-
1 blaho
καλός -
2 dobrý
καλός -
3 hezky
καλός -
4 notný
καλός -
5 řádný
καλός -
6 iyi
καλός, καλά, καλώς -
7 meymenet
καλός οιωνός -
8 nasır
κάλος, ρόζος -
9 хороший
επ., βρ: -ρόπΐ-έ, -ό.1. καλός•-человек καλός άνθρωπος•
-ая лошадь καλό άλογο•
хороший почерк καλός γραφικός χαρακτήρας•
-аппетит καλή όρεξη•
хороший совет καλή συμβουλή•
хороший конец καλό τέλος•
-ая мысль καλή σκέψη•
-пример καλό παράδειγμα•
-ее настроение καλή διάθεση•
-ая погода καλός καιρός.
|| πεπειραμένος, επιδέξιος• αριστοτέχνης•хороший организатор καλός οργανωτής•
хороший музыкант καλός μουσικός.
-ее ουσ. ουδ. το καλό.2. αρκετά μεγάλος σημαντικός• αρκετός•-ие деньги καλά χρήματα•
хороший рост καλό ανάστημα.
|| γερός, δυνατός•получить хороший насморк παίρνω γερό συνάχι.
3. όμορφος, ωραίος, θελκτικός, γοητευτικός.4. προσφιλής, αγαπητός.εκφρ.по -му – α) καλά, όπως πρέπει, β) με το καλό, ήρεμα, ήσυχα. -
10 хороший
хорош||ийприл καλός:\хороший голос ἡ καλή φωνή· \хорошийая погода ὁ καλός καιρός· \хороший человек ὁ καλός ἄνθρωπος· все это \хорошийό, но... ὅλα αὐτά καλά ἀλλά....· как она \хорошийа (собой)! τί ὅμορφη πού εἶναι!· ◊ \хорошийό знакомый ὁ πολύ γνωστός· πο· \хорошийему μέ τό κοιλό· желаю вам всего́ \хорошийего! χαίρετε!, στό καλό!· \хорошийее дело! ирон. ὠραΐα δουλειά· ну и хорош! ирон. καλός κι αὐτός!· что \хорошийего? τί καλά νέα ἔχουμε;· ничего́ \хорошийего τίποτα τό καλό· \хорошийего понемногу ἀνάργια ἀνάργια τό φιλί νἄχει καί νοστιμάδα· мы с ним очень \хорошийи́ ἔχουμε μ' αὐτόν πολύ καλές σχέσεις, τά ἔχουμε πολύ καλά. -
11 good
[ɡud] 1. comparative - better; adjective1) (well-behaved; not causing trouble etc: Be good!; She's a good baby.) καλός2) (correct, desirable etc: She was a good wife; good manners; good English.) σωστός3) (of high quality: good food/literature; His singing is very good.) καλής ποιότητας4) (skilful; able to do something well: a good doctor; good at tennis; good with children.) καλός, ικανός5) (kind: You've been very good to him; a good father.) καλός, ευγενικός6) (helpful; beneficial: Exercise is good for you.; Cheese is good for you.) ωφέλιμος7) (pleased, happy etc: I'm in a good mood today.) καλός8) (pleasant; enjoyable: to read a good book; Ice-cream is good to eat.) ευχάριστος9) (considerable; enough: a good salary; She talked a good deal of nonsense.) αρκετός10) (suitable: a good man for the job.) κατάλληλος11) (sound, fit: good health; good eyesight; a car in good condition.) γερός12) (sensible: Can you think of one good reason for doing that?) ικανοποιητικός13) (showing approval: We've had very good reports about you.) επιδοκιμαστικός14) (thorough: a good clean.) σε βάθος15) (healthy or in a positive mood: I don't feel very good this morning.) καλά2. noun1) (advantage or benefit: He worked for the good of the poor; for your own good; What's the good of a broken-down car?) καλό / όφελος2) (goodness: I always try to see the good in people.) καλοσύνη3. interjection(an expression of approval, gladness etc.) ωραία- goodness4. interjection((also my goodness) an expression of surprise etc.) θεέ μου!- goods- goody
- goodbye
- good-day
- good evening
- good-for-nothing
- good humour
- good-humoured
- good-humouredly
- good-looking
- good morning
- good afternoon
- good-day
- good evening
- good night
- good-natured
- goodwill
- good will
- good works
- as good as
- be as good as one's word
- be up to no good
- deliver the goods
- for good
- for goodness' sake
- good for
- good for you
- him
- Good Friday
- good gracious
- good heavens
- goodness gracious
- goodness me
- good old
- make good
- no good
- put in a good word for
- take something in good part
- take in good part
- thank goodness
- to the good -
12 добрый
επ., βρ: добр, добра, добро, добры κ. добры.1. καλός, αγαθός, καλόκαρδος, χρηστός•-ые люди καλοί άνθρωποι•
-ая душа καλή ψυχή•
-ое сердце καλή καρδιά•
вы слышном -ы είστε παραπάνω από καλός•
-ые дела, καλά έργα•
-ые отношения καλές σχέσεις.
2. ευχάριστος, αίσιος• ευνοϊκός•-ые известия ευχάριστα νέα.
|| (για ευχές) καλός•-ое утро, добрый день καλημέρα•
-ой ночь καληνύχτα•
добрый вечер καλησπέρα• (в) добрый час ώρα καλή• (в) путь καλό ταξείδι•
-го здоровья υγείαίνετε.
3. παλ. πολύ καλός, άριστος. || καλής ποιότητας.4. άμεμπτος, ακηλίδωτος•-ая память καλή ανάμνηση•
-ое имя καλό όνομα•
-ая слава καλή φήμη.
5. ολόκληρος, πλήρης•я просидел -ых два часа κάθησα δυό ολόκληρες ώρες.
|| πραγματικός.εκφρ.добрый малый – ανθρωπάκος, -άκι•всего -го – (ευχή) α) στο καλό. β) χαίρετε (αποχαιρετισμός)•чего -го – μπορεί, δυνατόν, πιθανόν•чего -го нас в дороге гроза застигнет – μπορεί να μας πιάσει θύελλα στο δρόμο•будьте -ы – έχετε τήν καλοσύνη νά..., ευαρεστηθείτε•по -ой воле – θεληματικά,εκουσίως• από καλή θέληση•люди -ой волы – άνθρωποι καλής θέλησης. -
13 сильный
επ., βρ: силенκ. силн, сильна, сильно, πλθ. сильны,1. δυνατός, ισχυρός, γερός•сильный человек δυνατός άνθρωπος•
-ая лошадь γερό άλογο•
-ая рука δυνατό χέρι•
-ая крепость ισχυρό φρούριο•
-ое государство ισχυρό κράτος•
сильный ученик γερός (καλός) μαθητής.
2. μεγάλος• σφοδρός• δριμύς•сильный ветер σφοδρός άνεμος•
-ое желание μεγάλη επιθυμία•
-ое лекарство δραστικό φάρμακο•
сильный запах βαριά (δριμεία) οσμή.
|| υγιής, γερός•-ые лгкие γερά πνευμόνια.
3. Μτφ. σταθερός, ακλόνητος•сильный человек -ой воли άνθρωπος με ισχυρή θέληση•
у него сильный характер αυτός έχει γερό χαρακτήρα.
4. καλός•сильный ученик δυνατός μαθητής•
-пловец καλός κολυμβητής.
εκφρ.-ые слова ή выражения – βαριά λόγια, βαριές φράσεις•сильный занимать (иметь) -ые позиции – έχω μεγάλα πόστα (έχω μεγάλη ισχύ)•иметь -уго руку – έχω μεγάλο μέσο ή μπάρμπα στην κορώνα. -
14 добродушный
-
15 добрый
добрый καλός, αγαθός ◇ в \добрый час! στο καλό!, ώρα καλή! всего \добрыйого! χαίρετε!, γεια χαρά будьте добры... έχετε την καλοσύνη να...* * *καλός, αγαθός••в до́брый час! — στο καλό!, ώρα καλή!
всего́ до́брого! — χαίρετε!, γεια χαρά
бу́дьте добры́... — έχετε την καλοσύνη να…
-
16 погода
погода ж о καιρός· хорошая \погода η καλοκαιρία, ο καλός καιρός· плохая \погода η κακοκαιρία, ο κακός (или άθλιος) καιρός· (сегодня) холодная \погода (σήμερα) κάνει κρύο· сегодня лётная (нелётная) \погода σήμερα ο καιρός είναι (δεν είναι) κατάλληλος για πτήση· прогноз \погодаы η πρόγνωση του καιρού* * *жο καιρόςхоро́шая пого́да — η καλοκαιρία, ο καλός καιρός
плоха́я пого́да — η κακοκαιρία, ο κακός ( или άθλιος) καιρός
(сего́дня) холо́дная пого́да — (σήμερα) κάνει κρύο
сего́дня лётная (нелётная) пого́да — σήμερα ο καιρός είναι (δεν είναι) κατάλληλος για πτήση
прогно́з пого́ды — η πρόγνωση του καιρού
-
17 славный
славный 1) (прославленный) ένδοξος, φημισμένος, ξακουστός 2) (хороший) καλός* * *1) ( прославленный) ένδοξος, φημισμένος, ξακουστός2) ( хороший) καλός -
18 хороший
-
19 добрый
добр||ыйприл καλός, ἀγαθός:\добрыйые люди οἱ καλοί ἀνθρωποι· \добрый человек ὁ ἀγαθός ἄνθρωπος· вы слишком \добрыйы ко мие μεγάλη ἡ καλωσύνη σας· ◊ \добрый малый καλός ἄνθρωπος, καλό παιδί, λεβεν-τόπαιδο· \добрыйое имя τό καλό ὀνομα, ἡ καλή φήμη· в \добрый час! ἡ ῶρα ἡ καλή! \добрыйое у́тро!, \добрый день! καλημέρα!· \добрый вечер! καλησπέρα (σας)!· \добрыйой но́чи! καληνύχτα!· всего́ \добрыйого! χαίρετε!, γεια χαρά!, καλή τύχη!· будьте \добрыйы! εὐαρε-στηθήτε νά!, ἐχετε τήν καλωσύνη νά!· \добрыйых три часа ὁλόκληρες τρεϊς ὠρες· чего́ \добрыйого он уедет μπορεί καί νά φύγει· \добрыйая половина τό μισό· по \добрыйой во́ле. εθελοντικά, ἐκούσια· люди \добрыйой воли οἱ ἄνθρωποι καλής θέλησης. -
20 неважный
επ., βρ: -жен, -жна, -жно.1. όχι σοβαρός, μη σπουδαίος, ασήμαντος, επουσιώδης, ανάξιος, -ιόλογος•неважный вопрос όχι σπουδαίο (ασήμαντο) ζήτημα•
это не -жно αυτό δεν είναι σπουδαίο.
2. όχι και καλός ή όχι εντελώς καλός•-ое здоровье όχι και καλή υγεία•
-ые дела όχι και καλές δουλιές ή υποθέσεις.
См. также в других словарях:
καλός — beautiful masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ., 101 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τεμένους του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 27 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τεμένους. 2.… … Dictionary of Greek
κάλος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ., 101 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τεμένους του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 27 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τεμένους. 2.… … Dictionary of Greek
καλός — ή, ό επίρρ. ά 1. ωραίος, όμορφος: Πήρε καλή γυναίκα. 2. αγαθός στην ψυχή, ενάρετος: Οι καλοί άνθρωποι ταλαιπωρούνται στον κόσμο αυτό. 3. αίσιος, ευχάριστος: Σου εύχομαι καλό ταξίδι. 1. το ουδ., καλό ως ουσ. έχει πολλές σημασίες: α. το αγαθό, τα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Καλὸς κἀγαθός — Kalos kagathos Kalos kagathos (en grec ancien : καλὸς κἀγαθός) est une expression idiomatique utilisée dans la littérature grecque antique. Cette locution est la forme abrégée (il s agit d une crase) de kalos kai agathos (καλὸς καὶ ἀγαθός),… … Wikipédia en Français
Καλός Αγρός — Sp Kalòs Ãgras Ap Καλός Αγρός/Kalos Agros L ŠR Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
κάλος — ο (λ. λατ.) 1. τύλος: Υπάρχουν φάρμακα για τους κάλους. 2. φρ., τον πάτησα στον κάλο, τον έθιξα στο πιο αδύνατό του σημείο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κάλος — κάλως reefing rope masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καλός Αγρός — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ., 1.216 κάτ.) του νομού Δράμας. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, 9 χλμ. ΝΔ της πόλης της Δράμας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Δράμας … Dictionary of Greek
Καλός Λάκκος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ακατοίκητος ορεινός οικισμός (υψόμ. 620 μ.) στην πρώην επαρχία Σητείας του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λεύκης. 2. Ακατοίκητος ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 470 … Dictionary of Greek
καλά — καλός beautiful neut nom/voc/acc pl καλά̱ , καλός beautiful fem nom/voc/acc dual καλά̱ , καλός beautiful fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)