Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

θέρσος

См. также в других словарях:

  • θερσός — θερσός, ὁ (Α) το οπίσθιο μέρος τού άκρου τού ποδιού, ο ταρσός* …   Dictionary of Greek

  • θέρσο — θέρσος, τὸ (Α) (αιολ. τ.) βλ. θάρσος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αιολ. τ. τού θάρσος*] …   Dictionary of Greek

  • θάρσος — θάρσος, το (AM) θάρρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. θάρσος (αττ. θάρρος) με τα παράγωγα της καθώς και τους τ. που εμφανίζουν το ίδιο θέμα συνιστούν μια οικογένεια λέξεων, τών οποίων αντίστοιχα απαντούν και σε άλλες ΙΕ γλώσσες. Στην Ελληνική άλλοι τ. έχουν θ.… …   Dictionary of Greek

  • ТЕРСИТ, ФЕРСИТ — •Thersītes, Θερσίτης ("дерзкий", от слова θέρσος = θάρσος), самый безобразный грек под Троей, дерзкий и злой крикун, человек… …   Реальный словарь классических древностей

  • Терсит —    • Thersītes,          Θερσίτης («дерзкий», от слова θέρσος = θάρσος), самый безобразный грек под Троей, дерзкий и злой крикун, человек простого звания, которого Одиссей при всеобщем одобрении побил за поношение Агамемнона. Ноm. Il. 2, 212 слл …   Реальный словарь классических древностей

  • θάρρος — Τίτλος διαφόρων ελληνικών εφημερίδων. Η πρώτη ήταν της Καλαμάτας (1899) που εξέδωσε ο Ιωάννης Αποστολάκης, και ακολούθησαν ομώνυμες των Τρικάλων (1908 41) του Λ.Ν. Κλειδωνόπουλου, της Σμύρνης (1910 22) του Σ. Σολωμωνίδη, του Πειραιά (1913 41) του …   Dictionary of Greek

  • θερσιεπής — θερσιεπής, ές (Α) αυτός που μιλά με θάρρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέρσος, αιολ. τ. τού θάρσος, αττ. θάρρος + επής (< έπος), πρβλ. αμετρο επής, καλλι επής. Για τον σχηματισμό τού α συνθετικού πρβλ. δεξίδωρος, τερψίμβροτος] …   Dictionary of Greek

  • θράσος — (I) το (ΑΜ θράσος) η τόλμη που ενέχει αναίδεια, αυθάδεια, η αδιαντροπιά, η ιταμότητα, ο κυνισμός, η παράλογη ορμητικότητα, το μεγαλύτερο από το επιτρεπόμενο θάρρος μσν. δύναμη, κυρίως η πηγή απ όπου αντλείται η δύναμη μσν. αρχ. τόλμη, αφοβία,… …   Dictionary of Greek

  • Θηρίτας — Προσωνυμία του Ενυάλιου Άρη στη Λακωνία. Στον δρόμο για τη Θεράπνη υπήρχε αρχαιότατο ιερό του θεού, τον οποίον αποκαλούσαν έτσι από την τροφό του, Θρω. Σύμφωνα με άλλη άποψη η προσωνυμία προέρχεται από τη λέξη θηρίο και δηλώνει τον πολεμιστή που… …   Dictionary of Greek

  • dhers- —     dhers     English meaning: to dare     Deutsche Übersetzung: “wagen, kũhn sein”, älter “angreifen, losgehen”     Note: (also with i , u extended)     Material: O.Ind. dhr̥ṣ ṇō ti, dhárṣ ati “ is audacious, courageous, ventures”, dhr̥ṣu… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»