-
1 κανονιζω
1) подчинять правилу, управлять, направлять, регулировать(κ. τὰς πράξεις τινί Arst.; τὸ κανονιζόμενον οὐ χωρὴς κανόνος κανονίζεται Sext.)
2) (на основании правила) определять, судить(τι πρός τι Luc.)
-
2 κανονίζω
μετ.1) регулировать; упорядочивать; определять; устанавливать;κανονίζω την ένταση — регулировать напряжение (тока);
τα έξοδά μου — упорядочивать расходы;2) налаживать, нормализовать;κανονίζω τίς σχέσεις — налаживать отношения;
κανονίζω τό ζήτημα — улаживать вопрос;
3) церк, канонизировать;4) образумливать, призывать к порядку; θα σε κανονίσω я тебе задам, я тебе всыплю -
3 κανονίζω
[канонизо] р. устраивать, регулировать,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κανονίζω
-
4 κανονίζω
[канонизо] ρ устраивать, регулировать. -
5 γωνιά
η1) камин, очаг; место у камина; 2) перен. угол, приют, пристанище; клуб; 3) перен. уголок;κόκκινη γωνιά — красный уголок;
σε κάθε γωνιά της γης — во всех уголках земли;
η γωνιά τού παιδιού — а) детский уголок; — б) страница для детей (в газете и т. п.);
4) тех угольник;κανονίζω με τη γωνιά — проверять по угольнику;
5) угольник, наугольник;6) горбушка; краюха;δεν τρώω τη γωνιά — я не ем горбушку;
7) клочок, небольшая часть (земли и т. п.); кусок;καλλιεργώ μιά γωνιά τόπο — обрабатывать клочок земли;
μιά γωνιά ψωμί — кусок хлеба;
§ κάθομαι σε μιά γωνιά — сидеть в стороне и помалкивать;
εμεινε στη γωνιά — она осталась в девках
-
6 λογαριασμός
ο1) счёт; подсчёт, вычисление; 2) калькуляция;κρατώ (τό) λογαριασμόςό — вести бухгалтерские книги;
κάνω λογαριασμόςό — а) подсчитать; — б) подать счёт;
3) финансовый отчёт;4) фин. торг, счёт;ανοικτός λογαριασμός — открытый счёт;
βιβλίο γιά λογαριασμόςούς — бухг, расчётная книжка;
τρεχούμενος λογαριασμός — текущий счёт;
σύμφωνα με το λογαριασμόςό — по счёту;
5) перен. расчёт, намерение;όλοι μου οι λογαριασμόςοί ανετράπησαν — все мой расчёты лопнули;
§ δίνω λογαριασμόςό — давать отчёт, отчитываться;
έχω λογαριασμόςούς μ'αύτόν — у мена с ним свои счёты;
μπαίνω σε λογαριασμόςό — входить в колею;
χάνο τον λογαριασμόςό — а) запутываться в расчётах; — б) быть в замешательстве, выходить из колей;
αυτό είναι δικός μου λογαριασμός — это моё дело;
δεν βρίσκω λογαριασμόςό — я запутался;
δεν έρχομαι σε λογαριασμόςό — быть несговорчивым;
κανονίζω τούς λογαριασμόςούς — сводить счёты;
παίρνω σε λογαριασμόςό μου — принимать на свой счёт;
γιά λογαριασμόςό μου — а) на мой счёт, за мой счёт; — б) за меня;
(ανα)γράφω στο λογαριασμόςό του — записать на его счёт;
εξοφλώ λογαριασμόςό — заплатить по счёту, рассчитаться;
ο καθένας γιά λογαριασμόςό του — каждый на свой страх и
риск;οι καλοί λογαριασμόςοί κάνουν τούς καλούς φίλους — посл, счёт дружбы не портит;
κάνει το λογαριασμόςό (του) χωρίς τον ξενοδόχο — погов, а) рассчитать без хозяина; — г без меня меня женили; — б) просчитаться, недооценить трудностей
-
7 განკანონება
— (განვჰკანონებ) კანონის დადება მერჯულეთაგან მოსანანებლად ცოდვისა, налагать эпитимью, κανονιζω.Грузинский толковый словарь с русскими комментариями > განკანონება
См. также в других словарях:
κανονίζω — measure pres subj act 1st sg κανονίζω measure pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κανονίζω — κανονίζω, κανόνισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κανονίζω — (AM κανονίζω) [κανών] 1. ρυθμίζω, διευθετώ κάτι βάσει ορισμένου κανόνα, δηλ. υποδείγματος, μοντέλου, προτύπου, τακτοποιώ, ρυθμίζω 2. επιβάλλω ορισμένους κανόνες σε κάτι νεοελλ. 1. καθορίζω κάτι επακριβώς, με λεπτομέρειες («κανονίζω το πρόγραμμα… … Dictionary of Greek
κανονίζω — κανόνισα, κανονίστηκα, κανονισμένος 1. ρυθμίζω, τακτοποιώ: Κανόνισα την ένταση του ηλεκτρικού ρεύματος. 2. καθορίζω ακριβώς: Κανόνισα το πρόγραμμα των εξετάσεων. 3. τιμωρώ κάποιον, τον συγυρίζω: Έννοια σου και θα σε κανονίσω εγώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κανονίσω — κανονίζω measure aor subj act 1st sg κανονίζω measure fut ind act 1st sg κανονίζω measure aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κανονίσῃ — κανονίζω measure aor subj mid 2nd sg κανονίζω measure aor subj act 3rd sg κανονίζω measure fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεκανονισμένα — κανονίζω measure perf part mp neut nom/voc/acc pl κεκανονισμένᾱ , κανονίζω measure perf part mp fem nom/voc/acc dual κεκανονισμένᾱ , κανονίζω measure perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κανονιεῖ — κανονίζω measure fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) κανονίζω measure fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κανονιζομένων — κανονίζω measure pres part mp fem gen pl κανονίζω measure pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κανονιζόμενον — κανονίζω measure pres part mp masc acc sg κανονίζω measure pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κανονιζόντων — κανονίζω measure pres part act masc/neut gen pl κανονίζω measure pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)