Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

καλός

  • 101 тёплый

    επ., βρ: тпел, тепла, тепло πλθ. теплы κ. теплы.
    1. ζεστός, θερμός. тёплый чай ζεστό τσάι•

    тёплый воздух ζεστός αέρας•

    -ая погода ζεστός καιρός•

    тплые страны οι θερμές χώρες•

    тёплый климат θερμό κλίμα•

    тёплый день ζεστή μέρα•

    -ые носки ζεστές κάλτσες.

    2. εγκάρδιος, φιλόφρονας, καλός•

    тёплый прим θερμή υποδοχή•

    спосибо вам за -ые слова σας ευχαριστώ για τα καλά σας λόγια•

    -ая дружба εγκάρδια φιλία.

    3. μτφ. ευχάριστος, ευάρεστος (για χρώμα, ήχο, μυρουδιά).
    εκφρ.
    - ые воды – θερμά ιαματικά νερά•
    - ая компания – στενή παρέα•
    сказать пару -ых слов – (απλ.) λέγω δυο λόγια τσουχτερά• μαλώνω κάποιον.

    Большой русско-греческий словарь > тёплый

  • 102 хозяин

    -а, πλθ. хозяева
    -зяев α.
    1. κύριος, ιδιοκτήτης, κτήτορας, αφεντικό• νοικοκύρης οικοδεσπότης•

    хозяин дома ο σπιτονοικοκύρης•

    хозяин замка πυργοδεσπότης•

    хозяин магазина ο μαγαζάτορας•

    хозяин предприятия ο επιχειτηματίας.

    || διαχειριστής•

    хозяин он плохой δεν είναι καλός νοικοκύρης. εξουσιαστής•

    хозяин положения κύριος της κατάστασης.

    || (προσφώνηση)• κύριε•

    хорошо жившь хозяин καλά ζεις, κύριε.

    2. ο σύζυγος.
    3. βλ. домовой (2 σημ.).
    4. (βιολ.)• οργανισμός στον οποίο ζει, το παράσιτο.
    εκφρ.
    быть -ом в собственном доме – είμαι κύριος (αφέντης) στο σπίτι μου•
    - ева поля – οι γηπεδούχοι (αθλητές, παίχτες).

    Большой русско-греческий словарь > хозяин

  • 103 хорошеть

    -ею, -ешь
    ρ.δ. γίνομαι καλός-ομορφαίνω, καλλιστεύω.

    Большой русско-греческий словарь > хорошеть

  • 104 человек

    α., πλθ. люди κ. παλ. чело-веки α. στις πλάγιες πτώσεις πλθ. человек, человекам, человеками, о человеках.
    1. άνθρωπος• πρόσωπο• άτομο• προσωπικότητα•

    добрый человек καλός (αγαθός) άνθρωπος•

    злой человек κακός άνθρωπος•

    человек военный ο στρατιωτικός•

    молодой человек ο νεολαίος•

    умный человек έξυπνος άνθρωπος•

    высокий (рослый) человек ψηλός άνθρωπος•

    знатный человек επιφανής προσωπικότητα•

    на этом бале было более ста человек σ αυτόν το χορό ήταν πάνω από εκατό άτομα•

    заплатить по три рубля с -а πληρώνω από τρία ρούβλια το άτομο•

    в семье человек семь человек η οικογένεια έχει εφτά μέλη (άτομα).

    2. παλ. υπηρέτης, υπάλληλος•

    он нанял себе -а αυτός προσέλαβε υπηρέτη.

    Большой русско-греческий словарь > человек

  • 105 что

    чего, чему, чем, о чём αντων.
    1. (ερωτηματική)• τι•

    что мне теперь сделать? τι να κάνω τώρα;•

    что случилось? τι συνέβηκε;•

    что вы сказали? τι είπατε;•

    что нового? τι νέα;•

    о чём вы говорите? για τι μιλάτε; (περί τίνος μιλάτε;)• о чём вы думаете? τι σκέπτεστε;•

    что это такое? τι ειν αυτό;•

    ну что? λοιπόν τι;

    2. (αναφ.) αυτό που, αυτό το οποίο• ό,τι•

    я знаю что вы хотите ξέρω, τι θέλετε•

    я знаю, о чём думаете ξέρω, τι σκέπτεστε•

    я вам прочту что вы хотите θα σας διαβάσω ό,τι εσείς θέλετε.

    3. (αναφ.) οποίος, -α, -ο• που•

    книга, что лежит на столе το βιβλίο, που είναι πάνω στο τραπέζι•

    то, что... αυτό, που...• я вижу то, что лежит на столе βλέπω αυτό, που είναι πάνω στο τραπέζι.

    4. γιατί•

    что вы такой грустный? γιατί είστε έτσι θλιμμένος;•

    что вы так долго не спите? γιατί τόση ώρα δεν κοιμάστε;•

    а что? και γιατί;

    5. επίρ. πόσο, τι•

    стоит эта книга? πόσο κοστίζει αυτό το βιβλίο.

    || πόσος, -η, -ο•

    что денег истрачено!πόσα χρήματα ξοδεύτηκαν!•

    что сил истрачено! πόσες δυνάμεις ξοδεύτηκαν! (πάνε χαμένες!).

    || όσος, -η, -ο•

    что было у меня сил όσες δυνάμεις είχα.

    6. κάτι (τι), τίποτε•

    если что знаешь, так скажи αν ξέρεις κάτι τι, πες το•

    что чуть, в случае чего, бегите за мной σε περίπτωση που συμβεί κάτι, τρέξτε σε μένα.

    7. τι•

    что за шум? τι θόρυβος είναι αυτός;•

    что толку; что пользы; что хорошето τι νόημα, τι όφελος, τι το καλό.

    8. ό,τι•

    всего что я знал, рассказал отцу όλα όσα ήξερα,τα είπα στον πατέρα.

    || ο οποίος, -α, -ο•

    старая черешня что посажена дедушкой η παλαιά κερασιά, που την είχε φυτέψει ο παππούς.

    εκφρ.
    а -? – και τι;•
    до чего... – α) εξαιρετικά•
    до чего хорош! – εξαιρετικά καλός (εξαίσιος), β) ως που, σε τι (ποιόν) βαθμό•
    до чего ты меня довл – σε τι βαθμό (κατάσταση) με έφερες ή με κατάντησες!•
    к чему – γιατί, προς τι, για ποιο λόγο ή σκοπό•
    не к чему – δεν έχει κανένα νόημα, δε χρειάζεται, σε τίποτε δεν ωφελεί•
    ни к чему – (ως κατηγ.)• δε χρειάζομαι•
    тебе, мальчик, домой уйти, а здесь ты ни к чему – εσύ, μικρέ, να πας στο σπίτι, εδώ εσύ δε χρειάζεσαι•
    с чего – από τι, από που και ως που, για ποιο λόγο, γιατί, που βασιζόμενος•
    ни за что – σε καμιά περίπτωση, με κανένα λόγο•
    ни за что и ни за что ни про что – τελείως άδικα, άδικα των αδίκων, στα χαμένα, μάταια• (уж) на что τόσο πολύ, σε τέτοιο βαθμό•
    хоть бы что – (ως κατηγ.) είναι τελείως αδιάφορο•
    чего-чего, а... – βρε, τι είν αυτό... что ли (ль) τι, μήπως•
    что бы ни.... – όλο, οποιοδήποτε•
    что бы... – είθε, μακάρι, άμποτε•
    что ты (вы)! – (για θαυμασμό, φόβο) τι λες (λέτε)! (ну) что ж (же) (ενδοτικό) λοιπόν, τι (να γίνει), άλλος δρόμος δεν υπάρχει,παρά να... что (это) за α) τι είν αυτό•
    что это за бумаги – τι χαρτιά είν αυτά. β) τι• (για θαυμασμό, αγανάκτηση κλπ.) что за день сегодня! τι μέρα σήμερα!•
    что за здание! – τι (ωραίο) κτίριο!•
    что говорить – τι να πεις (είναι καλό, σωστό, άμεμπτο)•
    что ни (на) есть – ό,τι υπάρχει και δεν υπάρχει (όλα παντελώς)•
    чем не – και τι δεν έχει για, τι δεν ταιριάζει για... чем он не учный? τι έχει αυτός, που δεν του ταιριάζει για επιστήμονας;•
    во что бы то ни стало – οπωσδήποτε, με οποιοδήποτε μέσο και τρόπο•
    ни во что не ставить ή считать – δεν τον έχω, θεωρώ για τίποτε•
    ни с чем уйти (остаться, вернуть(ся) – φεύγω, μένω, επιστρέφω με αδεινά τα χέρια (άπρακτος).
    ειδ. σύνδ.
    1. ότι, πως•

    я знаю что это правда ξέρω ότι αυτό είναι αλήθεια•

    говорят, что он болен λένε πως αυτός είναι άρρωστος.

    2. ότι, που•

    я счастлив что вас вижу είμαι ευτυχής που σας βλέπω.

    3. όπως, σαν.
    4. χρον. σύνδ. παλ. μόλις, ευθύς, άμα.
    5. σύνδ. διαχωριστικός• τι..., τι...• что в городе, что в деревне что одно и тоже τι στην πόλη, τι στο χωριό что ένα, και το ίδιο.
    6. μόριο (στα λαϊκά τραγούδια)• τι• (στην αρχή του στίχου).
    εκφρ.
    только и..., что – αποκλειστικά, μόνο (ότι).

    Большой русско-греческий словарь > что

  • 106 чудо

    -а, πλθ. чудеса, чудес
    -ами κ. чуда, чуд ουδ.
    1. (πλθ. чудеса) τα θαύματα•

    он верит в -са αυτός πιστεύει στα θαύματα-чудоса совершнные спасителем τα θαύματα που έκανε ο Χριστός (Σωτήρας).

    2. έργο υπέροχο•

    чудо ис-куства θαύμα Τέχνης•

    семь чудес света τα εφτά θαύματα (Τέχνης) του κόσμου.

    || κάθε υπέροχο, θαυμάσιο, εξαίσιο•

    чудо красоты θσ.ϋιχα ομορφιάς•

    -са героизма θαύματα ηρωισμού.

    3. επίρ. -ом α) με θαυμασμό, β) ως εκ θαύματος•

    он уцелел только -ом αυτός έμεινε σώος ως εκ θαύματος•

    -ом они спасены ως εκ θαύματος αυτοί σώθηκαν.

    εκφρ.
    чудо как... – θαύμα, θαυμάσια• στον υπέρτατο βαθμό, ώσπου δεν παίρνει άλλο•
    чудо как он хорош – καλός ώσπου δεν παίρνει, άλλο (θαύμα)•
    не чудо – δεν είναι Βσ.ύ\ία (παράξενο)• —годо (λκ. ποίηση) παρα-μυθέν ιο τέρας.

    Большой русско-греческий словарь > чудо

См. также в других словарях:

  • καλός — beautiful masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ., 101 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τεμένους του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 27 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τεμένους. 2.… …   Dictionary of Greek

  • κάλος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ., 101 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τεμένους του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 27 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τεμένους. 2.… …   Dictionary of Greek

  • καλός — ή, ό επίρρ. ά 1. ωραίος, όμορφος: Πήρε καλή γυναίκα. 2. αγαθός στην ψυχή, ενάρετος: Οι καλοί άνθρωποι ταλαιπωρούνται στον κόσμο αυτό. 3. αίσιος, ευχάριστος: Σου εύχομαι καλό ταξίδι. 1. το ουδ., καλό ως ουσ. έχει πολλές σημασίες: α. το αγαθό, τα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Καλὸς κἀγαθός — Kalos kagathos Kalos kagathos (en grec ancien : καλὸς κἀγαθός) est une expression idiomatique utilisée dans la littérature grecque antique. Cette locution est la forme abrégée (il s agit d une crase) de kalos kai agathos (καλὸς καὶ ἀγαθός),… …   Wikipédia en Français

  • Καλός Αγρός — Sp Kalòs Ãgras Ap Καλός Αγρός/Kalos Agros L ŠR Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • κάλος — ο (λ. λατ.) 1. τύλος: Υπάρχουν φάρμακα για τους κάλους. 2. φρ., τον πάτησα στον κάλο, τον έθιξα στο πιο αδύνατό του σημείο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κάλος — κάλως reefing rope masc nom sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καλός Αγρός — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ., 1.216 κάτ.) του νομού Δράμας. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, 9 χλμ. ΝΔ της πόλης της Δράμας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Δράμας …   Dictionary of Greek

  • Καλός Λάκκος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ακατοίκητος ορεινός οικισμός (υψόμ. 620 μ.) στην πρώην επαρχία Σητείας του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λεύκης. 2. Ακατοίκητος ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 470 …   Dictionary of Greek

  • καλά — καλός beautiful neut nom/voc/acc pl καλά̱ , καλός beautiful fem nom/voc/acc dual καλά̱ , καλός beautiful fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»