-
1 glorious
ένδοξος -
2 доблестный
-
3 славный
славный 1) (прославленный) ένδοξος, φημισμένος, ξακουστός 2) (хороший) καλός* * *1) ( прославленный) ένδοξος, φημισμένος, ξακουστός2) ( хороший) καλός -
4 прославленный
прославленный1. прич. от прославить·2. прил ἐνδοξος, δοξασμένος:\прославленный герой ὁ ἐνδοξος ήρωας. -
5 доблестный
επ. -тен, тна, -тно (υψ. ύφος) αντρείος, γενναίος, ένδοξος, λαμπρός,δοξασμένος•-ые военные силы γενναίες στρατιωτικές δυνάμεις•
доблестный подвиг λαμπρό κατόρθωμα•
-ая армия ένδοξος στρατός.
|| εξαίρετος, εξαιρε• доблестныйτικός•доблестный муж λαμπρός σύζυγος.
|| ηρωικός•-ая защита ηρωική υπεράσπιση (αντίσταση)•
доблестный труд ηρωική δουλειά.
-
6 доблестный
доблестн||ыйприл ἀνδρεῖος, γενναίος / ήρωϊκός (героический)! Ενδοξος (славный):\доблестный труд ἡ ήρωϊκή δουλειά· \доблестныйые войска τά ἔνδοξα στρατεύματα. -
7 известный
извест||ныйприл1. (знакомый) γνωστός:вам \известныйеи этот человек? σᾶς εἶναι γνωστός αὐτός ὁ ἀνθρωπος;·2. (знаменитый) διάσημος, ὁνομαστός, ἐνδοξος:\известныйный художник ξακουστός καλλιτέχνης· это \известныйный скрипач εἶναι διάσημος βιολιστής·3. (определенный) ὁρισμένος:с \известныйной целью μέ ὁρισμένο σκοπό· в \известныйный час σέ ὁρισμένη ὠρα·4. (некоторый) κάποιος, μερικός:в \известныйных случаях σέ μερικές περιπτώσεις. -
8 прославиться
прославить||сяγίνομαι ἐνδοξος, δοξάζομαι. -
9 славный
славн||ыйприл1. (знаменитый) ἔνδοξος, διάσημος·2. (хороший) разг περίφημος, ἔξοχος, ἐξαίρετος:\славныйый милый περίφημο παιδί. -
10 glorious
1) (splendid; deserving great praise: a glorious career/victory.) ένδοξος, λαμπρός2) (very pleasant; delightful: glorious weather; Isn't the sunshine glorious?) υπέροχος -
11 славный
[σλάβνυΐ] επ. ένδοξος, έξοχος -
12 славный
[σλάβνυϊ] επ ένδοξος, έξοχος -
13 именитый
επ.-нит, -а, -о.1. παλ. υψηλά ιστάμενος στην κοινωνία, επιφανής.2. ονομαστός, ξακουστός, φημησμένος, περιώνυμος• ένδοξος. -
14 прославленный
επ. από μτχ.δοξασμένος, ένδοξος• περικλεής. -
15 славный
επ., βρ: -вен, -вна, -вно.1. ένδοξος•славный подвиг ένδοξο κατόρθωμα•
-ое имя ένδοξο όνομα.
|| διάσημος, φημισμένος, ονομαστός, πολύφημος, ξακουστός, -μένος.2. καλός, εξαιρετικός•-ая девушка εξαιρετικό κορίτσι (δεσποινίδα)•
-ая книга εξαιρετικό βιβλίο.
εκφρ.- ы бубны за горами – το άγνωστο πάντοτε μας φαίνεται καλύτερο. -
16 Celebrated
adj.P. and V. εὔδοξος, περίβλεπτος, διαπρεπής, ἐκπρεπής, ὀνομαστός, λαμπρός, ἐπίσημος, P. ἀξιόλογος, ἐπιφανής, εὐδόκιμος, περιβόητος, ἔνδοξος, διαφανής, ἐλλόγιμος, Ar. and V. κλεινός (Plat. also but rare P.), V. εὐκλεής; see Famous.Celebrated in song: Ar. πολύυμνος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Celebrated
-
17 Distinguished
adj.P. and V. εὔδοξος. περίβλεπτος, διαπρεπής, ἐκπρεπής, ὀνομαστός, λαμπρός, ἐπίσημος, P. ἀξιόλογος, ἐπιφανής, εὐδόκιμος, περιβόητος, ἔνδοξος, διαφανής, ἐλλόγιμος, Ar. and V. κλεινός (Plat. also but rare P.), V. εὐκλεής, ἔξοχος.Render distinguished service to: use P. μέγαλα εὐεργετεῖν (acc.) (Xen.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Distinguished
-
18 Eminent
adj.P. and V. εὔδοξος, περίβλεπτος, διαπρεπής, ἐκπρεπής, ὀνομαστός, λαμπρός, ἐπίσημος, P. ἀξιόλογος, ἐπιφανής, εὐδόκιμος, ἔνδοξος, διαφανής, ἐλλόγιμος, Ar. and V. κλεινός (Plat. also but rare P.), V. εὐκλεής.Pre-eminent: V. ἔξοχος; see pre-eminent, superior.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Eminent
-
19 Famous
adj.P. and V. εὔδοξος, περίβλεπτος, διαπρεπής, ἐκπρεπής, ὀνομαστός, λαμπρός, ἐπίσημος, P. ἀξιόλογος, ἐπιφανής, εὐδόκιμος, περιβόητος, ἔνδοξος, διαφανής, ἐλλόγιμος. Ar. and V. κλεινός (Plat. also but rare P.), V. εὐκλεής, πρεπτός.Be famous for.: P. and V. δόξαν ἔχειν (gen.).Splendid, fine: P. and V. λαμπρός.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Famous
-
20 Illustrious
adj.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Illustrious
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἔνδοξος — held in esteem masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ένδοξος — η, ο (AM ἔνδοξος, ον) 1. αυτός που έχει αποκτήσει δόξα, φημισμένος («τὸν ἔνδοξον Λόχον μιμήσατε», «τῶν ἐνδοξοτάτων ποιητῶν») 2. εκείνος που περιβάλλεται από δόξα, λαμπρός, μεγαλοπρεπής («ἡ ἔνδοξος εἰς Ἅιδου κάθοδος τοῡ Κυρίου», «ὁ Περικλής...… … Dictionary of Greek
ένδοξος — η, ο επίρρ. α που έχει δόξα, δοξασμένος, φημισμένος, ξακουστός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐνδοξότερον — ἔνδοξος held in esteem adverbial comp ἔνδοξος held in esteem masc acc comp sg ἔνδοξος held in esteem neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδοξοτάτων — ἔνδοξος held in esteem fem gen superl pl ἔνδοξος held in esteem masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδοξοτέραις — ἔνδοξος held in esteem fem dat comp pl ἐνδοξοτέρᾱͅς , ἔνδοξος held in esteem fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδοξοτέρων — ἔνδοξος held in esteem fem gen comp pl ἔνδοξος held in esteem masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδοξότατα — ἔνδοξος held in esteem adverbial superl ἔνδοξος held in esteem neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδοξότατον — ἔνδοξος held in esteem masc acc superl sg ἔνδοξος held in esteem neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδόξως — ἔνδοξος held in esteem adverbial ἔνδοξος held in esteem masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔνδοξον — ἔνδοξος held in esteem masc/fem acc sg ἔνδοξος held in esteem neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)