-
1 καταπινω
1) выпивать, поглощать(ὅλον πίθον Eur.; τὸ καταποθὲν ἐκ τῶν ὑψηλῶν ὕδωρ Plat.)
2) проглатывать, пожирать(τοὺς παῖδας κατέπινε Κρόνος Hes.; τὰς βδέλλας Her.; τεμάχη Arph.; σῖτον Arst.; πόλις καταποθεῖσα ὑπὸ τῆς θαλάττης Polyb.)
διυλίζειν τὸν κώνωπα, τέν δὲ κάμηλον κ. погов. NT. — оцеживать комара, а верблюда проглатывать3) ( о земле) впитывать, вбирать в себя(ποταμοὴ καταπινόμενοι Arst.)
4) перен. жадно впивать(Εὐριπίδην Arst.)
5) перен. пожирать, поглощать(λύπῃ καταποθῆναι NT.)
6) расточать, проматывать(τέν οὐσίαν Aeschin.)
7) pass. тонуть(πλοῖα καταπίνεται Arst.)
-
2 καταπίνω
A , later- πιοῖμαι Plu.Alc.15
: [tense] aor.κατέπιον IG4.951.102
(Epid.); poet.κάππιον Hes.Th.p.45
R.: [tense] pf. :—gulp, swallow down, both of liquids and solids (), τοὺς μὲν κατέπινε Κρόνος (sc. υἱούς) Hes.Th. 459, cf. 467, E.Cyc. 219;ὁ τροχίλος.. καταπίνει τὰς βδέλλας Hdt.2.68
, cf. 70; ; λίθους Id.Av. l. c.; [ κίχλας] Pherecr.108.24; [ μάζας] Telecl.1.5; of the sea,μὴ ναῦν κατὰ κῦμα πίῃ Thgn.680
, cf. Arist.Pr. 931b39 ([voice] Pass.); τὸ στόμα [ τῆς γῆς]- πίεται αὐτούς LXXNu.16.30
:—[voice] Pass., τὸ -ποθὲν ὕδωρ (sc. by the earth) Pl.Criti. 111d; of rivers that disappear underground, Arist.Mete. 351a1;ὑφ' ἅμμου D.S.1.32
; of cities swallowed by an earthquake, Str.1.3.17;πόλις καταποθεῖσα ὑπὸ τῆς θαλάττης Plb.2.41.7
.2 abs., swallow,μόλις καταπίνειν δύνηται Hp.Aph. 4.35
, cf. Gal.Nat.Fac.3.6.II metaph., τὸν ἡμίοπον ὁ μέγας [ αὐλὸς] κ. A.Fr.91;καταπιοῦνται ὑμᾶς οἱ Ἀθηναῖοι Plu.Alc.15
:—[voice] Pass., to be absorbed, of knots in wood, Thphr.HP5.2.2;τῆς -πεπομένης ὑπ' αὐτοῦ φύσεως Dam.Pr.10
.b κ. Εὐριπίδην drink in Euripides, i.e. imbibe his spirit, Ar.Ach. 484, Luc.JTr.1:—[voice] Pass.,τὸ τεχνίον ἀεὶ τοῦτό μοι κατεπίνετο Antid.2.4
.c swallow, absorb,τὰς τέχνας Chrysipp.Stoic.2.257
([voice] Pass.); but, swallow one's anger, ib. 242.2 swallow up, consume, [the robe] ; ὁ δικαστὴς αὐτὰ [the revenue]καταπίνει μόνος Id.Ra. 1466
; τὸν ναύκληρον αὐτῷ σκάφει κ. Anaxil.22.19; τι Men. Epit. 151.3 spend, waste in tippling, [ τὴν οὐσίαν]οὐ μόνον κατέφαγεν, ἀλλὰ.. καὶ κατέπιεν Aeschin.1.96
, cf. D.C.45.28.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταπίνω
-
3 καταπίνω
καταπίνω fut. καταπίομαι (LXX; En 101:5); 2 aor. κατέπιον. Pass.: 1 aor. κατεπόθην; pf. 3 sg. καταπέποται (AcPlCor 2:29) (s. πίνω; Hes., Hdt.+; Ion of Chios Fgm. 31 L. of Heracles’ voracious appetite) in our lit. freq. in imagery, used both of liquids and solids① to drink down, swallow, swallow up τὶ someth., in imagery (of the earth, that drinks up water Pla., Critias 111d; Diod S 1, 32, 4) ἤνοιξεν ἡ γῆ τὸ στόμα αὐτῆς καὶ κατέπιεν τὸν ποταμόν Rv 12:16 (Philostephanus Hist. [III B.C.], Fgm. 23 [ed. CMüller III 1849 p. 32 ποταμὸς ὑπὸ γῆς καταπίνεται; Simplicius in Epict. p. 95, 35; cp. Num 16:30, 32). Δαθὰν καὶ Ἀβιρὼν καὶ Κόρε, πῶς … κατεπόθησαν ἅπαντες GJs 9:2 (cp. Num 16:32). τὴν κάμηλον κ. Mt 23:24 (Just., D. 112, 4; on the camel s. κώνωψ.)② to destroy completely, in the figure of one devouring or swallowing someth.ⓐ devour (Hes., Theog. 459 υἱούς. Of animals that devour Tob 6:2; Jon 2:1; Jos., Ant. 2, 246; Ath. 34, 2) Ἰωνᾶς … εἰς κῆτος καταπέποται AcPlCor 2:29; the devil like a lion ζητῶν τίνα καταπιεῖν 1 Pt 5:8 (Damasc., Vi. Isid. 69 ὁ λέων καταπίνει τὸν ἄνθρωπον).ⓑ of water, waves, swallow up (Polyb. 2, 41, 7 πόλις καταποθεῖσα ὑπὸ τ. θαλάσσης; Diod S 18, 35, 6; 26, 8; En 101:5; Philo, Virt. 201) pass. be drowned (Ex 15:4 v.l. κατεπόθησαν ἐν ἐρυθρᾷ θαλάσσῃ) Hb 11:29.—Transferred to mental and spiritual states (cp. Philo, Gig. 13, Deus Imm. 181) μή πως τ. περισσοτέρᾳ λύπῃ καταποθῇ so that he may not be overwhelmed by extreme sorrow 2 Cor 2:7 (TestAbr B 12 p. 117, 4 [Stone p. 82]).③ to cause the end of someth., swallow up fig. (cp. PGM 12, 44 κατέπιεν ὁ οὐρανός; Ps 106:27; Philo, Leg. All. 3, 230; TestJud 21:7) pass. τὸ θνητὸν ὑπὸ τῆς ζωῆς what is mortal may be swallowed up in life 2 Cor 5:4. ὁ θάνατος εἰς νῖκος death has been swallowed up in victory (after Is 25:8; s. also κέντρον 1 and ARahlfs, ZNW 20, 1921, 183f) 1 Cor 15:54.—M-M. TW. -
4 καταπίνω
(αόρ. (ε)κατάπια) μετ.1) глотать, проглатывать, заглатывать; поглощать;καταπίνω νερό — захлёбываться (об утопающем);
2) перен. принимать что-л, за чистую монету;3) перен. проглотить (оскорбление и т. п.);§ καταπίνω τη γλώσσα μου — язык проглотить, замолчать;
ΰνοιξε η γης και τον κατάπιε как сквозь землю провалился -
5 καταπίνω
καταπί̱νω, καταπίνωgulp: pres subj act 1st sgκαταπί̱νω, καταπίνωgulp: pres ind act 1st sg -
6 καταπίνω
{с.гл., 7}выпивать; перен. поглощать, проглатывать, пожирать.Ссылки: Мф. 23:24; 1Кор. 15:54; 2Кор. 2:7; 5:4; Евр. 11:29; 1Пет. 5:8; Откр. 12:16.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > καταπίνω
-
7 καταπίνω
{с.гл., 7}выпивать; перен. поглощать, проглатывать, пожирать.Ссылки: Мф. 23:24; 1Кор. 15:54; 2Кор. 2:7; 5:4; Евр. 11:29; 1Пет. 5:8; Откр. 12:16.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > καταπίνω
-
8 καταπίνω
выпивать; перен. поглощать, проглатывать, пожирать.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > καταπίνω
-
9 καταπίνω
-
10 καταπίνω
[каталино] р. глотать, проглатывать.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > καταπίνω
-
11 καταπίνω
+ V 10-1-10-15-5=41 Gn 41,7.24; Ex 7,12; 15,12; Nm 16,30A: to swallow [τι] Jb 7,19; to gulp, to swallow up [τι] Ex 7,12; id. [τινα] Ex 15,12; to destroy, to ruin completely[τινα] Hab 1,13M: to gulp, to swallow up [τι] Prv 19,28; id. [τινα] Nm 16,30 P: to be drowned Lam 3,49; to be consumed Sir 23,17*Nm 21,28 κατέπιε swallowed, devoured-בלע for MT בעלי the lords ofCf. DORIVAL 1994, 409 -
12 καταπίνω
[каталино] ρ глотать, проглатывать. -
13 καταπίνω
-
14 καταπίνω
avaler -
15 καταπίνω
1) łyk (m) rzecz.2) łykać czas.3) łyknięcie (n) rzecz.4) pochłaniać czas.5) połykać czas.6) przełykać czas. -
16 καταπίνω
1) hltat2) polknout3) polykat4) spolknout5) zhltnout -
17 καταπίνω
1) gulp2) swallowΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > καταπίνω
-
18 заглатывать
καταπίνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заглатывать
-
19 проглотить
καταπίνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > проглотить
-
20 polknout
καταπίνω
См. также в других словарях:
καταπίνω — καταπίνω, κατάπια βλ. πίν. 167 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καταπίνω — (AM καταπίνω) κατεβάζω κάτι διά μέσου τού φάρυγγα στο στομάχι («δεν μπορεί να καταπιεί ούτε νερό» β. «κατάπια ένα κουκούτσι») νεοελλ. 1. μτφ. α) πιστεύω κάτι με αφέλεια, απονήρευτα δέχομαι τα ψεύδη κάποιου, χάφτω («τού λένε ένα σωρό τερατολογίες… … Dictionary of Greek
καταπίνω — καταπί̱νω , καταπίνω gulp pres subj act 1st sg καταπί̱νω , καταπίνω gulp pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπίνω — κατάπια, καταπιώθηκα, καταπιωμένος 1. πίνω, καταβροχθίζω, χάφτω: Κατάπιε ένα κουμπί. 2. πιστεύω κάτι με αφέλεια, δέχομαι βρισιές χωρίς να διαμαρτύρομαι: Τον είπα κλέφτη και το κατάπιε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταπιομένη — καταπίνω gulp aor part mid fem nom/voc sg (attic epic ionic) καταπῑομένη , καταπίνω gulp fut part mid fem nom/voc sg (attic epic ionic) καταπῑομένη , καταπίνω gulp pres part mid fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπεπομένον — καταπίνω gulp perf part mp masc acc sg καταπίνω gulp perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπεπωκότα — καταπίνω gulp perf part act neut nom/voc/acc pl καταπίνω gulp perf part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπιοῦνται — καταπίνω gulp fut ind mid 3rd pl (attic epic doric) καταπῑοῦνται , καταπίνω gulp fut ind mid 3rd pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπιούμενοι — καταπίνω gulp fut part mid masc nom/voc pl (attic epic doric) καταπῑούμενοι , καταπίνω gulp fut part mid masc nom/voc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπιόν — καταπίνω gulp aor part act masc voc sg καταπίνω gulp aor part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπιόντα — καταπίνω gulp aor part act neut nom/voc/acc pl καταπίνω gulp aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)