Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

καινοτομίας

См. также в других словарях:

  • καινοτομίας — καινοτομίᾱς , καινοτομία opening of new mines fem acc pl καινοτομίᾱς , καινοτομία opening of new mines fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • обь˫авлениѥ — ОБЬ˫АВЛЕНИ|Ѥ (1*), ˫А с. Обозначение, знак: и преже тако възвѣща ѥму. мни обь˫авленью вещi новорѣзанью. (τῆς ἐπιφανοῦς... καινοτομίας) ГБ XIV, 187б. Ср. обавлениѥ, объ˫авлениѥ1 …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • έκδοση — Η δημοσίευση ενός γραπτού κειμένου· η εκτύπωση και η διάδοση οποιουδήποτε κειμένου από εκδοτικό οργανισμό· οι διάφορες εκτυπώσεις ενός βιβλίου ή μιας εφημερίδας· το σύνολο των αντιτύπων του ίδιου έργου σε μία μόνο εκτύπωση. Επειδή στον όρο έ.… …   Dictionary of Greek

  • διάλεκτος — Όρος που χρησιμοποιείται για να δηλώσει είτε ένα τοπικό γλωσσικό ιδίωμα σε αντιδιαστολή προς μία εθνική γλώσσα είτε μία ομάδα τοπικών ιδιωμάτων, τα οποία, πέρα από παραλλαγές, σημαντικές σε ορισμένες περιπτώσεις, περιέχουν κοινά φωνητικά,… …   Dictionary of Greek

  • διαλεκτός — Όρος που χρησιμοποιείται για να δηλώσει είτε ένα τοπικό γλωσσικό ιδίωμα σε αντιδιαστολή προς μία εθνική γλώσσα είτε μία ομάδα τοπικών ιδιωμάτων, τα οποία, πέρα από παραλλαγές, σημαντικές σε ορισμένες περιπτώσεις, περιέχουν κοινά φωνητικά,… …   Dictionary of Greek

  • εικονοκλαστικός — ή, ό (Μ εἰκονοκλαστικός, ή, όν) αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει στην εικονοκλασία ή στον εικονοκλάστη νεοελλ. αυτός που έχει χαρακτηριστικά καινοτομίας με πλήρη άρνηση τής παραδόσεως …   Dictionary of Greek

  • κέρδος — Η διαφορά του κόστους από τα έσοδα που αποφέρει μια οικονομική δραστηριότητα, σύμφωνα με τη λογιστική έννοια, ή η αμοιβή της επιχειρηματικότητας ως συντελεστή παραγωγής, σύμφωνα με την οικονομική θεωρία. Στη λογιστική, το κ. καταγράφεται στην… …   Dictionary of Greek

  • οικείος — α, ο (ΑΜ οἰκεῑος, α, ον, θηλ. και ος, Α ιων. τ. οἰκήϊος, η, ον) [οίκος] 1. αυτός που ανήκει στον οίκο, στην οικογένεια, οικογενειακός, σπιτικός (α. «λέβης οἰκεῑος», Σοφ. β. «τὰ οἰκεῑα τὰ ἑαυτοῡ» η οικογενειακή, η ιδιωτική περιουσία, το νοικοκυριό …   Dictionary of Greek

  • συντηρητισμός — Πολιτική θέση που, αποδίδοντας μεγάλη αξία στα πολιτικά καθιερωμένα και στους κοινωνικούς θεσμούς που μεταβίβασε η παράδοση, γίνεται υπέρμαχος της διατήρησης τους, αποδεχόμενη πιθανές τροποποιήσεις τους μόνο με αυθόρμητη και βαθμιαία διαδικασία.… …   Dictionary of Greek

  • Βάλιε Ινκλάν, Ραμόν Μαρία ντελ- — (Ramόn Maria del Valle Inclάn, Βαλιενουέβα ντε Αρόσα, Γαλικία 1866 – Σαντιάγκο ντε Κομποστέλα 1936). Ισπανός συγγραφέας. Φυσιογνωμία εκκεντρική, και ως άνθρωπος και ως λογοτέχνης, όχι τόσο για τη ζωή που έκανε (ταξίδι σε αναζήτηση τύχης στο… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»