-
1 κέρδεσσι
κέρδοςgain: neut dat pl (epic) -
2 αἰόλος
A quick-moving, nimble,πόδας αἰόλος ἵππος Il.19.404
; αἰόλαι εὐλαί wriggling worms, 22.509; σφῆκες μέσον αἰ. 12.167; ὄφις ib. 208;οἶστρος Od.22.300
, cf. Achae.48.2 as epith. of armour, glittering,τεύχεα Il.5.295
;σάκος 7.222
, 16.107; :—generally, changeful of hue, sheeny,δράκων Id.Tr.11
; αἰόλα νύξ star-spangled night, ib.94 (lyr.); αἰ. πυρὸς κάσις smoke flushed by fire-light, A.Th. 494; κύων αἰ. speckled, Call.Dian.91, etc.; αἰόλα σάρξ discoloured, S.Ph. 1157 (lyr.);ὀφθαλμοί Adam.1.8
, cf. 11.II metaph.,1 chequered,αἰόλ' ἀνθρώπων κακά A.Supp. 328
; changeful, (lyr.); (lyr.); νόμος Tclest.2;αἰόλα φωνέων Theoc.16.44
; αἰόλοι ἡμέραι changeable days, Arist.Pr. 941b24.2 shifty, slippery,ἔπος Sol.11.7
;ψεῦδος Pi.N. 8.25
;κέρδεσσι B.14.57
;μηχάνημα λυγκὸς αἰολώτερον Trag.Adesp. 349
.—Chiefly poet.B proparox. [full] Αἴολος, ου, ὁ, the lord of the winds, properly the Rapid or the Changeable, Od., etc.2 name of a kind of σκάρος, Nic. Thyat. ap. Ath.7.320c.
См. также в других словарях:
κέρδεσσι — κέρδος gain neut dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευτράπελος — η, ο (ΑΜ εὐτράπελος, ον Μ και εὐτράπηλος, ον) 1. (για πρόσ.) αυτός που αστειεύεται χαριτωμένα, με ευφυΐα, ο πνευματώδης, ο χαριτολόγος 2. γελοίος (α. «εὐτράπελόν ἐστι» β. «αυτά που λες είναι ευτράπελα») νεοελλ. 1. (για λόγο, ενέργεια ή κατάσταση) … Dictionary of Greek