-
1 καινοτομίας
καινοτομίᾱς, καινοτομίαopening of new mines: fem acc plκαινοτομίᾱς, καινοτομίαopening of new mines: fem gen sg (attic doric aeolic) -
2 diehard
noun (a person who resists new ideas.) αδιάλλακτος,πολέμιος κάθε καινοτομίας -
3 οἰκεῖος
A in or of the house, once in Hes., ;λέβης A. Fr.1
; ; of or for household affairs, domestic (for οἰκηΐη, v. οἰκία II),τὰ οἰ.
household affairs, property,Hdt.
2.37, S.Ant. 661 ;τὰ οἰ. ἀγαθά X.Oec.9.18
; τὰ οἰ. τὰ αὑτοῦ his household goods, Lys.13.41 ; opp. πολιτικά, Th.2.40 ; opp. τὰ τῆς πόλεως, Pl.Ap. 23b.2 Astrol., οἰ. ζῴδια domiciliary signs, Vett.Val.37.21, al.II of persons, of the same household, family, or kin, related, ὥς οἱ ἐόντες οἰκήϊοι as being akin to him, Hdt.4.65 ; οἰκεῖον οὕτως οὐδὲν.. ὡς ἀνήρ τε καὶ γυνή so closely akin, Men.647 ; ἀνὴρ οἰ. kinsman, relative, near friend, Hdt.1.108 ; οἱ οἰ. kinsmen, opp. οἱ ἀλλότριοι, And.4.15, cf. Th.2.51 ; opp. ὀθνεῖοι, Pl. Prt. 316c ; οἱ ἑωυτοῦ οἰκηϊότατοι his own nearest kinsmen, Hdt.3.65, cf. 5.5, D.18.288 ; of the tie itself, κατὰ τὸ οἰ. Ἀτρεῖ because of his relationship to Atreus, Th.1.9.2 friendly,εἴχομέν ποτε.. τὸν τόπον τοῦτον οἰ. D.4.4
; .III of things. belonging to one's house or family, one's own (defined asὅταν ἐφ' αὑτῷ ᾖ ἀπαλλοτριῶσαι Arist.Rh. 1361a21
),οἰ. ἄρουραι Pi.O.12.19
;σταθμοῖς ἐν οἰκείοισι A.Pr. 398
; γῆ, χθών, S.Aj. 859,Ant. 1203 ; οἰκεῖον, ἢ 'ξ ἄλλου τινός ; born in the house, or.. ? Id.OT 1162 ; αἱ οἰ. πόλεις their own cities, X.HG3.5.2 ; ἡ οἰ. (sc. γῆ), [dialect] Ion.ἡ οἰκηΐη Hdt.1.64
; [ ἀναθήματα] οἰκήϊα his own property, ib.92 ; πόλεμοι οἰ. wars in one's own country, of the Helot war in Laconia, Th.1.118, cf.4.64 ;σῖτος οἰ. καὶ οὐκ ἐπακτός
homegrown,Id.
6.20.2 = ἴδιος, one's own, personal, private,οἰκείων κερδέων εἵνεκα Thgn.46
;ἐὼν ἐν κακῷ οἰκηΐῳ Hdt.1.45
, cf. 153, Antipho 1.13 ;αἱ χεῖρες -ότεραι τοῦ σιδήρου Id.4.3.3
; μηδὲν -οτέρᾳ τῇ ἀπολαύσει with enjoyment not more our own, Th.2.38, cf. 7.70 ;ἀλλοτρίας γῆς πέρι οἰ. κίνδυνον ἔχειν Id.3.13
; οἰ. ξύνεσις mother wit, Id.1.138 ; πρὸς οἰκείας χερός by his own hand, S.Ant. 1176, etc.; for A.Ag. 1220, v. βορά.b in Stoic Philos., endeared by nature to all animals, including man,τὸ πρῶτον οἰ.
what is earliest endeared,Chrysipp.Stoic.
3.43, Hierocl. p.7A.2 c. dat. rei, belonging to, conformable to the nature of a thing,προοίμιον οἰ. ἑκάστῳ Pl.Lg. 772e
, cf. R. 468d, al., and freq. in Arist., as EN 1098a29 : also c. gen.,τὰ αὐτῶν οἰ. Pl.Phd. 96d
;οἰ. τῆς διαλεκτικῆς Arist.Top. 101b2
, cf. EN 1096b31, Rh. 1360a22 ;οἰ. πρός τι Plb.5.105.1
.b of persons, c. gen., a student of..,σοφίας Str.17.1.5
; addicted to,καινοτομίας Iamb.VP 30.176
.3 proper, fit, οἰ. κατάγελως fit subject for ridicule, Men. 160 ; οἰ. ὄνομα a word in its proper, literal sense, opp. metaphor, Arist. Rh. 1404b35.B Adv. οἰκείως has the same senses as the Adj., οἰ φέρε bear it like your own affair, Ar.Th. 197 ; διαλέγεσθαι οἰ. τινί converse familiarly with him, Th.6.57 ;οἰ. χρῆσθαί τινι
to be on familiar terms,X.
HG2.3.16 ;οἰ. διακεῖσθαί τινι Id.An.7.5.16
;πρός τι Plb.13.1.2
;οἰ. δέχεσθαί τινας D.18.215
;οἰ. ἔχειν τινί Id.4.4
, etc.: [comp] Comp.- ότερον Is. 1.49
; : [comp] Sup.- ότατα Plb.5.106.4
.2 affectionately, dutifully,ἔθαψε, περιέστειλεν οἰ. Men. 325.12
, cf. Th.2.60.3 literally, actually, Gal.Phil.Hist.39 D.4 Astrol., οἰ. σχηματίζεσθαι, of a planet, to be in its domicile, Vett.Val. 58.27, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οἰκεῖος
См. также в других словарях:
καινοτομίας — καινοτομίᾱς , καινοτομία opening of new mines fem acc pl καινοτομίᾱς , καινοτομία opening of new mines fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
обь˫авлениѥ — ОБЬ˫АВЛЕНИ|Ѥ (1*), ˫А с. Обозначение, знак: и преже тако възвѣща ѥму. мни обь˫авленью вещi новорѣзанью. (τῆς ἐπιφανοῦς... καινοτομίας) ГБ XIV, 187б. Ср. обавлениѥ, объ˫авлениѥ1 … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
έκδοση — Η δημοσίευση ενός γραπτού κειμένου· η εκτύπωση και η διάδοση οποιουδήποτε κειμένου από εκδοτικό οργανισμό· οι διάφορες εκτυπώσεις ενός βιβλίου ή μιας εφημερίδας· το σύνολο των αντιτύπων του ίδιου έργου σε μία μόνο εκτύπωση. Επειδή στον όρο έ.… … Dictionary of Greek
διάλεκτος — Όρος που χρησιμοποιείται για να δηλώσει είτε ένα τοπικό γλωσσικό ιδίωμα σε αντιδιαστολή προς μία εθνική γλώσσα είτε μία ομάδα τοπικών ιδιωμάτων, τα οποία, πέρα από παραλλαγές, σημαντικές σε ορισμένες περιπτώσεις, περιέχουν κοινά φωνητικά,… … Dictionary of Greek
διαλεκτός — Όρος που χρησιμοποιείται για να δηλώσει είτε ένα τοπικό γλωσσικό ιδίωμα σε αντιδιαστολή προς μία εθνική γλώσσα είτε μία ομάδα τοπικών ιδιωμάτων, τα οποία, πέρα από παραλλαγές, σημαντικές σε ορισμένες περιπτώσεις, περιέχουν κοινά φωνητικά,… … Dictionary of Greek
εικονοκλαστικός — ή, ό (Μ εἰκονοκλαστικός, ή, όν) αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει στην εικονοκλασία ή στον εικονοκλάστη νεοελλ. αυτός που έχει χαρακτηριστικά καινοτομίας με πλήρη άρνηση τής παραδόσεως … Dictionary of Greek
κέρδος — Η διαφορά του κόστους από τα έσοδα που αποφέρει μια οικονομική δραστηριότητα, σύμφωνα με τη λογιστική έννοια, ή η αμοιβή της επιχειρηματικότητας ως συντελεστή παραγωγής, σύμφωνα με την οικονομική θεωρία. Στη λογιστική, το κ. καταγράφεται στην… … Dictionary of Greek
οικείος — α, ο (ΑΜ οἰκεῑος, α, ον, θηλ. και ος, Α ιων. τ. οἰκήϊος, η, ον) [οίκος] 1. αυτός που ανήκει στον οίκο, στην οικογένεια, οικογενειακός, σπιτικός (α. «λέβης οἰκεῑος», Σοφ. β. «τὰ οἰκεῑα τὰ ἑαυτοῡ» η οικογενειακή, η ιδιωτική περιουσία, το νοικοκυριό … Dictionary of Greek
συντηρητισμός — Πολιτική θέση που, αποδίδοντας μεγάλη αξία στα πολιτικά καθιερωμένα και στους κοινωνικούς θεσμούς που μεταβίβασε η παράδοση, γίνεται υπέρμαχος της διατήρησης τους, αποδεχόμενη πιθανές τροποποιήσεις τους μόνο με αυθόρμητη και βαθμιαία διαδικασία.… … Dictionary of Greek
Βάλιε Ινκλάν, Ραμόν Μαρία ντελ- — (Ramόn Maria del Valle Inclάn, Βαλιενουέβα ντε Αρόσα, Γαλικία 1866 – Σαντιάγκο ντε Κομποστέλα 1936). Ισπανός συγγραφέας. Φυσιογνωμία εκκεντρική, και ως άνθρωπος και ως λογοτέχνης, όχι τόσο για τη ζωή που έκανε (ταξίδι σε αναζήτηση τύχης στο… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek