-
1 αγνωστος
21) неизвестный, неведомый, незнакомый(τινι Hom.)
ἄγνωστον ἐς γῆν Eur. — в неведомую страну2) неузнаваемый(ἄγνωστον τεύχειν τινά Hom.)
3) непонятный4) непознаваемыйἄ. καθ΄ αὑτόν Arst. — непознаваемый в своей сущности5) незнающий(τινος Pind.)
6) бессильный познать, невежественный(δύναμις ἀνθρωπίνη Luc.)
-
2 άγνωστος
-
3 ἄγνωστος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἄγνωστος
-
4 άγνωστος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > άγνωστος
-
5 ἄγνωστος
неведомый, неизвестный, незнакомый, непонятный.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἄγνωστος
-
6 άγνωστος
[агностос] επ/ουσ неизвестный, незнакомый. -
7 ανεπισημαντος
-
8 γή
η1) земля, земной шар;ο άξων της γής — земная ось;
ο φλοιός της γής — земная кора;
2) земля, почва, грунт;εύφορη γή — плодородная земля;
χέρσα γή — целина;
θηραϊκή γή — фарфоровая глина;
γή αργιλλώδης — глинистая почва;
γή αμμώδης — песчаный грунт;
3) земля, поле, участок земли; земельный участок;σπαρμένη γή — посевная площадь;
εργάτης γής — а) сельскохозяйственный рабочий; — б) батрак;
4) земля, территория, местность, страна;Σοβιετική γή — Советская земля;
5) земля, суша, материк;κατά γήν και κατά θάλασσαν — на суше и на море;
κατά γήν στρατιωτικές δυνάμεις — наземные войска;
§ μαύρη γή(ς) — ад;
άγνωστος γή — тёмный лес (для кого-л.), земли незнаемая (лат. терра инкогнита);
γή της επαγγελίας — земли обетованная;
αγαθά ( — или καλά) της γής — земные блага;
κατά γής — наземь, на землю;
όπου γής — в любой точке земного шара;
γήν ορώ — вот и конец мучениям;
τα κάνω γής Μαδιάμ — разрушить всё до основания;
κινώ γή και ουρανό — пустить в ход все средства; — сделать всё возможное;
δεν πατάει στη γή — а) ног под собой не чувствовать, быть вне себя от радости; — б) витать в облаках;
άνοιξε ( — или σκίστηκε) η γή και τον κατάπιε — он как сквозь землю провалился;
στον ουρανό το γύρευα και στη γή το βρήκα — погов. счастье с неба свалилось
-
9 57
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 57
См. также в других словарях:
ἄγνωστος — unknown masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άγνωστος — η, ο (Α ἄγνωστος, η, ον) [γνωστός] 1. αυτός που δεν είναι, δεν έγινε ή δεν μπορεί να γίνει γνωστός, ο μη οικείος, ο μη γνώριμος, άδηλος, ανεξακρίβωτος 2. το ουδ. ως ουσ. το άγνωστο(ν) αυτό που δεν μπορεί να γίνει γνωστό με τις ανθρώπινες… … Dictionary of Greek
Άγνωστος Θεός — Οι αρχαίοι Έλληνες λάτρευαν και μια θεότητα που την αποκαλούσαν Ά.Θ. Για τη λατρεία του θεού αυτού έγραψαν οι Φιλόστρατος, Απολλόδωρος και Παυσανίας. Ο Λουκιανός (Φίλοψ 9) αναφέρει πως στην Αθήνα συνηθιζόταν o όρκος «Νη τον Άγνωστον», δηλαδή Μα… … Dictionary of Greek
άγνωστος — η, ο 1. ανεξακρίβωτος: Είναι άγνωστο πότε θα γυρίσει. 2. αυτός που δεν έχει διδαχτεί: Οι μαθητές εξετάζονται και σε άγνωστο κείμενο. 3. αυτός που δεν ξέρει, ο άπειρος: Οι νιούτσικες οι άγνωστες πιάνονται σαν το ψάρι (Ερωτόκριτος) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Άγνωστος Στρατιώτης — Η ταφή των μαχητών που τα σώματά τους έχουν χαθεί είναι πατροπαράδοτο ελληνικό έθιμο. Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν πως οι ψυχές εκείνων που δεν έχουν ταφεί βασανίζονται. Ο Όμηρος παρουσιάζει την ψυχή του Πάτροκλου να παρακαλά τον Αχιλλέα «θάψε με… … Dictionary of Greek
ἀγνωστότερον — ἄγνωστος unknown adverbial comp ἄγνωστος unknown masc acc comp sg ἄγνωστος unknown neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγνωστοτέρων — ἄγνωστος unknown fem gen comp pl ἄγνωστος unknown masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγνώστως — ἄγνωστος unknown adverbial ἄγνωστος unknown masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄγνωστον — ἄγνωστος unknown masc/fem acc sg ἄγνωστος unknown neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄγνωτον — ἄγνωστος unknown masc/fem acc sg ἄγνωστος unknown neut nom/voc/acc sg ἄγνωτος masc/fem acc sg ἄγνωτος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγνωστοτάτην — ἄγνωστος unknown fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)