-
1 θρασυτης
1) безмерная смелость(θ. ὑπερβολέ θράσους, sc. ἐστίν Plat.; θ. τὸ σφόδρα θαρρεῖν ἐστιν Arst.)
2) преимущ. дерзость, наглость(θ. καὴ τόλμη Lys. и θρασύτητες καὴ τόλμαι Isocr.; ἄνεσις καὴ θ. Plut.)
-
2 θρασύτης
-
3 θρασύτης
θρασύτηςover-boldness: fem nom sg -
4 θρασύτης
A over-boldness, Hp. Lex4, Th.2.61, Lys.3.45; θ., = τὸ σφόδρα θαρρεῖν, Arist.Rh. 1390a31, cf. EN 1108b31: pl., Isoc.4.77; ἀνδρεῖαι καὶ θ. D.Prooem.45.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θρασύτης
-
5 θρασύτης
θρασύτης, ητος, ἡ, Keckheit, Kühnheit -
6 θρασύτης
θρασύτης, ητος, ἡ (s. prec. entry; Thu. et al.) boldness, arrogance (Dio Chrys. 48 [65], 5; Sb 6026, 1 [III A.D.]; Philo, Spec. Leg. 3, 175 al.) B 20:1; D 5:1.—DELG s.v. θάρσος B. -
7 θρασύτητα
θρασύτηςover-boldness: fem acc sg -
8 θρασύτητας
θρασύτηςover-boldness: fem acc pl -
9 θρασύτητες
θρασύτηςover-boldness: fem nom /voc pl -
10 θρασύτητι
θρασύτηςover-boldness: fem dat sg -
11 θρασύτητος
θρασύτηςover-boldness: fem gen sg -
12 προ-πέτεια
προ-πέτεια, ἡ, das Vorwärtsfallen, das Vorwärtsgeneigtsein, bes. Vorschnellheit, Keckheit, Unbesonnenheit, καὶ ϑρασύτης Dem. 22, 63, u. öfter; προπετείας καὶ τῆς μεγίστης ἀπονοίας σημεῖον, 44, 58; oft Pol., der es mit προδοσία vrbdt, 10, 6, 2, S. Emp. oft.
-
13 τόλμα
τόλμα, ἡ, auch τόλμη, der Muth, Etwas zu unternehmen, Kühnheit, Dreistigkeit; Pind. τόλμα καὶ δύναμις ἕσποιτο, Ol. 9, 82; εὐϑεῖα, 13, 11; τόλμᾳ τε καὶ σϑένει, P. 10, 24, u. öfter; τόλμας ἀφαιρεῖν, Eur. Suppl. 465; τόλμης ἕκατι κἀδίκου φρονήματος, Aesch. Ch. 990; πῶς οὖν ὁ λῃστὴς ἐς τόδ ἂν τόλμης ἔβη, Soph. O. R. 125 u. öfter, wie Eur., σὺ τόλμαν τήνδ' ἔτλης ἀμήχανον Hec. 1123, τί τέρμα τόλμης γενήσεται Hipp. 937; τόλμης ἔργα κἀναισχυντίας, Ar. Th. 702; Her. 7, 135; καὶ ἀναίδεια, Dem.; Aesch. 1, 24; Plat. oft, καὶ ϑρασύτης, Lach. 197 b; καὶ ἀναισχυντία, Apol. 384; Folgde; auch das Unterfangen, das Wagniß, Aesch. Ch. 1025; als eigtl. att. gilt τόλμη, nach Ellendt überall bei den Tragg. herzustellen; doch findet sich τόλμα auch Eur. Andr. 702 Ion 1264. – Verwandt mit ΤΑΆΩ, ΤΑΛΑ'Ω, tolerare.
-
14 δειλία
-
15 ἀν-αίδεια
ἀν-αίδεια, ἡ, ep. ἀναιδείη, Ar. Daedal. frg. 29 auch ἀναιδεία, Schamlosigkeit, Unverschämtheit, Frechheit; Hom., ἀναιδείην ἐπιειμένος, angethan mit Frechheit, Il. 1, 149. 9, 372; ἀναιδείης ἐπιβῆναι, sich der Frechheit ergeben, Od. 22, 424; in Prosa, μετ' ἀναιδείας, unverschämt, Plat. Phaedr. 254 d; neben ἀναισχυντία u. ϑρασύτης Dem. 24, 29.
-
16 ἐργάσιμος
ἐργάσιμος, ον, zu bearbeiten, was bearbeitet werden kann, bes. vom Lande, urbar gemacht, χωρία Plat. Legg. I, 639 a; XII, 958 d; Xen. Cyr. 1, 4, 16; Theophr. u. Sp.; – thätig, arbeitend, ϑρασύτης Orph. H. 68, 11; τὸ ἐργάσιμον, die Arbeiter, App. B. C. 3, 72; γυναῖκες od. ἑταῖραι, öffentliche Huren, die ein Gewerbe damit treiben, Artemid. 1, 80.
-
17 ἐκ-κόπτω
ἐκ-κόπτω, aushauen, ausschlagen; ὀφϑαλμόν Dem. 24, 140; ἐξεκόπην τὸν ὀφϑαλμόν Ar. Nubb. 24; vgl. Aesch. 1, 172; Plut. Poplic. 16 u. a. Sp.; bei den Chirurgen = ausschneiden, vgl. Luc. Catapl. 24; umhauen, δένδρεα Her. 9, 97; τὰς ἐλάας Thuc. 6, 99; Lys. 7, 7; παράδεισον Xen. An. 1, 4, 10; – erbrechen, τὰς ϑύρας Lys. 3, 6; πύλας D. Sic. 14, 115; τὴν οἰκίαν Pol. 4, 3, 10; Plut. Aler. 12; – heraus-, herabwerfen, Xen. Hell. 7, 4, 32; von Soldaten, ibd. 26; τὰς ἀκροβολίσεις, zurückschlagen, Cyr. 6, 2, 15; ausrotten, tödten, ἄνδρας Her. 4, 110; λῃστάς Dem. 7, 4; oft bei Sp.; νήσους καὶ πόλεις, zerstören, Plut. Pomp. 24; χωρία D. Hal. 8, 87; ἀνϑρώπους τῆς πατρίδος Plut. Cic. et Dem. 6. – Uebertr., καί μου ἡ πρόσϑεν ϑρασύτης ἐξεκέκοπτο Plat. Charm. 155 c; φενακισμούς, vernichten, Din. 2, 4; αὐτῶν τὴν ἱεροσυλίαν Is. 8, 39; ἐκκέκομμαι τὴν φωνήν, die Stimme ist mir erloschen, Luc. Iup. trag. 16. – Bei Dem. 59, 98 = ἐκκολάπτω, austilgen, etwas in Stein Eingegrabenes. – Von Spielern, νικᾶν κύβοις, Alexis bei B. A. 92; – νόμισμα, prägen, D. Sic. 11, 26. – Bei K. S. = excommuniciren.
-
18 εκκοπτω
1) выбивать(ὀφθαλμόν Arph., Aeschin., Arst., Dem., Plut.; τὰ ἐδάφη τῶν νεῶν Plut.)
2) вырезывать, оперативно удалять3) отрезывать, отрубать(τέν δεξιὰν χεῖρα NT.)
4) вырубать, срубать(δένδρεα Her.; ἐλάας Thuc., Lys.; παράδεισον Xen.)
5) выламывать, взламывать(θύρας Lys.; πύλας Diod.)
6) разрушать, разорять(οἰκίας Polyb.; νήσους καὴ πόλεις Plut.)
7) ломать, разбирать(τὰ σκηνώματα Xen.)
8) отбивать, отражать(τὰς ἀκροβολίσεις Xen.)
9) сбрасывать, прогонять(τοὺς ἐπὴ τῷ λόφῳ, sc. πολεμίους Xen.)
10) истреблять, умерщвлять, убивать(ἄνδρας Her.; λῃστάς Dem.)
11) уничтожать, искоренять, подавлять(τέν αἰσθητικέν ἐνέργειαν Arst.; τὸ φίλαυτον ἑαυτῶν καὴ τέν οἴησιν Plut.)
ἥ θρασύτης μου ἐξεκέκοπτο Plat. — смелость моя пропала;ἐκκέκομμαι τέν φωνήν Luc. — у меня пропал голос12) соскабливать, стирать(τὸ ἐπὴ τῆς στήλης ὄνομα Arst.)
13) выбивать, чеканить(νόμισμα Diod.)
14) прогонять, нарушать(τὸν ὕπνον μερίμναις Plut.)
-
19 ξυναγειρω
(aor. συνήγειρα - эп. ξυνάγειρα)1) собирать, созывать(ἐκκλησίην Her.; τοὺς Ἕλληνας ἅπαντας Arph.)
συναγειρόμενοι и συναγρόμενοι Hom. — собравшиеся;σ. πολὺν βίοτον Hom. — накапливать большие богатства;κτήματ΄, ὅσα ξυναγείρατο Hom. — имущество, которое он нажил;σ. ἑαυτόν Plat. — собираться с силами, приходить в себя;ἥ θρασύτης ξυνηγείρετό μοι Plat. — я воспрянул духом2) набирать, снаряжать(στόλον Her.; στρατόν Xen.)
3) устраивать, учреждать(τόνδε τὸν ἀγῶνα Lys.)
-
20 προπετεια
ἥ1) стремительность, порывистость, тж. опрометчивость(π. καὴ θρασύτης Dem.)
2) непостоянство(προδοσία καὴ π. Polyb.)
- 1
- 2
См. также в других словарях:
θρασύτης — over boldness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρασύτητα — θρασύτης over boldness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρασύτητας — θρασύτης over boldness fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρασύτητες — θρασύτης over boldness fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρασύτητι — θρασύτης over boldness fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρασύτητος — θρασύτης over boldness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
боуѥсть — БОУѤСТ|Ь (43), И с. 1.Удаль, отвага, неустрашимость: имь же чтетсѩ [жертвенной кровью] б҃гыни. и си же д҃ва. ти же бо и. малакию чтоша. и буесть почтоша. (ϑρασύτητα) ГБ XIV, 16а; аще лучитсѩ и дв҃цамъ послужити арѳемидѣ. нагы не закрывающе… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
напрасньство — (13), А с. 1.Вспыльчивость, горячность: Иже причьтьникъ. въ сварѣ кого ѹдаривъ и отъ единого ѹдарени˫а ѹбиѥть. да извьржетьсѧ. за напрасньство своѥ. (διὰ τὴν πρоπέτειαν) КЕ XII, 18б; не помѧни г҃и... лѣностии моихъ и напрасньства. СбЯр XIII, 62;… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
γιγαντικός — ή, ό (Α γιγαντικός, ή, όν) αυτός που αναφέρεται ή ταιριάζει σε γίγαντες αρχ. τερατώδης, απάνθρωπος(«γιγαντική θρασύτης») … Dictionary of Greek
θρασύτητα — (Νομ.). Ποινικό αδίκημα που αναφέρεται στις απαγορευμένες υπαίθριες συναθροίσεις και αναλύεται σε δύο εγκλήματα, αντίστοιχα: την απλή συμμετοχή σε απαγορευθείσα συνάθροιση και την μη απομάκρυνση από συνάθροιση (τυχαία ή μη) έπειτα από τριπλή… … Dictionary of Greek
συναγείρω — ΝΜΑ συναθροίζω, συνάγω (α. «μπόρεσαν να συναγείρουν όλο τον κόσμο» β. «ξυνήγειρε θεοὺς πάντας ἐς τὴν... οἴκησιν», Πλάτ.) νεοελλ. καλώ αιφνιδίως σε σύναξη, σηκώνω στο πόδι αρχ. 1. μαζεύω στράτευμα («συναγείραντες τοὺς συμμάχους», Πολ.) 2. φέρνω… … Dictionary of Greek