-
1 θερσός
-
2 θέρσος
-
3 θάρσος
Grammatical information: n.Meaning: `confidence, courage, audacity' (Il.)Other forms: Att. θάρρος (partly a reshaping of hom. θάρσος etc. after Leumann Hom. Wörter 115), Aeol. θέρσος n.Compounds: Compp., e. g. εὑ-θαρσής `of good courage' (A.), θερσι-επής `talking courageously' (B.; on the 1. member Schwyzer 448).Derivatives: θαρσαλέος, - ρρ- `with confidence, courageous' (Il.; on the formation Chantraine Formation 253f.), Θερσίτης PN (Hom. etc.; Redard Les noms grecs en - της 196; cf Risch Gnomon 23, 160 and Bloch Mus. Helv. 12, 59), θαρσήεις `courageous' (Call., Nonn.; innovation, s. Schwyzer 527); denomin. verb θαρσέω, - ρρ-, aor. θαρσῆσαι `be courageous' (Il.; cf. Schwyzer 724, Chantraine Gramm. hom. 1, 349; hardly with Leumann l. c. from εὑθαρσέω with θαρρητικός (Arist.).Etymology: Beside θάρσος, θέρσος we have θρασύς `audacious, courageous, bold' (since Il.), often as 1. member, e. g. θρασυκάρδιος `with audacious heart' (Il.), Rhod. Θαρσύ-βιος, Ther. Θhαρ(ρ)ύ-μαqhος (cf. Bechtel KZ 51, 145; more forms in Schwyzer 284; on the short names are based Θρασύλος also Leumann Glotta 32, 216 and 223 n. 2); from it θρασύτης `boldness' (IA), Θρασώ surn. of Athena (Lyc.), denomin. verb θρασύνω, θαρσύνω, - ρρ- `encourage' (Il.) with θάρσυνος `with confidence' (Il.; best postverbal; cf. Schwyzer 491 and diff. interpretations); comp. θρασίων (Alcm.), θρασύτερος, - ύτατος (Att.); Seiler Steigerungsformen 55f. - Cf. also ἀτάσθαλος. With θρασύς agrees Skt. dhr̥sú- (gramm.); liter. is dhr̥ṣṇú- `bold' after dhr̥ṣ-ṇ-ó-ti `be audacious'. Full grade θέρσος, for which sec. θάρσος, θράσος through influence of θρασύς, has however in Skt. no agreement (one finds dhárṣa-; would be Gr. *θόρσος). On the other hand Greek replaced the primary verbs by the newly formed θαρσέω, θαρσύνω: Skt. dhr̥ṣ-ṇ-ó-ti, dhárṣati with the perf. da-dhárṣa = Germ., e. g. Goth. ga-dars `τολμῶ' (wold be Gr. *τέ-θορσ-α), Lith. (with infixed nasal) drį̃sti `dare' (\< IE *dhr̥-n-s-), with analog. present dręsù with the nouns drąsà `boldness', OLith. drįsùs (after drį̃sti. Very doubtful Toch. A tsraṣi, B tsir `strong' (Poucha Archiv Orientální 2, 326, ZDMG 93, 206); s. Pedersen Zur toch. Sprachgeschichte 19. - Further forms in Pok. 259, Mayrhofer Wb. 2, 112f., Fraenkel Lit. et. Wb. s. drąsùs, Vasmer Russ. et. Wb. s. derzkij; also W.-Hofmann s. īnfestus.Page in Frisk: 1,654-655Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > θάρσος
-
4 θάρσος
θάρσος, [dialect] Att. [full] θάρρος, [dialect] Aeol. [full] θέρσος (q.v.), εος, τό, ([etym.] θρασύς)A courage, Il.6.126; θ. τινός courage to do a thing, A.Ch.91, S.OC48: c. gen., courage against.., ;πρὸς τοὺς πολεμίους X.Cyr. 4.2.15
; θ. ἴσχε take courage! S.Ph. 807;θ. ἔχειν περί τινος Id.El. 412
;φρεσὶ θ. ἀέξειν Hes.Sc.96
;αἴρειν πρός τι E.IA 1598
;λαβεῖν Act.Ap. 28.15
; butθ. ἔλαβέ τινας Th.2.92
;θ. ἐμπνέειν Od.9.381
;ἐνὶ φρεσὶ θεῖναι 3.76
; τῷ δ' ἐνὶ θυμῷ θῆκε.. θ. 1.321;ἐν κραδίῃ βάλλειν Il.21.547
; παρασχεῖν, ἐμποιεῖν τινι, Th.6.68, X.An.6.5.17; θ. ἐγγίγνεται, ἐμπίπτει τινί, Id.Cyr.4.2.15, HG7.1.31;ἐμφύσεται Id.Cyr.5.2.32
;οὔτ' ἐλπίδος γὰρ οὔτε του δόξης ὁρῶ θ. παρ' ἡμῖν ὡς.. E.Hec. 371
: pl.,φόβοι καὶ θάρρη Arist.EN 1107a33
, cf. Pl.Prt. 360b.2 that which gives courage,ὀλολυγμόν.., θάρσος φίλοις A.Th. 270
, cf. 184: pl., θάρση grounds of confidence, E.IT 1281 (lyr.).II rarely in bad sense, = θράσος, audacity,θάρσος ἄητον ἔχουσα Il.21.395
; μυίης θάρσος ἐνὶ στήθεσσιν ἐνῆκεν the reckless persistence of a fly, 17.570.—On the diff. of θάρσος and θράσος, v. θράσος. -
5 θερσιεπής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θερσιεπής
-
6 θρασύς
A bold, chiefly of persons, Il.8.89, etc.; alsoθ. πόλεμος 6.254
, 10.28, Od.4.146;θρασειάων ἀπὸ χειρῶν 5.434
, Il.17.662, al.;θ. καρδία Pi.P.10.44
; (lyr.);ἐν τῷ ἔργῳ ἔργῳ θρασύς Hdt.7.49
; ἡ ἐλπὶς θρασεῖα τοῦ μέλλοντος full of confidence, Th.7.77;θρασὺς τὸ ἦθος Arist.Pol. 1315a11
.2 more freq. in bad sense, over-bold, rash,σὺν δ' ὁ θ. εἵπετ' Ὀδυσσεύς Od.10.436
(Sch. προπετής); Γοργόνες Pi.P.12.7
; audacious, arrogant, insolent, A.Pr. 180 (lyr.), Ar.Nu. 445 (anap.), etc.; Ἄρης.. πρὸς ἀλλήλους θ., of civil war, A.Eu. 863; γλώσσῃ θ. S.Aj. 1142;ἐν τοῖς λόγοις Id.Ph. 1307
;ἐπὶ τῶν λόγων D.Prooem.32
; ἀνομίᾳ θ. E.IT 275; πονηρὸς εἶ καὶ θ. Ar.Eq. 181; ;ἀλαζὼν ὁ θ. καὶ προσποιητικὸς ἀνδρείας Arist.EN 1115b29
; [ὅμοιόν τι ἔχει] ὁ θ. τῷ θαρραλέῳ ib. 1151b7; τὸ μὴ θ. modesty, A.Supp. 197: [comp] Comp. , Phld.Lib.p.61 O.: [comp] Sup.- ύτατος Isoc.12.133
, etc.II of things, to be ventured, c. inf., θρασύ μοι τόδ' εἰπεῖν this I am bold to say, Pi.N.7.50; οὐκ ἆρ' ἐκείνῳ γ' οὐδὲ προσμεῖξαι θρασύ; S.Ph. 106.III Adv. , etc.: [dialect] Aeol. [full] θροσέως Jo.Gramm. Comp.2.1: [comp] Comp. θρασύτερον too boldly, Th.8.103;- τέρως Phalar.Ep.34
: [comp] Sup.θρασύτατα Th.8.84
and (with v.l. -άτως) D.S.17.44: neut. as Adv.,ἀναιδὲς καὶ θρασὺ βλέπειν Cratin.24
D. (I.-E. dhers- in θέρσος (older than θάρσος and θράσος), dhṛs- in θρασύς, Skt. dhṛ[snull ]ṇú- 'bold', cf. Engl. dare, durst.)
См. также в других словарях:
θερσός — θερσός, ὁ (Α) το οπίσθιο μέρος τού άκρου τού ποδιού, ο ταρσός* … Dictionary of Greek
θέρσο — θέρσος, τὸ (Α) (αιολ. τ.) βλ. θάρσος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αιολ. τ. τού θάρσος*] … Dictionary of Greek
θάρσος — θάρσος, το (AM) θάρρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. θάρσος (αττ. θάρρος) με τα παράγωγα της καθώς και τους τ. που εμφανίζουν το ίδιο θέμα συνιστούν μια οικογένεια λέξεων, τών οποίων αντίστοιχα απαντούν και σε άλλες ΙΕ γλώσσες. Στην Ελληνική άλλοι τ. έχουν θ.… … Dictionary of Greek
ТЕРСИТ, ФЕРСИТ — •Thersītes, Θερσίτης ("дерзкий", от слова θέρσος = θάρσος), самый безобразный грек под Троей, дерзкий и злой крикун, человек… … Реальный словарь классических древностей
Терсит — • Thersītes, Θερσίτης («дерзкий», от слова θέρσος = θάρσος), самый безобразный грек под Троей, дерзкий и злой крикун, человек простого звания, которого Одиссей при всеобщем одобрении побил за поношение Агамемнона. Ноm. Il. 2, 212 слл … Реальный словарь классических древностей
θάρρος — Τίτλος διαφόρων ελληνικών εφημερίδων. Η πρώτη ήταν της Καλαμάτας (1899) που εξέδωσε ο Ιωάννης Αποστολάκης, και ακολούθησαν ομώνυμες των Τρικάλων (1908 41) του Λ.Ν. Κλειδωνόπουλου, της Σμύρνης (1910 22) του Σ. Σολωμωνίδη, του Πειραιά (1913 41) του … Dictionary of Greek
θερσιεπής — θερσιεπής, ές (Α) αυτός που μιλά με θάρρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέρσος, αιολ. τ. τού θάρσος, αττ. θάρρος + επής (< έπος), πρβλ. αμετρο επής, καλλι επής. Για τον σχηματισμό τού α συνθετικού πρβλ. δεξίδωρος, τερψίμβροτος] … Dictionary of Greek
θράσος — (I) το (ΑΜ θράσος) η τόλμη που ενέχει αναίδεια, αυθάδεια, η αδιαντροπιά, η ιταμότητα, ο κυνισμός, η παράλογη ορμητικότητα, το μεγαλύτερο από το επιτρεπόμενο θάρρος μσν. δύναμη, κυρίως η πηγή απ όπου αντλείται η δύναμη μσν. αρχ. τόλμη, αφοβία,… … Dictionary of Greek
Θηρίτας — Προσωνυμία του Ενυάλιου Άρη στη Λακωνία. Στον δρόμο για τη Θεράπνη υπήρχε αρχαιότατο ιερό του θεού, τον οποίον αποκαλούσαν έτσι από την τροφό του, Θρω. Σύμφωνα με άλλη άποψη η προσωνυμία προέρχεται από τη λέξη θηρίο και δηλώνει τον πολεμιστή που… … Dictionary of Greek
dhers- — dhers English meaning: to dare Deutsche Übersetzung: “wagen, kũhn sein”, älter “angreifen, losgehen” Note: (also with i , u extended) Material: O.Ind. dhr̥ṣ ṇō ti, dhárṣ ati “ is audacious, courageous, ventures”, dhr̥ṣu… … Proto-Indo-European etymological dictionary