Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

καλός

  • 61 добродушный

    επ., βρ: -шен, -шна, -шно; αγαθός, καλός, άκακος, φιλάγαθος, καλοκάγαθος, καλόψυχος.

    Большой русско-греческий словарь > добродушный

  • 62 душевный

    επ.
    1. ψυχικός•

    -ое потрясение ψυχικός κλονισμός•

    с -ым прискорбием με θλιμμένη την ψυχή•

    -ое спокойствие ψυχική γαλήνη, ψυχική λύτρωση (σωτηρία)•

    -ое беспокойство ψυχική ταραχή (αγωνία, αδημονία)•

    -ая тревога ψυχικός τρόμος•

    душевный больной ψυχοπαθής.

    2. εγκάρδιος, ειλικρινής•

    душевный разговор εγκάρδια συνομιλία•

    -ая признательность ειλικρινής ευγνωμοσύνη.

    || καλός, χρηστός, φιλάγαθος, καλόψυχος•

    душевный человек καλόψυχος άνθρωπος.

    εκφρ.
    -ые болезни (ή заболевания) – ψυχικές ασθένειες.

    Большой русско-греческий словарь > душевный

  • 63 жених

    α.
    αρραβωνιαστικός, μνηστήρας, ο καλός. || εργένης, μπεκιάρης, παλικάρι.
    εκφρ.
    смотреть -ом – φαίνομαι σαν γαμπρός, έχω παρουσιαστικό γαμπρού.

    Большой русско-греческий словарь > жених

  • 64 звукопроводящий

    επ.
    καλός αγωγός ήχου.

    Большой русско-греческий словарь > звукопроводящий

  • 65 изрядный

    επ., βρ: -ден, -дна, -дно.
    1. καλός.
    2. σημαντικός, μεγάλος.

    Большой русско-греческий словарь > изрядный

  • 66 испорченный

    επ. από μτχ.
    1. χαλασμένος, άχρηστος, αχρηστεμένος•

    испорченный замок χαλασμένη κλειδωνιά.

    2. μτφ. (για αισθήματα, πράξεις)• όχι καλός•

    -ое настроение χαλασμένη διάθεση•

    -ые отношения χαλασμένες σχέσεις.

    3. διεφθαρμένος, εξαχρειωμένος.
    4. σάπιος, σαπρός•

    -ые продукты χαλασμένα τρόφιμα.

    Большой русско-греческий словарь > испорченный

  • 67 какой

    αντων.
    1. (ερωτηματική) ποιος; τι;
    какой ваш любимый цвет? ποιο χρώμα σας αρέσει περισαότερο;•

    -го вы мнения о нём τι γνώμη έχετε γι αυτόν;•

    -ая нужда мне знать τι ανάγκη έχω να ξέρω•

    к -ому выводу пришли? Σε τι συμπέρασμα κατα/.ήζατε;•

    -ая польза мне от этого? τι ωφέλεια έχω εγώ απ αυτό;

    2. (περιφρονητικά) τι, τι είδους•

    какой он учёный τι επιστήμονας είναι αυτός.

    3. (αναφορ.) ποιος, τι•

    не знаю -ую книгу вам дать δεν γνωρίζω ποιο βιβλίο να σας δώσω.

    || που, οποίος•

    таких гвоздей -их вам нужно, у меня нет τέτοια καρφιά, που εσείς θέλετε, δεν έχω.

    4. ένας, κάποιος• οποιοσδήποτε. || (σε συνδυασμό με αρνητ. εκφράσεις: неизвестно: неведомо, не знаю κ.τ.τ.) για ποιόν, για τι•

    он поехал в афины неизвестно по -им делам αυτός πήγε στην Αθήνα, χωρίς να ξέρουμε για υποθέσεις (άγνωστο για τι).

    5. επιφ. τι•

    какой умный человек! τι έξυπνος άνθρωπος!•

    какой добрый! τι καλός!•

    -ое несчастие! τι δυστυχία!

    εκφρ.
    какой бы то ни был (было) – οποιοσδήποτε, καθένας, όποιος και να είναι•
    какой ни (на)есть – οποιοσδήποτε, όποιος να είναι, όποιος σας αρέσει•
    хоть какой ή какой хотите – οποιοδήποτε, όποιο θέλετε•
    из -ихπαλ. από ποιο κοινωνικό στρώμα•
    ни в -ую – με κανένα τρόπο, σε καμιά περίπτωση•
    где какой – ο καθένας εκεί που πρέπει•
    когда какой – το κάθε τι στον καιρό του•
    кому «• – ανάλογα με τον άνθρωπο•
    какой тут – άστ αυτά, έλα (σώπα) τώρα•
    какой там – τι είν αυτά (εκεί) που λες•
    какой там наши? – τι ζητάν οι δικοί μας εκεί;•
    -им образом? – πως; με τι τρόπο;

    Большой русско-греческий словарь > какой

  • 68 кандидатура

    θ.
    1. υποψηφιότητα•

    выставить чью-л. -у προτείνω για υποψήφιο•

    снять свою -у αποσύρω την υποψηφιότητα μου.

    2. υποψήφιος•

    подходящая кандидатура καλός υποψήφιος.

    Большой русско-греческий словарь > кандидатура

  • 69 клад

    α.
    1. θησαυρός•

    искать клад ψάχνω να βρω θησαυρό.

    2. πολύ καλός, μάλαμα•

    это не работник, а просто клад αυτός είναι εργάτης-μάλαμα ή εύρημα.

    Большой русско-греческий словарь > клад

  • 70 красный

    επ., βρ: -сен, -сни, -сно.
    1. κόκκινος, ερυθρός•

    -ое знамя κόκκινη σημαία•

    -цвет κόκκινο χρώμα.

    2. αριστερός (στις ιδέες).
    ουσ. ο αριστερός.
    3. παλ. καλός, όμορφος, ωραίος•

    -ая девица όμορφο κορίτσι.

    4. (λκ.. ποίηση) καθαρός, φωτεινός•

    красный день καθαρή μέρα.

    5. παλ. τιμητικός, επίσημος.
    εκφρ.
    - ая Армия – Κόκκινος Στρατός•
    - ое вино – βαθυκόκκινο κρασί•
    красный грибβλ. подосиновик• -ое дерево ανακάρδιο, ακάιο ξύλο, ακαγιού, μαόνι•
    красный зверь – το κυνήγι των πιο πολύτιμων αγρίων ζώων•
    - ая дичь – κυνήγι των πιο πολύτιμων αγρίων νηκτικών πτηνών•
    - ое каление – η κόκκινη πυράκτωση•
    - ая икра – κόκκινο χαβιαρι•
    красный крест – ερυθρός σταυρός•
    общество -го Креста и полумесяца – σύνδεσμος του Ερυθρού Σταυρού και Ημισελήνου•
    красный лесβλ. краснолесье• красный медь χαλκός αμιγής•
    - ая рыба – τα εκλεκτά ψάρια (οξύρρυγχος, ούσος κ. άλ.)• красный ряд παλ. η σειρά πωλητών υφασμάτων στην αγορά•
    красный товар – τα υφάσματα•
    - ое словцо – πετυχημένη λέξη η έκφραση•
    -ая строки ή строчка – αρχή παραγράφου, κόκκινη σειρά•
    красный уголок – κόκκινη γωνιά (ιδρύματος)•
    - ая цена – η ανώτατη τιμή (πράγματος)•
    -ой нитью проходить ή тянуться – περνώ σαν κόκκινη κλωστή (ξεχωρίζω)•
    под -ую шапку попасть ή угодитьπαλ. στρατεύομαι• στρατολογούμαι•
    красный звон – η πιο μεγάλη κωδωνοκρουσία•
    красный фонарьπαλ. κόκκινο φανάρι (οίκος ανοχής)•
    красный петухβλ. στη λ. петух• -о говорить μιλώ με ευφράδεια.

    Большой русско-греческий словарь > красный

  • 71 ладный

    επ., βρ: -ден, -дни, -дно.
    1. καλός, κανονικός• ομαλός. || καλοφτιαγμένος, κομψός.
    2. διορθωμένος, επισκευασμένος.
    3. (απλ.) δραστήριος, ενεργητικός.
    4. (απλ.) μονιασμένος, ομόψυχος, ομόγνωμος.
    5. αρμονικός, σύμφωνος.

    Большой русско-греческий словарь > ладный

  • 72 манить

    маню, манишь κ. παλ. манишь ρ.δ.μ.
    1. νεύω, κάνω νεύμα, γνέφω, κάνω νόημα•

    манить пальцем κάνω νεύμα με το δάχτυλο.

    2. μτφ. ελκύω, έλκω, προσελκύω, τραβώ•

    хорошая погода -ит на прогулку ο καλός καιρός τραβάει για περίπατο.

    || βαυκαλίζω, παρηγορώ•

    манить кого надеждой, обещаниями βαυκαλίζω κάποιον με την ελπίδα, με υποσχέσεις.

    Большой русско-греческий словарь > манить

  • 73 милашка

    α. κ. θ. (απλ.)
    1. χαριτωμένος, -η. || καλός, -ή•

    моя милашка καλέ μου.

    2. αγαπημένη, ερωμένη.

    Большой русско-греческий словарь > милашка

  • 74 милочка

    -и.
    1. θ. χαριτωμένη.
    2. α. κ. θ. αγαπητός, -ή, καλός, -ή, χρυσός, -ή.

    Большой русско-греческий словарь > милочка

  • 75 миляга

    α. κ. θ. (απλ.) χαριτωμένος, ωραίος, καλός, συμπαθητικός.

    Большой русско-греческий словарь > миляга

  • 76 мозоль

    θ.
    κάλος, ρόζος, τύλος.
    εκφρ.
    наступить на (любимую) мозоль кому – (απλ.) πατώ κάποιον στον κάλο (θίγω κάποιον σε ευπαθέζ σημείο).

    Большой русско-греческий словарь > мозоль

  • 77 наилучший

    επ. υπερθ. β. ο πιο καλός, ο καλύτερος, κάλλιστος, άριστος•

    товар -его качества εμπόρευμα άριστης ποιότητας•

    наилучший способ ο καλύτερος τρόπος•

    -им образом με τον καλύτερο τρόπο.

    εκφρ.
    всего -его – (ευχή σε αναχωρούντα) στο καλό (ευχή σε επιστολή) παν ποθητόν.

    Большой русско-греческий словарь > наилучший

  • 78 недобрый

    επ., βρ: -обр, -обра, -обро, πλθ. -обры όχι, καλός, όχι αγαθός κακός, αχρείος, φαύλος• εχθρικός, κακόβουλος• αντιπαθητικός•

    -ое чувство κακόβουλο αίσθημα•

    -ые намерения κακές διαθέσεις•

    -ое предчувствие κακή προαίσθηση•

    недобрый час κακή ώρα•

    недобрый сон κακό όνειρο;

    ουσ. -ое ουδ. το κακό•

    -ое что-то случилось κάτι το κακό συνέβηκε.

    Большой русско-греческий словарь > недобрый

  • 79 недурной

    επ., βρ: -рен, -рна, -рно.
    όχι άσχημος, αρκετά καλός•

    -ые манеры όχι άσχημοι τρόποι•

    недурной голос, αρκετά καλή φωνή.

    || αρκετά όμορφος ελκυστικός, γοητευτικός.

    Большой русско-греческий словарь > недурной

  • 80 нелестный

    επ., βρ: -тен, -тна, -тно
    όχι και καλός• λίγο άσχημος•

    -ая характеристика όχι και καλή (μέτρια) έκθεση (ποιόν).

    || αντιπαθής, -θητικός, δυσάρεστος.

    Большой русско-греческий словарь > нелестный

См. также в других словарях:

  • καλός — beautiful masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ., 101 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τεμένους του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 27 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τεμένους. 2.… …   Dictionary of Greek

  • κάλος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ., 101 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τεμένους του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 27 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τεμένους. 2.… …   Dictionary of Greek

  • καλός — ή, ό επίρρ. ά 1. ωραίος, όμορφος: Πήρε καλή γυναίκα. 2. αγαθός στην ψυχή, ενάρετος: Οι καλοί άνθρωποι ταλαιπωρούνται στον κόσμο αυτό. 3. αίσιος, ευχάριστος: Σου εύχομαι καλό ταξίδι. 1. το ουδ., καλό ως ουσ. έχει πολλές σημασίες: α. το αγαθό, τα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Καλὸς κἀγαθός — Kalos kagathos Kalos kagathos (en grec ancien : καλὸς κἀγαθός) est une expression idiomatique utilisée dans la littérature grecque antique. Cette locution est la forme abrégée (il s agit d une crase) de kalos kai agathos (καλὸς καὶ ἀγαθός),… …   Wikipédia en Français

  • Καλός Αγρός — Sp Kalòs Ãgras Ap Καλός Αγρός/Kalos Agros L ŠR Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • κάλος — ο (λ. λατ.) 1. τύλος: Υπάρχουν φάρμακα για τους κάλους. 2. φρ., τον πάτησα στον κάλο, τον έθιξα στο πιο αδύνατό του σημείο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κάλος — κάλως reefing rope masc nom sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καλός Αγρός — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ., 1.216 κάτ.) του νομού Δράμας. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, 9 χλμ. ΝΔ της πόλης της Δράμας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Δράμας …   Dictionary of Greek

  • Καλός Λάκκος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ακατοίκητος ορεινός οικισμός (υψόμ. 620 μ.) στην πρώην επαρχία Σητείας του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λεύκης. 2. Ακατοίκητος ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 470 …   Dictionary of Greek

  • καλά — καλός beautiful neut nom/voc/acc pl καλά̱ , καλός beautiful fem nom/voc/acc dual καλά̱ , καλός beautiful fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»