Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κανονίζω

  • 81 уладить

    уладить, улаживать κανονίζω, ταχτοποιώ
    * * *
    = улаживать
    κανονίζω, ταχτοποιώ

    Русско-греческий словарь > уладить

  • 82 устроить

    устроить 1) (организовать) οργανώνω, κάνω; \устроить вечер οργανώνω βραδιά 2) (определить куда-л.) εγκαθιστώ, τοποθετώ; διορίζω 3) (дела и т. п.) ταχτοποιώ, κανονίζω \устроиться εγκαθιστώμαι; \устроиться на работу πιάνω δουλειά; как вы устроились? πώς ταχτοποιηθήκατε; 2) (наладиться) ταχτοποιούμαι, βολεύομαι
    * * *
    1) ( организовать) οργανώνω, κάνω

    устро́ить ве́чер — οργανώνω βραδιά

    2) (определить куда-л.) εγκαθιστώ, τοποθετώ; διορίζω
    3) (дела и т. п.) ταχτοποιώ, κανονίζω

    Русско-греческий словарь > устроить

  • 83 налаживать

    налаживать
    несов ρεγουλάρω, ρυθμίζω (механизм)/ τακτοποιώ, διευθετώ, κανονίζω (работу и т. п.):
    \налаживать дела κανονίζω τίς ὑποθέσεις.

    Русско-новогреческий словарь > налаживать

  • 84 нормировать

    нормир||ова́ть
    сов и несов κανονίζω τό δριο, κανονίζω τή νόρμα, ρυθμίζω.

    Русско-новогреческий словарь > нормировать

  • 85 устраивать

    устраива||ть
    несов
    1. (делать, создавать) φτιάνω, ὁργανώνω, ἱδρύω, κατασκευάζω, δημιουργώ:
    \устраивать концерт ὁργανώνω συναυλία· \устраивать скандал δημιουργώ σκάνδαλο· \устраивать засаду στήνω παγίδα, ὁργανώνω ἐνέδρα·
    2. (приводить в порядок) ὁργανώνω, τακτοποιώ, διευθετώ, (δια)κανονίζω:
    \устраивать свои́ дела τακτοποιώ τίς δουλειές μου, κανονίζω τάς ὑποθέσεις μου· \устраивать свою жизнь ὁργανώνω τή ζωή μου·
    3. (помещать, определять) τακτοποιώ, τοποθετώ:
    \устраивать кого-л. на работу τακτοποιώ κάποιον σέ δουλειά· \устраивать кого-л. в школу (в больницу) βάζω κάποιον στό σχολείο (στό νοσοκομείο)·
    4. безл (подходить) βολεύω, κάνω:
    это меня не \устраиватьет αὐτό δέν μέ βολεύει \устраиватьться
    1. (налаживаться) διευθετούμαι, τακτοποιούμαι:
    у него постепенно все \устраиватьется ὅλα τά ζητήματα του τακτοποιοῦνται σιγά σιγά·
    2. (обосновываться) ἐγκαθίσταμαι/ κάθομαι, βολεύομαι (в кресле и т. п.)· Я. (на работу) διορίζομαι, βρίσκω δουλειά.

    Русско-новогреческий словарь > устраивать

  • 86 κανονιεί

    κανονίζω
    measure: fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic)
    κανονίζω
    measure: fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)

    Morphologia Graeca > κανονιεί

  • 87 κανονιεῖ

    κανονίζω
    measure: fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic)
    κανονίζω
    measure: fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)

    Morphologia Graeca > κανονιεῖ

  • 88 κανονισθείσας

    κανονισθείσᾱς, κανονίζω
    measure: aor part pass fem acc pl
    κανονισθείσᾱς, κανονίζω
    measure: aor part pass fem gen sg (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > κανονισθείσας

  • 89 προκανονίζουσι

    πρό-κανονίζω
    measure: pres part act masc /neut dat pl (attic epic doric ionic)
    πρό-κανονίζω
    measure: pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)

    Morphologia Graeca > προκανονίζουσι

  • 90 подладить

    -ладу, -ладишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подлаженный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. κουρδίζω, εναρμονίζω•

    подладить скрипку под рояль κουρδίζω το βιολί σύμφωνα με το πιάνο.

    2. προσαρμόζω, ταιριάζω.
    3. κανονίζω, ρυθμίζω•

    подладить ось к телге κανονίζω τον άξονα του αμαξιού.

    1. κουρδίζομαι, εναρμονίζομαι.
    2. προσαρμόζομαι.
    3. (διαλκ.) τακτοποιούμαι, βολεύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > подладить

  • 91 подогнать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подогнанный, βρ: -нан, -а, -о.
    1. φέρω, οδηγώ, κατευθύνω πλησίον ή κάτω απο•

    подогнать скот к воротам οδηγώ τα ζώα κοντά στην αυλόπορτα•

    подогнать лодку под мост κατευθύνω τη βάρκα κάτω από το γεφύρι.

    2. επισπεύδω, επιταχύνω, αναγκάζω να τρέξει ή να πράξει ταχύτερα•

    подогнать лошади αναγκάζω (μαστιγώνω) τα άλογα να τρέξουν γρηγορότερα•

    подогнать ленивца αναγκάζω τον τεμπέλη να δουλεύει γρηγορότερα.

    || ξεπερνώ την καθυστέρηση.
    3. φέρνω στα μέτρα, συνταιριάζω• συναρμόζω, κάνω να συμπέσει λεπτύνω, τρώγω. || (για χρόνο)• κανονίζω, καθορίζω να συμπέσει (με κάτι άλλο)•

    подогнать свадьбу к празднику κανονίζω να συμπέσει ο γάμος με τη γιορτή..

    Большой русско-греческий словарь > подогнать

  • 92 приноровить

    -влю, -вишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. приноровленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    προσαρμόζω, συνταιριάζω κανονίζω•

    приноровить свой характер к обстоятельствам προσαρμόζω το χαρακτήρα μου προς τις περιστάσεις•

    приноровить свой отъезд к концу месяца κανονίζω (προγραμματίζω) την αναχώρηση μου στο τέλος του μήνα.

    προσαρμόζομαι•

    приноровить к чьему-н. характеру προσαρμόζομαι προς το χαρακτήρα κάποιου.

    Большой русско-греческий словарь > приноровить

  • 93 приурочить

    ρ.σ.μ. κανονίζω έτσι, ώστε να συμπέσει•

    приурочить отъезд к получению денег κανονίζω την αναχώρηση μου ανάλογα με τη λήψη χρημάτων.

    Большой русско-греческий словарь > приурочить

  • 94 рассрочить

    -чу, -чишь
    ρ.σ.μ.
    κανονίζω, ρυθμίζω (πληρωμή κατά δόσεις)•
    κατά δόσεις.

    Большой русско-греческий словарь > рассрочить

  • 95 сообразовать

    -зую, -зуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сообразованный, βρ: -ван, -а, -о
    φέρω σε αντιστοιχία, κανονίζω•

    сообразовать расходы с доходами κανονίζω τα έξοδα με τα έσοδα.

    1. αντιστοιχώ, συμφωνώ.
    2. συμμορφώνομαι• προσαρμόζομαι•

    сообразовать с местными условиями προσαρμόζομαι στις τοπικές συνθήκες.

    Большой русско-греческий словарь > сообразовать

  • 96 установить

    -овлю, -овишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. установленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. εγκατασταίνω, τοποθετώ, εγκαθιδρύω•

    установить машину εγκατασταίνω μηχανή.

    || κανονίζω•

    установить орудия по прицелу κανονίζω τη σκόπευση τωνπυροβόλων.

    || αποκατασταίνω, αποκαθιστώ•

    установить связь αποκατασταίνω τη σύνδεση (επικοινωνία).

    || συνταυτίζω, φέρω σε αντ ιστό ιχία, αντ ιστοιχώ.
    2. καθιερώνω, βάζω σε εφσ.ρμογή•

    установить наблюдение за подозрительными лицами βάζω υπο παρακολούθηση ύποπτα πρόσωπα.

    3. ορίζω, καθορίζω• βάζω•

    установить цену καθορίζω την τιμή•

    установить расписание καθορίζω το ωρολόγιο πρόγραμμα.

    4. επιβάλλω•

    установить тишину επιβάλλω ησυχία•

    установить порядок επιβάλλω τάξη.

    5. προσδιορίζω, καθορίζω, εξακριβώνω, διαπιστώνω•

    из-за тумана мы не смогли установить силы врага λόγω της ομίχλης δεν μπορέσαμε να προσδιορίσομε τις εχθρικές δυνάμεις.

    6. βλ. уставить (4 σημ.).
    1. (απλ.) τοποθετούμαι, μπαίνω, χωρώ.
    2. καθιερώνομαι θεσπίζομαι•

    -лся обычай έγινε συνήθεια.

    || επικρατώ•

    -лся порядок επεκράτησε τάξη•

    -лась тишина επεκράτησε ησυχία.

    || σταθεροποιούμαι•

    погода -лась ο καιρός σταθεροποιήθηκε.

    || μπαίνω σε εφαρμογή, πραγματοποιούμαι• αποκατασταίνομαι•

    мвду центром и периферией -лась прочная связь αναμεαα στο κέντρο και την περιφέρεια αποκαταστάθηκε μόνιμη σύνδεση (ή επικοινωνία).

    3. διαμορφώνομαι, σχηματίζομαι•

    он ещё не -лся αυτός ακόμα δε διαμορφώθηκε•

    голос у него не вполно -лось η φωνή του ακόμα δε διαμορφώθηκε πλήρως.

    4. βλ. уставиться (4 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > установить

  • 97 canonizo

    canonizo, āre (κανονίζω), unter die kanonischen Bücher aufnehmen, Eccl.

    lateinisch-deutsches > canonizo

  • 98 regulor

    rēgulor, ārī (regula) = κανονίζω, nach der Richtschnur od. Regel bilden, Dosith. 61, 1 K.

    lateinisch-deutsches > regulor

  • 99 разводить

    1. (напр. мосты) ανοίγω 2. (растворять) διαλύω 3. (растения) καλλιεργώ 4. (животных) (εκ)τρέφω
    μεγαλώνω
    5. (огонь) ανάβω 6. (пары) ανεβάζω την πίεση 7. (пилу) κανονίζω/ρυθμίζω τους οδόντες (του πριονιού) 8. (расторгать чей-л. брак) δίνω/χορηγώ διαζύγιο
    διαζευγνύω, χωρίζω

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разводить

  • 100 расположить

    1. (разместить, расставить) τοποθετώ, τακτοποιώ, κανονίζω, διαρρυθμίζω, εγκαθιστώ 2. (привлечь на чью-л. сторону) προσελκύω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > расположить

См. также в других словарях:

  • κανονίζω — measure pres subj act 1st sg κανονίζω measure pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κανονίζω — κανονίζω, κανόνισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κανονίζω — (AM κανονίζω) [κανών] 1. ρυθμίζω, διευθετώ κάτι βάσει ορισμένου κανόνα, δηλ. υποδείγματος, μοντέλου, προτύπου, τακτοποιώ, ρυθμίζω 2. επιβάλλω ορισμένους κανόνες σε κάτι νεοελλ. 1. καθορίζω κάτι επακριβώς, με λεπτομέρειες («κανονίζω το πρόγραμμα… …   Dictionary of Greek

  • κανονίζω — κανόνισα, κανονίστηκα, κανονισμένος 1. ρυθμίζω, τακτοποιώ: Κανόνισα την ένταση του ηλεκτρικού ρεύματος. 2. καθορίζω ακριβώς: Κανόνισα το πρόγραμμα των εξετάσεων. 3. τιμωρώ κάποιον, τον συγυρίζω: Έννοια σου και θα σε κανονίσω εγώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κανονίσω — κανονίζω measure aor subj act 1st sg κανονίζω measure fut ind act 1st sg κανονίζω measure aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κανονίσῃ — κανονίζω measure aor subj mid 2nd sg κανονίζω measure aor subj act 3rd sg κανονίζω measure fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεκανονισμένα — κανονίζω measure perf part mp neut nom/voc/acc pl κεκανονισμένᾱ , κανονίζω measure perf part mp fem nom/voc/acc dual κεκανονισμένᾱ , κανονίζω measure perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κανονιεῖ — κανονίζω measure fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) κανονίζω measure fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κανονιζομένων — κανονίζω measure pres part mp fem gen pl κανονίζω measure pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κανονιζόμενον — κανονίζω measure pres part mp masc acc sg κανονίζω measure pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κανονιζόντων — κανονίζω measure pres part act masc/neut gen pl κανονίζω measure pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»