-
1 μάζας
μά̱ζᾱς, μᾶζαbarley-cake: fem acc plμά̱ζᾱς, μᾶζαbarley-cake: fem gen sg (doric aeolic) -
2 доля
1. (часть чего-л.) το κλάσμα, το μερίδιο, το μέρος, το τμήμα, η μερίδαмассовая - της μάζας του συστατικού μ(ε)ίγματος ως προς το σύνολο μάζας μείγματοςмольная - см. молярная -2. (мера веса) παλαιά ρωσική μονάδα μάζας πριν την εφαρμογή του μετρικού συστήματος ίση με 44,4349 κιλά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > доля
-
3 μάζα
μάζα, ἡ, od. richtiger nach Drac. p. 72. 100 μᾶζα, wie Bekker überall schreibt, eigtl. das Geknetete, von μάσσω, bes. Gerstenbrot, Her. 1, 200; Archil. 56; μάζας γενναίας, Plat. Rep. II, 372 b; ἐμοῦ μᾶζαν μεμαχότος, wie wir sagen »Einem Etwas einbrocken«, mit Anspielung auf μάχη, μάχομαι, Ar. Equ. 55 u. öfter; φυστή, Vesp. 610; ἄρτους, μάζας nennt er neben einander, Eccl. 606, vgl. Plut. 192; sie werden auch sonst unterschieden, vgl. Ath. IV, 137 e; daher sprichwörtlich ἀγαϑὴ καὶ μᾶζα μετ' ἄρτον, Zenob. 1, 12; ἐπὶ τῶν τὰ δευτερεῖά τισι διδόντων; vgl. Achaeus bei Ath. VI, 270 e; Xen. Cyr. 1, 2, 11. 6, 2, 28 u. Folgde; κυρβαίη, ἀμολγαίη s. unter diesen Wörtern. Vgl. nach Ath. XIV, 663 b; nach den VLL. ursprünglich ἡ τροφὴ ἀπὸ γάλακτος καὶ σίτου.
-
4 χιονό-χροος
χιονό-χροος, zsgzgn χιονόχρους, ουν, schneefarbig, schneeweiß, χιονοχρόας μάζας Philoxen. bei Ath. IV, 147 a.
-
5 δια-μάσσω
δια-μάσσω, durchkneten ίδιαφυρᾶν τὰ ἄλφιτα πρὸς τὸ ποιῆσαι μάζας, VLL.); μαζίσκαι διαμεμαγμέναι Ar. Eq. 1101; übertr., λόγον Av. 463.
-
6 μάγειρος
μάγειρος, ὁ (μάσσω), ursprünglich der Knetende, Brotbackende, das älteste Geschäft des μάγειρος war nämlich das Brotbacken, vgl. Plin. H. N. 18, 28; übh. Koch, Ar. Equ. 416; neben ὀψοποιός, Plat. Rep. II, 373 c; von dem er als der höhere unterschieden wird, Ath. IX, 405 a. Aber auch Schlächter, wie es scheint, τοῠ μαγείρου – ὀστῶδες σφόδρα αὐτῷ τι προςκόπτοντος ἀπὸ τύχης κρέας, Macho bei Ath. VI, 243 f, womit Plat. Euthyd. 301 d zu vgl., προςήκει τὸν μάγειρον κατακόπτειν καὶ ἐκδείρειν. – Die Alten leiten es von τὰς μάζας μερίζειν od. τὰς μαγίδας αἴρειν ab.
-
7 καταδαινυμαι
-
8 вебер
(единица магнитного потока в системе СИ) το βέμπερ (μονάδα μέτρησης της μαγνητικής μάζας).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вебер
-
9 дефект
το ελάττωμα, η ατέλεια, η ελαττωματικότηταвыявлять - βρίσκω το -, παρουσιάζω το -обнаруживать - ανιχνεύω/βρίσκω το -устранять - εξαλείφω/διορθώνω το -скрытый - λανθάνον -, μη ορατό -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дефект
-
10 дефибратор
το μηχάνημα παραγωγής ξύλινης μάζας (μέσω τριβής).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дефибратор
-
11 дефибрер
το μηχάνημα παραγωγής ξύλινης μάζας σε τροχό ακονίσματος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дефибрер
-
12 единица
1. (измерения) η μονάδ/α *в - ах σε - εςпринимать за - у λαμβάνω ως/σαν -6 εκατομμυρίων χλμ.)средняя - μέση -, μεσαία -2. (число) (о αριθμός) ένα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > единица
-
13 массомер
(цел.-бум.) о μετρητής μάζαςο μετρητής βάρουςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > массомер
-
14 массосодержание
η περιεκτικότητα σε μάζα/της μάζας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > массосодержание
-
15 механика
η μηχανική- неизменяемых систем - των άκαμπτων συστημάτων/σωμάτωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > механика
-
16 нагрузка
(мех., эл.) το φορτί/ο, η φόρτισητο φόρτωμαраспределять - у διανέμω/μοιράζω το -сбрасывать - у эл. μειώνω το -снимать - у мех. αφαιρώ/βγάζω το -активная эл. - ενεργό -базовая эл. - βάσης- весов предельная μέγιστο - των βαρών/της ζυγαριάςнесимметричная эл. - ασύμμετρο -посадочная ав. - της προσγείωσηςравномерная - ισομερές -, ομοιόμορφο -сжимающая мех. - της σύνθλιψηςсимметричная эл. - συμμετρικό -тормозная - της πέδης/του φρένουтяговая ав. - της ώσηςциклическая мех. - κυκλικό -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > нагрузка
-
17 перенос
1. (кинетическое явление) η μεταφορά· - заряда - του φορτίου- копии полигр. - του αντιτύπου- осей (координат) - των αξόνων, η μετατόπιση των αξόνων2. (мат., вчт.) η μετάθεσηгрупповой - вчт. ομαδική -3. (знак в месте раздела слова при перенесении его на другую строку) το ενωτικό (σημείο) 4. (на другое время) η μετάθεση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > перенос
-
18 сохранение
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сохранение
-
19 центр
το κέντροустанавливать - τοποθετώ το -, κεντράρωкоммутационный свз. - επικοινωνίαςмоторные - ы головного мозга анат. - α του εγκεφάλουнервный - (мед.анат.) νευρικό -- ρύθμισηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > центр
-
20 front
1) (the part of anything (intended to be) nearest the person who sees it; usually the most important part of anything: the front of the house; the front of the picture; ( also adjective) the front page.) μπροστινό μέρος,πρόσοψη,φάτσα/μπροστινός2) (the foremost part of anything in the direction in which it moves: the front of the ship; ( also adjective) the front seat of the bus.) μπροστινό μέρος/μπροστινός3) (the part of a city or town that faces the sea: We walked along the (sea) front.) παραλία4) ((in war) the line of soliers nearest the enemy: They are sending more soldiers to the front.) μέτωπο(πολέμου)5) (a boundary separating two masses of air of different temperatures: A cold front is approaching from the Atlantic.) μέτωπο(αέριας μάζας6) (an outward appearance: He put on a brave front.) όψη7) (a name sometimes given to a political movement: the Popular Front for Liberation.) μέτωπο,παράταξη•- frontage- frontal
- at the front of
- in front of
- in front
- 1
- 2
См. также в других словарях:
μάζας — μά̱ζᾱς , μᾶζα barley cake fem acc pl μά̱ζᾱς , μᾶζα barley cake fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έλλειμμα μάζας — Όρος που στη φυσική υποδηλώνει τη διαφορά ανάμεσα στη μάζα του πυρήνα και στη συνολική μάζα των πρωτονίων και των νετρονίων από τα οποία αυτός αποτελείται. Επειδή η μάζα του πυρήνα είναι μικρότερη από την ολική μάζα των πρωτονίων και των… … Dictionary of Greek
ζυγός — Συσκευή με την οποία μπορούμε να κρίνουμε την ισορροπία μεταξύ μιας γνωστής δύναμης και μιας άγνωστης για να οδηγηθούμε έτσι από τη γνώση του μεγέθους της μίας στον προσδιορισμό του μεγέθους της άλλης. Με την πιο κοινή έννοια, στον όρο ζ.… … Dictionary of Greek
πυρήνας — Δομικό συστατικό, που σε κάθε κύτταρο, ζωικό ή φυτικό, διαδραματίζει βασικό ρόλο στη σύνθεση των ειδικών πρωτεϊνών και στις διεργασίες αναπαραγωγής. Συνήθως πρόκειται για ένα σφαιρικό στοιχείο που, οροθετούμενο από μια δική του μεμβράνη,… … Dictionary of Greek
φασματογράφος — Με τον όρο αυτό είναι γνωστά δύο διαφορετικά όργανα: α) το φασματοσκόπιο, το εφοδιασμένο με συστήματα καταγραφής και ανάλυσης των φασμάτων, και β) ο φ. μάζας, που διαχωρίζει μεταξύ τους ιόντα ή μόρια που έχουν διαφορετική σχέση μεταξύ μάζας και… … Dictionary of Greek
έλξη, παγκόσμια — Η ελκτική δύναμη που αναπτύσσεται μεταξύ δύο μαζών που βρίσκονται ελεύθερες στο Διάστημα, η οποία είναι ανάλογη προς τις μάζες και αντιστρόφως ανάλογη προς το τετράγωνο της απόστασής τους. Η ελκτική αυτή δύναμη ονομάζεται π.έ. και εκφράζεται… … Dictionary of Greek
βαλλιστικά βλήματα — Ο όρος β.β. καθιερώθηκε στη σύγχρονη τεχνική ορολογία μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο και σημαίνει κινητά σώματα που εκτοξεύονται και διατηρούνται στην τροχιά τους με συστήματα αυτοπροώθησης και ενδοαντίδρασης ή με κινητήρες αντίδρασης διαφόρων… … Dictionary of Greek
δυναμική — (Φυσ.). Η μελέτη της κίνησης των σωμάτων σε συσχετισμό με τις δυνάμεις που επενεργούν σε αυτά ή που ασκούν πίεση σε αυτά. Η δ. είναι ο κλάδος της μηχανικής που μελετά τις κινήσεις των σωμάτων σε σχέση με τα αίτια που τις προκαλούν. Διαφέρει από… … Dictionary of Greek
ενέργεια — Ο ορισμός της ε. είναι καρπός μακράς μελέτης και προσπαθειών, οι οποίες εξέτειναν και διεύρυναν την έννοιά της, ώστε να περιλάβει και να πλαισιώσει πλήθος φαινομένων. Σε μια πρώτη προσέγγιση, η ε. μπορεί να οριστεί ως η ικανότητα ενός συστήματος… … Dictionary of Greek
Η περιορισμένη ή ειδική σχετικότητα,— — Από τις πιο επαναστατικές συνέπειες των αξιωμάτων που διατυπώθηκαν είναι αναμφισβήτητα η ανάγκη της εγκατάλειψης της έννοιας του απόλυτου χρόνου. Για να καταλάβουμε πως φτάνουμε στο αποτέλεσμα αυτό, ας φανταστούμε μια υποθετική βάση, που… … Dictionary of Greek
δυναμική παράλλαξη — Επαναληπτική μέθοδος που χρησιμοποιείται για τον καθορισμό της απόστασης και της μάζας ενός οπτικά διπλού αστέρα, συνήθως από μετρήσεις της τροχιακής περιόδου Ρ (σε χρόνια) και του φαινόμενου μέσου τροχιακού μεγέθους (l’’) και εκτίμηση της μάζας… … Dictionary of Greek