-
1 срок
1. (период) η διάρκει/αη περίοδοςη προθεσμίατο όριοистечение - а λήξη/εκπνοή της - ας/προθεσμίαςпролонгация - а см. продление - адополнительный - η συμπληρωματική προθεσμία, η παράταση2. (дата) η ημερομηνίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > срок
-
2 измеритель
ο μετρητής. - видимости (метео) - ορατότητας- расхода (газа жидкости) - κατανάλωσης (αερίου, υγρού)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > измеритель
-
3 компрессор
ο συμπιεστήςразг. το κομπρεσέρ (ξεν.)навесной - с.-х. κρεμαστός -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > компрессор
-
4 прекращение
η παύση, η κατάπαυση, το σταμάτημα- подачи (воды энергии) η διακοπή παροχής (του νερού, της ενέργειας)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прекращение
-
5 реле
ο ηλεκτρονόμος, ο ρωστήρας, ο τηλεδιακόπτης, разг. το ρελέ (ξεν.)вызывное (тлф.) - κλίσης- γραμμήςнеполя-ризованное - ουδέτερος -, μη-πολωμένος -- έντασηςудерживающее (тлф.) - αναμονής- κράτησηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > реле
-
6 маломощиый
маломо́щи́||ыйприл ὀλιγοδύναμος, μικρβς ἰσχύος / φτωχός (бедный):\маломощиыйое крестьянское хозяйство τό φτωχό ἀγροτικό νοικοκυριό· \маломощиый двигатель κινητήρας μικράς ίσχύος. -
7 сверхмощиый
сверхмощи́||ыйприл τεραστίας ἰσχύος:\сверхмощиыйая гидростанция ὑδροηλεκτρικός σταθμός τεραστίας ἰσχύος. -
8 маломощный
επ., βρ: -щен, -щёна-щёно.1. αδύνατος, ανίσχυρος (φυσιολογικά).2. φτωχός.ουσ. --ая φτωχός, -ή• φτωχοαγρότης, -ισσα.3. μικρής ισχύος•маломощный мотор κινητήρας μικρής ισχύος.
-
9 малосильный
επ., βρ: -лен, -льна, -льно;1. αδύναμος, αδύνατος, ανίσχυρος.2. μικρής ισχύος•малосильный двигатель κινητήρας μικρής ισχύος.
-
10 многосильный
επ.μεγάλης ισχύος, πολλών ίππων•многосильный мотор κινητήρας μεγάλης ισχύος.
-
11 мощный
επ., βρ: -щен, -щёна, -щёно.1. ισχύρός, δυνατός• κραταιός•-ое государство ισχυρό κράτος•
мощный удар γερό χτύπημα.
2. μεγάλης ισχύος•мощный двигатель κινητήρας μεγάλης ισχύος.
3. εύρωστος, ρωμαλαίος, γερός.4. παχύς, χοντρός•мощный пласт антрацита παχύ στρώμα ανθρακίτη.
-
12 агрегат
1. тех. η μονάδα, το συγκρότημα (μηχανών)преобразовательный эл. - μετασχηματισμούпусковой ав. - εκκίνησης2. мин. το πρόσμειγμαη σύσταση (του ορυκτού)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > агрегат
-
13 варметр
ο μετρητής ισχύος (σε βάρια)το βαριόμετροРусско-греческий словарь научных и технических терминов > варметр
-
14 ватт-варметр
ο μετρητής ισχύος σε βατ και βάριατο βαριοβατόμετροРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ватт-варметр
-
15 ваттметр
το βατόμετροο μετρητής ισχύος σε βατРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ваттметр
-
16 виза
η άδει/α εισόδου (στη χώρα), η βίζα (ξεν.)транзитная - διέλευσης, τράνζιτ - (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > виза
-
17 время
1. (мера длительности происходящего, существующего) о χρόν/οςо καιρός, η διάρκειαс течением - ени με τον καιρό, με την πάροδο του - ου- вычисления - εκτέλεσης υπολογισμών, υπολογιστικός -гражданское - πολιτικός -, η πολιτική ώραистинное - астр. αληθής --среднее Гринвичское - см. всемирное -стояночное - οι ώρες αναμονής, η σταλία/οι στα-λίεςходовое - мор. πλεύσιμος -эфирное ο ραδιοχρόνος, η διάρκεια ραδιοεκπομπήςэфемеридное астр. - των (αστρο)εφημερίδων2. грам. о χρόνος 3. (период, эпоха) η εποχ/ήвремена года - ες του χρόνου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > время
-
18 выключатель
эл. о διακόπτηςвзрывозащищенный - προστατευμένος από έκρηξη/φλόγαмасляный - λαδιού, ο ελαιοδιακό-πτηςмногопозиционный - πολλών θέσεων, ρυθμιστικός -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выключатель
-
19 гироскоп
το γυροσκόπιοкорректировать - διορθώνω/ρυθμίζω τοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > гироскоп
-
20 группа
1. (совокупность чего-л., объединённых общим признаком, свойством и т.п. совокупность лиц связанных общей целью идеей и т.п.)η ομάδαсиловая - ав. το συγκρότημα ισχύος2. муз. το συγκρότημαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > группа
См. также в других словарях:
ισχύος, συντελεστής — Ο λόγος της μέσης ισχύος ενός εναλλασσόμενου ρεύματος προς το γινόμενο των ενεργών τιμών της τάσης (Uεv) και του ρεύματος (Ιεν). Αν το εναλλασσόμενο ρεύμα είναι ημιτονοειδές, τότε ο σ.ι. ισούται με το συνημίτονο της διαφοράς φάσης φ μεταξύ των… … Dictionary of Greek
ἰσχύος — ἰσχύς strength fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἴσχυος — Ἴσχυς gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίππος — I Μονάδα μέτρησης της ισχύος που συμβολίζεται με CV (γαλλικά, Cheval Vapeur) ή HP (αγγλικά, Horse Power). H μονάδα CV χρησιμοποιείται κυρίως για τη μέτρηση ισχύος μηχανών και ισούται με 75 χιλιογραμμόμετρα ανά δευτερόλεπτο ή 736 W. Ο βρετανικός ι … Dictionary of Greek
αεροπλάνο — Αεροσκάφος βαρύτερο από τον αέρα, που διατηρείται σε πτήση χάρη στην αεροδυναμική δράση που ασκείται πάνω στις πτέρυγές του, εξαιτίας της ταχύτητας που τού προσδίδει το σύστημα προώθησης. Υπάρχουν πολλοί τύποι επιβατικών, μεταφορικών και… … Dictionary of Greek
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
βατόμετρο — Όργανο το οποίο χρησιμοποιείται για τη μέτρηση της ηλεκτρικής ισχύος που απορροφά ένα ηλεκτρικό κύκλωμα. Ανάλογα με την αρχή λειτουργίας τους, τα β. διακρίνονται σε ηλεκτροδυναμικά, επαγωγικά, θερμικά κλπ. Το ηλεκτροδυναμικό β. αποτελείται από… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… … Dictionary of Greek
τηλεόραση — Μεταβίβαση σε απόσταση, μέσω καλώδιου ή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, και λήψη εικόνων. Η λειτουργία της τ. στηρίζεται σε ένα φυσικό φαινόμενο, που επιτρέπει τη μετατροπή των εικόνων σε ιδιαίτερη ηλεκτρική τάση. Ο σχηματισμός μιας ασπρόμαυρης… … Dictionary of Greek