Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κέρδεα

См. также в других словарях:

  • κέρδεα — κέρδος gain neut nom/voc/acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέρδε' — κέρδεα , κέρδος gain neut nom/voc/acc pl (epic ionic) κέρδει , κέρδος gain neut nom/voc/acc dual (attic epic) κέρδεϊ , κέρδος gain neut dat sg (epic ionic) κέρδει , κέρδος gain neut dat sg κέρδεε , κέρδος gain neut nom/voc/acc dual (epic ionic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέρδος — Η διαφορά του κόστους από τα έσοδα που αποφέρει μια οικονομική δραστηριότητα, σύμφωνα με τη λογιστική έννοια, ή η αμοιβή της επιχειρηματικότητας ως συντελεστή παραγωγής, σύμφωνα με την οικονομική θεωρία. Στη λογιστική, το κ. καταγράφεται στην… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»