-
81 неплохой
επ., βρ: -плох, -а, -оόχι άσχημος- κακός• αρκετά καλός ικανοποιητικός. -
82 нехороший
επ., βρ: -рош, -а, -о.1. όχι καλός• κακός, άσχημος•-ал погода παλιόκαιρος•
нехороший сон άσχημο όνειρο.
2. δυσειδής. -
83 остаток
-тка α.1. υπόλειμμα• υπόλοιπο, απομεινάδι κομμάτι•остаток материи κομμάτι υφάσματος•
-и обеда αποφάγια•
-и питья αποπίματα, αποπότια, αποπιοτίδια•
остаток дня το υπόλοιπο της μέρας•
-и разбитой армии υπολείμματα του συντριμμένου στρατού•
-и долга υπόλοιπο χρέους.
2. υποστάθμη, ίζημα, κατακάθι.3. (μαθ.) το υπόλοιπο.εκφρ.без -тка – ολοκληρωμένος, τέλειος•человек без -тка – άνθρωπος ολοκληρωμένος (καλός σε όλχ του). -
84 отстрельщик
-а α.κυνηγός επαγγελματίας• καλός σκοπευτής. -
85 первейший
επ. υπερθ. β. του επ. первый.1. πρώτιστος, πρωταρχικός•-ее условие πρωταρχικός όρος•
-ая задача πρώτιστο καθήκο.
2. ο ο καλύτερος, ο πιο καλός, ο κάλλιστος. -
86 по
πρόθ.I.με δοτ., αιτ. κ. προθτ. πτώση είναι άτονη με εξαίρεση μόνο όταν ο τόνος ανεβαίνει από το ουσιαστικό στην πρόθεση π.χ. по лесу, по носу, по полю, по уши.1. (με δοτ.)• σημαίνει κίνηση στην επιφάνεια ή κατά μήκος του αντικειμένου, έκτασης, θέσης• επί, πάνω, στον, στη, στο κ.τ.τ.• гладить по голове χαϊδεύω στο κεφάλι•гулять по улицам κάνω περίπατο στους δρόμους•
ударить по столу кулаком χτυπώ τη γροθιά στο τραπέζι•
по краям дороги στις άκρες του δρόμου.
|| εναντίον, κατά•стрельба гитлеровцев по безоружным людям πυροβολισμοί των χιτλερικών κατά των άοπλων ανθρώπων.
|| μέσα, εντός, στο, στον, στην κ.τ.τ.• ходить по комнате κάνω βόλτες στο δωμάτιο•гулять по саду κάνω περίπατο στον κήπο.
|| (επανάλειψη ενέργειας)• στον, στην κ.τ.τ.• бегать по знакомым γυρίζω (συχνάζω) στους γνωστούς•ходить по театрам συχνάζω στα θέατρα.
2. (για διεύθυνση)• κατά•идти по ветру πηγαίνω κατά τη φορά του ανέμου (όπως φυσά ο άνεμος)•
идти по течению πηγαίνω κατά τον ρουν, όπως πάει το ρεύμα.
|| επί, σύμφωνα• με•идти по следам зверя πηγαίνω στα ίχνη του άγριου ζώου ή με τον τορό αυτού.
3. κατά, σύμφωνα με•уехать по совету врача φεύγω κατά τη συμβουλή του γιατρού•
по образцу κατά το παράδειγμα•
по силам κατά τις δυνάμεις•
уволиться по собственному желанию απολύομαι κατά θέληση μου ή με αίτηση μου•
разложить по сортам ταξινομώ κατά είδη•
по моде κατά τη μόδα•
по правилу σύμφωνα με τον κανόνα.
|| με, απο, εκ, εξ•он женился по любви αυτός παντρεύτηκε με αγάπη.
|| απο, εκ•судить по внешности κρίνω από την εξωτερική εμφάνιση•
знаю по книгам, по газетам γνωρίζω από τα βιβλία, τις εφημερίδες.
|| κατά, ως προς•добрый по характеру καλός κατά τον χαρακτήρα•
учитель по профессию δάσκαλος (κατά) το επάγγελμα.
|| (για σχέσεις) κατά, απο, εκ•брат по матери ομομήτριος αδερφός•
брат по отцу ομοπάτριος αδερφός•
родственники по матери συγγενείς από τη μητέρα.
4. με, απο, διά•отправить по почте στέλλω με το ταχυδρομείο (ταχυδρομικώς)•
говорить по телефону μιλώ από το τηλέφωνο•
передать по радио μεταδίνω από το ράδιο•
ориентироваться по компасу προσανατολίχομαι με την πυξίδα.
5. ένεκα, λόγω, εξ αιτίας, απο•по недосмотру από απροσεξία•
отсуствовать по болезни απουσιάζω λόγω ασθένειας•
ошибаться по рассеянности κάνω λάθος από αφηρεμάδα•
по привычке από συνήθεια.
6. για, δια, προς, με σκοπό•отряд по борьбе с бандитами απόσπασμα για τον αγώνα κατά των ληστών.
|| επί, στον, στην κ.τ.τ.• чемпион по классической борьбе πρωταθλητής της ελεύθερης (ελληνορωμαϊκής) πάλης. || (για τομέα σφαίρα έκτασης)• στον, στην κλπ., του, της κλπ.• приказ по полку διαταγή του συντάγματος•по фабрикам и заводам στις φάμπρικες και στα εργοστάσια.
7. (με ουσ. στον πλθ.)• κατά• κάθε•гулять по утрам κάνω περίπατο κάθε πρωί ή το πρωί•
по праздникам (κατά) τις γιορτές•
заниматься по ночам ασχολούμαι τα βράδυα•
цыплят по осени считают παρμ. τα πουλάκια το Φθινόπωρο τα μετράνε (στο τέλος ξυρίζουν το γαμπρό)•
приеду по весне θα έρθω κατά την Άνοιξη•
по десятому году στο δέκατο χρόνο.
8. από•по стаканчику από ένα ποτηράκι•
по рублю за штуку από ένα ρούβλι το κομμάτι•
по одному από ένα (στον καθένα)•
по разу από μια φορά (ο καθένας).
|| για•тоска по Родине νοσταλγία για την πατρίδα•
тосковать по детям νοσταλγώ τα παιδιά.
II.με αιτ.1. ως, έως, μέχρι•по колено ως το γόνα•
войти в воду по пояс μπαίνω στο νερό μέχρι τη μέση•
сыт по горло χορτάτος ως το λαιμό.
|| ως και, μέχρι και•прочитать с первой по четвртую главу διαβάζω από το πρώτο μέχρι το πέμπτο κεφάλαιο•
с детских лет по день его смерти από τα παιδικά χρόνια ως τη μέρα του θανάτου του•
по сей день μέχρι αυτή τη μέρα•
по сегодня ως τα σήμερα.
2. (για τόπο, χώρο, θέση κ.τ.τ.)• απο, στον, στην κ.τ.τ. сидеть по другую сторону стола κάθομαι από το άλλο μέρος του τραπεζιού•по левую руку από το αριστερό χέρι.
3. για•ходить по грибы πηγαίνω για μανιτάρια•
сходить по воду πηγαίνω για νερό.
III.με προθετική•1. μετά, ύστερα, έπειτα από•с полгода по смерти отца μισό χρόνο μετά το θάνατο του πατέρα.
2. για•скучать по отце νοσταλγώ τον πατέρα.
3. κατά, σύμφωνα προς• (για επιθυμία, συνήθεια κ.τ.τ.)• по них κατ αυτούς.εκφρ.по мне – κατ εμένα (κατά τη γνώμη μου, κατά την άποψή μου)•по дороге – στο δρόμο, καθ' οδόν. -
87 подобреть
ρ.σ. καλυτερεύω, γίνομαι καλός ή καλύτερος, αγαθός ή αγαθότερος. -
88 полезный
επ., βρ: -зен, -зна, -зноωφέλιμος, χρήσιμος• επωφελής• καλός•это -о для здоровья αυτό είναι καλό για την υγεία•
человек ωφέλιμος άνθρωπος•
соединять приятное с -ним συνδυάζω το τερπνό με το ωφέλιμο•
коэффициент -ого действия (τεχ.) συντελεστής απόδοσης.
εκφρ.чем я могу быть -зен? – σε τι μπορώ να σας φανώ χρήσιμος? -
89 порядочный
επ., βρ: -чен, -чна, -чно.1. έντιμος, τίμιος, χρηστός αξιοπρεπής. || παλ. ευγενής, ευγενικός.2. ικανοποιητικός, αρκετά καλός.3. αρκετά μεγάλος σημαντικός•-ое состояние αρκετά μεγάλη περιουσία.
|| πολύ μεγάλος•порядочный бездельник τεμπέλαρος, -λχανάς.
-
90 посредственный
επ., βρ: -вен, -венна, -о.1. μέτριος, μέσος, κοινός, συνηθισμένος• σχεδόν καλός•-ые знания μέτριες γνώσεις•
посредственный ответ ученика σχεδόν καλή απάντηση του μαθητή•
посредственный талант μέτριο ταλέντο.
2. έμμεσος, με μεσολάβηση. -
91 правильный
επ., βρ: -лен, -льна, -льно.1. σωστός, ορθός•-ое произношение σωστή προφορά•
правильный ответ σωστή απάντηση.
|| κανονικός, αρμονικός•-ое физическое развитие κανονική σωματική ανάπτυξη.
|| ομαλός•правильный глагол ομαλό ρήμα•
-ое спряжение ομαλή κλίση ρήματος.
2. πραγματικός, αληθινός. || καλός, δίκαιος, όπως πρέπει.3. ρυθμικός•-ое биение сердца κανονικός ο παλμός της καρδιάς.
4. συμμετρικός•правильный нос κανονική μύτη.
εκφρ.правильный многоугольник – (μαθ.) κανονικό πολύγωνο.επ.ομαλυντικός• λειαντικός. -
92 примета
-ы θ.1. σημείο, σημάδι, ένδειξη, διακριτικό γνώρισμα•особые -ы ιδιαίτερα διακριτικά•
по всем -ам καθ όλες τις ενδείξεις•
описание -мет περιγραφή χαρακτηριστικών.
2. οιωνός, σημάδι•хорошая примета καλός οιωνός•
дурная примета κακός οιωνός.
|| καιρικό σημάδι σύμπτωση.εκφρ.иметь на -е – αποσκοπώ, αποβλέπω βάζω στο μάτι•быть на -е – είμαι σεσημασμένος, σημαδιασμένος, σημαδιακός. -
93 светлый
επ., βρ: -тел, -тла, -тло.1. φωτεινός, φωτερός, φαεινός•-ая лампочка φωτεινή λαμπίτσα•
светлый зал φωτεινή αίθουσα•
день φωτόλουστη μέρα.
|| λαμπερός, γυαλιστερός•-ые пуговицы γυαλιστερά κουμπιά.
2. ανοιχτόχρωμος, ξανθόχρωμος•-ое пальто ανοιχτόχρωμο πανωφόρι.
3. διαυγής, πολύ καθαρός•-ое стекло πολύ καθαρό γυαλί•
-ая вода διαυγές νερό.
|| (για φωνή) καθαρός• υψηλός• μεταλλικός.4. ευφρόσυνος, ευχάριστος, χαρωπός• τερπνός•-ые воспоминания ευχάριστες αναμνήσεις.
6. μτφ. καλός, αγαθός, ωραίος• θετικός•-ые и тмные стороны жизни οι καλές και οι κακές πλευρές της ζωής ή οι θετικές και οι αρνητικές πλευρές της ζωής.
7. μτφ. καθαρός, διαυγής•светлый ум φωτεινός νους ή φωτεινό μυαλό.
8. πασχαλινός, λαμπριάτικος. -
94 семьянин
-а α.1. παλ. οικογενειάρχης ή φαμελιτης.2. καλός νοικοκύρης., -
95 складный
επ., βρ: -ден, -дна, -дно.1. καλοκαμωμένος, εύσωμος, ευσώματος.2. (για λόγο) ομαλός, στρωτός• ρυθμικός. || (μουσ.) αρμονικός.3. καλός, ευνοίκός. || άνετος, βολικός. -
96 славный
επ., βρ: -вен, -вна, -вно.1. ένδοξος•славный подвиг ένδοξο κατόρθωμα•
-ое имя ένδοξο όνομα.
|| διάσημος, φημισμένος, ονομαστός, πολύφημος, ξακουστός, -μένος.2. καλός, εξαιρετικός•-ая девушка εξαιρετικό κορίτσι (δεσποινίδα)•
-ая книга εξαιρετικό βιβλίο.
εκφρ.- ы бубны за горами – το άγνωστο πάντοτε μας φαίνεται καλύτερο. -
97 сладкий
επ., βρ: -док, -дка, -дко, слаще; сладчайший.1. γλυκός•сладкий чай γλυκό τσάι•
плод γλυκός καρπός•
-ое вино γλυκό κρασί.
2. ουσ. ουδ-ое το γλύκισμα•обед без -ого γεύμα χωρίς γλύκισμα.
3. μτφ. καλός, ευχάριστος• απολαυστικός•-ая жизнь απολαυστική ζωή•
-ие грзы όνειρα γλυκά•
сладкий сон γλυκός ύπνος•
сладкий звук γλυκός ήχος.
4. μτφ. παρατραβηγμένος, υπέρ το δέον•-ие слова γλυκόλογα.
5. γλυκός (μη αρμυρός, μη καυτερός κ.τ.τ.)• сладкий сыр γλυκό κασέρι (μη αρμυρό)•сладкий перец πιπέρι μη καυτερό•
-ое масло βούτυρο ανάλατο.
-
98 сносный
επ., βρ: -сен, -сна, -сноυποφερτός• ανεκτός•-ая жизнь υποφερτή ζωή•
-ые условия υποφερτές συνθήκες.
|| καλός, μέτριος• ικανοποιητικός. || για χάλασμα, για γκρέμισμα• κατεδαφιστέος•сносный дом κατεδαφιστέο σπίτι.
-
99 такт
такт 1-а α.(μουσ.) ρυθμός, χρόνος•играть в такт παίζω με χρόνο.
|| το μέτρο (οι κάθετες γραμμές).εκφρ.в такт – ρυθμικά: выбивать такт χτυπώ ρυθμικά (τα πόδια)•отбивать - – δείχνω το ρυθμό με χτύπους ή κίνηση των χε-ρ ιών.такт 2-а α.το τακτ, ο καλός (λεπτός)τρόπος συμπεριφοράς•педагогический такт το παιδαγωγικό τακτ.
-
100 теплопроводный
επ.θερμαγωγός, καλός αγωγός θερμότητας.
См. также в других словарях:
καλός — beautiful masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ., 101 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τεμένους του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 27 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τεμένους. 2.… … Dictionary of Greek
κάλος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ., 101 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τεμένους του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 27 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τεμένους. 2.… … Dictionary of Greek
καλός — ή, ό επίρρ. ά 1. ωραίος, όμορφος: Πήρε καλή γυναίκα. 2. αγαθός στην ψυχή, ενάρετος: Οι καλοί άνθρωποι ταλαιπωρούνται στον κόσμο αυτό. 3. αίσιος, ευχάριστος: Σου εύχομαι καλό ταξίδι. 1. το ουδ., καλό ως ουσ. έχει πολλές σημασίες: α. το αγαθό, τα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Καλὸς κἀγαθός — Kalos kagathos Kalos kagathos (en grec ancien : καλὸς κἀγαθός) est une expression idiomatique utilisée dans la littérature grecque antique. Cette locution est la forme abrégée (il s agit d une crase) de kalos kai agathos (καλὸς καὶ ἀγαθός),… … Wikipédia en Français
Καλός Αγρός — Sp Kalòs Ãgras Ap Καλός Αγρός/Kalos Agros L ŠR Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
κάλος — ο (λ. λατ.) 1. τύλος: Υπάρχουν φάρμακα για τους κάλους. 2. φρ., τον πάτησα στον κάλο, τον έθιξα στο πιο αδύνατό του σημείο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κάλος — κάλως reefing rope masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καλός Αγρός — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ., 1.216 κάτ.) του νομού Δράμας. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, 9 χλμ. ΝΔ της πόλης της Δράμας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Δράμας … Dictionary of Greek
Καλός Λάκκος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ακατοίκητος ορεινός οικισμός (υψόμ. 620 μ.) στην πρώην επαρχία Σητείας του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λεύκης. 2. Ακατοίκητος ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 470 … Dictionary of Greek
καλά — καλός beautiful neut nom/voc/acc pl καλά̱ , καλός beautiful fem nom/voc/acc dual καλά̱ , καλός beautiful fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)