώχνω, εκτοπίζω 4. φρ. «ήρθαν τ άγρια … Dictionary of Greek
ερέσσω — (Α ἐρέσσω και αττ. τ. ἐρέττω) [ερέτης] κωπηλατώ, τραβώ κουπί, θέτω κάποιο σκάφος σε κίνηση με κουπιά αρχ. 1. κινούμαι γρήγορα κωπηλατώντας 2. (ενεργ. και παθ.) κινώ γρήγορα, θέτω σε γρήγορη κίνηση («πτερύγων ἐρετμοῑσιν ἐρεσσόμενοι» προχωρούν… … Dictionary of Greek
κέλλω — και ὀκέλλω (Α) 1. προχωρώ, ξεκινώ, κινώ προς τα εμπρός 2. οδηγώ πλοίο στην ξηρά 3. κάνω να εξαχθεί κάτι στην ξηρά, αποβιβάζω 4. (αμτβ.) (για πλοίο ή ναύτες) έρχομαι στην ακτή ή στο λιμάνι, ελλιμενίζομαι, προσορμίζομαι, αράζω 5. κινώ 6. τρέχω… … Dictionary of Greek
νωμώ — νωμῶ, άω (Α) 1. (σχετικά με τροφή και ποτό κατά τις εορτές) διανέμω, μοιράζω 2. (σχετικά με ποτό) γεμίζω με τη σειρά («ἀργυρέοισι δὲ νωμάτω φιάλαισι βιατὰν ἀμπέλου παῑδ », Πίνδ.) 3. κινώ και διευθύνω κάτι κατά βούληση (α. «ἀεὶ γὰρ πόδα νηὸς… … Dictionary of Greek
πάλλω — (ΑΜ πάλλω) 1. κάνω κάτι να κινείται παλινδρομικά και γρήγορα, κινώ κάτι παλμικά, σείω, κραδαίνω, δονώ (α. «πάλλω τη χορδή» β. «λόγχην πατρός... χερσὶ πάλλων», Ευρ.) 2. εκτελώ παλμική κίνηση, δονούμαι, κραδαίνομαι 3. μέσ. πάλλομαι κινούμαι ρυθμικά … Dictionary of Greek