-
81 выбросить
-ошу, -осишь, προστκ. выбрось, κ. выброси, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выброшенный, βρ: -шен, -а, -о, ρ.σ.μ.1. ρίχνω, πετώ έξω•он -ил окурок в окно αυτός πέταξε τη γόπα έξω από το παράθυρο•
выбросить мусор πετώ έξω τα σκουπίδια.
|| μτφ. διαγράφω, σβήνω, περικόπτω, απορρίπτω•в цензуре -ли основное η λογοκρισία απέρριψε το βασικό.
|| μτφ. σπαταλώ, ξοδεύω, δαπανώ άσκοπα, σκορπώ•выбросить зря деньги σπαταλώ τα χρήματα•
выбросить на ветер сто рублей σκορπίζω στον αέρα (εξανεμίζω) εκατό ρούβλια.
2. προτείνω, προβάλλω, τεντώνω, τινάζω•выбросить руку вправо τεντώνω το χέρι δεξιά•
-винтовку выбросить προτείνω το τουφέκι.
3. προπέμπω, προαποστέλλω, εξαποστέλλω.4. αναδίδω, εκφύω, βλαστίζω.5. βγάζω, ρίχνω•выбросить товары на рынок ρίχνω εμπορεύματα στην αγορά.
εκφρ.выбросить из головы, сердца, памяти – βγάζω από το κεφάλι (νου), την καρδιά, τη μνήμη (ξεχνώ)•-лозунг ή призыв – ρίχνω σύνθημα•выбросить на улицу – α) ρίχνω, πετώ στο δρόμο, διώχνω από το σπίτι, β) στερώ των μέσων ύπαρξης, πετώ στο δρόμο.ρίχνομαι, πηδώ κάτω•он -ился из окна αυτός ρίχτηκε (έπεσε) κάτω από το παράθυρο.
|| εξοκέλλω• προσαράσσω. || ξεσπώ, βγαίνω, πετάγομαι απότομα, με δύναμη (για καπνό, φλόγα, νερό κ.τ.τ.). -
82 вышний
-яя, -ее, επ. παλ.1. ψηλός, ουράνιος, θεϊκός•-яя сила ανώτερη (θεϊκή)δύναμη.
2. ανώτατος•-ее начальство ανώτατοι αξιωματούχοι.
3. ουσ. παλ. θεός, θεότητα. -
83 глотка
-и θ.1. φάρυγγας.2. (απλ.) λάρυγγας.εκφρ.во всю -у (орать, кричать,петь – κ.τ.τ.) μ’ όλη τη δύναμη της φωνής, ξελαρυγγίζομαι•взять (брать) за -у – πιάνω από το λαιμό, το λαρύγγι. -
84 голос
-а (-у), πλθ. голоса α.1. φωνή, φθόγγος•высокий голос ψηλή φωνή•
низкий голос χαμηλή φωνή•
тонкий голос ψιλή (λεπτή) φωνή•
голос соловья φωνή αηδονιού•
звонкий голос ηχηρή φωνή•
глухой -υπόκωφη φωνή•
мужской голос ανδρική φωνή•
женский голос γυναικεία φωνή•
узнать по -у γνωρίζω από τη φωνή•
во весь голос μ’ όλη τη δύναμη της φωνής, στεντόρεια•
прислушиваться к -у масс αφουγκράζομαι τη φωνή (γνώμη) των μαζών.
2. (μουσ.) φωνή•второй голос δεύτερη φωνή.
3. ήχος•голос ветра η βουή του ανέμου.
4. μτφ. υπαγόρευση•голос рассудка η φωνή της λογικής•
голос совести η φωνή της συνείδησης•
голос крови η φωνή του αίματος (εσωτερική παρόρμηση εκδίκησης φόνου)•
голос страсти η φωνή του πάθους.
5. η ψήφος•право -а δικαίωμα ψήφου•
решающий голос θετική ψήφος•
совещательный голос συμβουλευτική ψήφος•
лишать права на -а στερώ το δικαίωμα ψήφου (του εκλέγειν)•
произвести подсчет -ов κάνω διαλογή των ψήφων•
избрать большинством -ов εκλέγω με πλειοψηφία.
εκφρ.в голос ή не своим -ом кричать, плакать – μεγαλόφωνα, δυνατά κράζω, κλαίω• (все) в один голос (όλοι) με μια φωνή, ομόφωνα•в -е (быть) – ηχώ καλά•с -а учить, запоминать – φωναχτά μαθαίνω, απομνημονεύω•с чужого -а говорить – είμαι μεγάφωνο άλλου, είμαι φερέφωνο, δεν έχω δική μου γνώμη. -
85 двигательный
επ.1. κινητήριος•-ая сила η κινητήρια δύναμη.
2. κινητικός•-ые нервы κινητήρια νεύρα.
-
86 движущий
επ. από μτχ.κινητήριος•-ая сила κινητήρια δύναμη.
-
87 дебит
-а α.ισχύς, δύναμη, ενέργεια σε μονάδα χρόνου. -
88 деятельность
-и θ.1. δραστηριότητα, δράση•революционная деятельность επαναστατική δράση•
общественная деятельность κοινωνική δράση.
2. λειτουργία•деятельность сердца λειτουργία της καρδιάς•
высшая нервная деятельность η ανώτατη λειτουργία των νεύρων.
|| επίδραση, επενέργεια•разрушительная деятельность воды η καταστροφική ενεργής δύναμη του νερού.
-
89 дух
-а (-у) α.1. νους, διάνοια, νόηση, πνεύμα•в здоровом теле здоровый дух γερό μυαλό σε γερό κορμί•
в том же -е στο ίδιο πνεύμα•
в этом -е σ'αυτό το πνεύμα.
(φιλοσ.) το Πνεύμα•абсолютный дух το απόλυτο Πνεύμα.
|| (θρησκ.) ψυχή.2. ηθικό•боевой дух μαχητικό πνεύμα•
моральный дух το ηθικό•
дух войска το ηθικό του στρατεύματος, του στρατού•
сила -а ηθική δύναμη•
подъм -а ανέβασμα (άνοδος) ηθικού•
упадок -а πτώση ηθικού.
|| θάρρος•поднять дух ενθαρρύνω, εμψυχώνω•
не хватает -а δεν έχει το απαιτούμενο θάρρος.
3. νόημα, ουσία•это противоречит -у закона αυτό είναι! αντίθετο προς το πνεύμα του νόμου•
дух времени το πνεύμα των καιρών.
4. άυλη υπόσταση•добрый дух το αγαθό πνεύμα•
злой ή нечистый дух το κακό ή πονηρό πνεύμα (οι δαίμονες).
5. αναπνοή•дух захватывает (ή занимает, замирает) μου πιάνεται η αναπνοή•
затаить -κρατώ την ανάσα•
дайте перевести дух αφήστε με να πάρω αναπνοή,- ν' ανασάνω.
6. παλ. αέρας.7. μυρουδιά.8. (με σημ. κατηγ.) -ом γρήγορα, τάχιστα•скакать во весь дух καλπάζω στα τέσσερα•
он -ом ЭТО сделает αυτός θα το φτιάσει στο πι και στο φι.
|| με μια ανάσα, χωρίς διακοπή, μονοκοπανιά•он одним -ом выпил большой бокал αυτός έπιε ένα μεγάλο ποτήρι μονοκοπανιά.
εκφρ.святой – Αγιο Πνεύμα•святым -ом (узнать – κ.τ.τ.) άγνωστο από που το ξέρω•быть в -е – είμαι σε ευθυμία•быть не в -е – είμαι σε δυσθυμία, έχω κακοκεφιά•во весь дух ή что есть -у ( бежать, мчаться – κ.τ.τ.) ολοταχώς•быть на -у – εξομολογούμαι στον πνευματικό•как на -у – ειλικρινά, χωρίς να κρύψω τίποτε (σαν στον πνευματικό)•покаяться на -у – μεταμελούμαι στον πνευματικό•расположение ή состояние -а – ψυχική διάθεση•ни слуху ни -у – ούτε φωνή ούτε ακρόαση, μήτε φανιά μήτε λαλιά (κανένα σημείο ζωής)•чтобы -у не было – να μη μείνει ούτε ψυχή•дух противоречия – πνεύμα αντιλογίας. -
90 единение
-я ουδ.ένωση, ενότητα•в -и сила η ένωση κάνει τη δύναμη.
-
91 живой
επ., βρ: жив, -а, -о.1. ζωντανός•он еще жив αυτός είναι ακόμα ζωντανός•
-ая рыба ζωντανό ψάρι•
пока, жив буду όσο θα είμαι ζωντανός•
-ое существо ζωντανό πλάσμα•
живой труп ζωντανό πτώμα•
взять -ым πιάνω ζωντανό•
похоронили -го τον έθαψαν ζωντανό.
|| (με σημ. ουσ.) άνθρωπος ζωντανός•остаться в -ых μένω ζωντανός, επιζώ.
2. ζωικός, οργανικός•-ая природа ζωική φύση•
-ая материя ζωική ύλη.
|| ζωηρός•живой взгляд ζωηρή ματιά, ζωηρό βλέμμα•
живой интерес ζωηρό ενδιαφέρο•
смех ζωηρό γέλιο•
-ые глаза ζωηρά μάτια•
-ые краски ζωηρά χρώματα•
-ое воспоминание ζωηρή ανάμνηση.
|| ζωτικός, δραστήριος, ενεργητικός.3. πραγματικός, ζωντανός•живой пример ζωντανό παράδειγμα•
4. εκφραστικός• σαφής•-ое повествование εκφραστική διήγηση.
5. αξέχαστος, άσβεστος.εκφρ.живой вес – ζωντανό βάρος•- ая вода – το αθάνατο νερό•- ая изгородь – φράχτης με πράσινους θάμνους•- ые картины – ταμπλώ βιβάνживойая очередь προσωπική σειρά•живой портрет – ζωντανή προσωπογραφία•- ая рана – ανοιχτή πληγή•- ая связь – άμεση σύνδεση•- ая сила – ζωντανή δύναμη (ανθρώπων, ζώων), μη μηχανική•живой товар – δουλεμπόριο• σωματεμπόριο•живой ум – έξυπνος, εφευρετικός, ευφυής•- це цветы – φυσικά λουλούδια, όχι τεχνητά•-го места нет ή не остается – δεν μένει άθικτο (αβλαβές) μέρος•-ой рукой ή -ым духом ή -ым манером – πολύ γρήγορα• με ζωντάνια•на -ую руку – στα γρήγορα•ни -ой души – ούτε ψυχή, ούτε γατί•-ое место, – παλ. πιασμένη θέση•брать (взять) за - – όθ•задеть ή затронуть – κ.τ.τ. за -ое συγκινώ, προκαλώ ζωηρή εντύπωση, κεντώ, θίγω•на -ую нитку – (ραπτ.) α) τρύπωμα. β) μτφ. τσαπατσουλιά, προχειρότητα•по -ому резать – σκληρός ακόμα και ατούς δικούς•жив-здоров ή жив и здоров – σώος και αβλαβής•ни жив ни мертв – μισοπεθαμένος (από φόβο)•живой язык – ζωντανή γλώσσα (η ομιλούμενη). -
92 забить
-бью, -бьешь, προστκ. -бей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. забитый, βρ: -бит, -а, -о; ρ.σ.μ.1. μπήγω, καρφώνω•забить сваю μπήγω πάσσαλο•
забить гвозды χτυπώ καρφιά•
забить клин βάζω σφήνα.
(αθλτ.) βάζω, περνώ στο στόχο•гол βάζω γκολ, σημειώνω τέρμα•
забить шар в угол περνώ μέσα τη μπίλα (στο μπιλιάρδο).
2. κλείνω, σφαλίζω, σφραγίζω, ταπώνω, βουλώνω• εμ-φράζω, φράζω•забить окна досками κλείνω τα παράθυρα με σανίδες•
забить щели паклей βουλώνω τις χαραμάδες με στουπί•
забить проход εμφράζω τη δίοδο.
|| μπουκώνω. || γεμίζω, καργάρω•забить сарай γεμίζω κάργα την ξυλαποθήκη με καυσόξυλα.
3. ξεμπερδεύω, ξεκάνω ξυλοκοπώντας.4. αποβλακώνω, ξεκουτιαίνω.5. πνίγω, εμποδίζω την ανάπτυξη•сорняки -ли всходы τα ζιζάνια έπνιξαν τις φύτρες.
|| ξεπερνώ, υπερτερώ•этот инженер всех забьет αυτός ο μηχανικός θα τους φάει όλους.
6. σκοτώνω, φονεύω (στο κυνήγι, στον πόλεμο κ.τ.τ.).7. αρχίζω να χτυπώ•-ли барабаны άρχισαν να χτυπούν τα τύμπανα•
забить тревогу αρχίζω να χτυπώ συναγερμό.
|| αρχίζω να τουφεκίζω. || ηχώ, χτυπώ, βγαίνω, εξέρχομαι με δύναμη. || προκαλώ τρόμο, τρεμούλα.εκφρ.забить голову кому – συσκοτίζω το μυαλό κάποιου•ему -ли голову метафизикой – τού ‘σχισαν το κεφάλι με τη μεταφυσική•забить в себе в голову – τυπώνω στο μυαλό, μου κολλά (τυπώνεται) η ιδέα.1. μαζεύομαι, περιορίζομαι• κρύβομαι•забить в угол μαζεύομαι στη γωνία.
2. διαπερνώ, εισχωρώ, πέφτω (για χιόνι, σκόνη κ.τ.τ.)3. μπουκώνω, βουλώνω•труба -лась ο σωλήνας βούλωσε.
|| αρχίζω να χτυπώ. || χτυπώ, χτυπιέμαι•забить головой о стену χτυπώ το κεφάλι στον τοίχο.
|| χτυπιέμαι (σε παράφορα θλίψης). || αρχίζω να πάλλω•сердце -лось η καρδιά άρχισε να χτυπά.
-
93 забрать
забрать 1-беру, -берешь, παρλθ. χρ. забрал-ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. забранный, βρ: -ран, -а, -оρ.σ.μ.1. παίρνω, πιάνω, λαβαίνω με τα χέρια. || παλ. παίρνω δανεικά, δανείζομαι (κυρίως για χρήματα).2. παίρνω•взять с собой παίρνω μαζί μου.
3. αφαιρώ, αρπάζω•за долг -ал его поле για το χρέος του πήρε το χωράφι-του.
|| συλλαμβάνω•его -ал патруль τονι πήρε (έπιασε) η περίπολος.
4. μτφ. κυριεύω, κατέχω, καταλαβαίνω•его -ла охота τον κυρίευσε η επιθυμία•
его -ал страх τον κυρίευσε ο φόβος•
ее -ла мысль την κυρίευσε η σκέψη.
5. (ραπτ.) μαζεύω, κοντεύω, παίρνω•забрать шов μαζεύω λίγο τη ραφή•
забрать рукар κοντεύω λίγο το μανίκι.
6. αποκλίνω, κόβω•-вправо κόβω δεξιά.
7. αγκιστρώνομαι, σκαλώνω•якорь -ал η άγκυρα έπιασε.
εκφρ.забрать силу – παίρνω (αντλώ) δύναμη• αποκτώ επίδραση• забрать(себе) в голову μου κολλά (τυπώνεται) στο μυαλό η ιδέα.забрать 2(γραμμ. στοιχ. βλ. забрать1) ρ.σ.μ. κλείνω, φράζω. -
94 ивановский
επ.1. во всю -ую α) με όλη τη δύναμη (από τη δυνατή κωδωνοκρουσία όλων των καμπάνων του κωδονοστασίου του Ιβάν του Μεγάλου).2. (διαλκ.) κωλοφωτιά, πυγολαμπίδα (από το ότι εμφανίζεται τον Ιούνη, που γιορτάζεται ο Ιωάννης ο Βαπτιστής). -
95 изумительный
επ., βρ: -лен, -льна, -льно; καταπληκτικός, θαυμάσιος, εξαίσιος υπέροχος•-ая сила воли καταπληκτική δύναμη θέλησης•
-ая-жизнь υπέροχη ζωή.
-
96 квадрат
-а α.1. τετράγωνο (ισόπλευρο ορθογώνιο). || κάθε αντικείμενο τετράγωνου σχήματος.2. (μαθ.) η τέταρτη δύναμη•возвести в квадрат υψώνω στο τετράγωνο.
εκφρ.в - – θ πολύ μεγάλος•дурак в -е – βλάκας με περικεφαλαία. -
97 кишка
-и, γεν. πλθ. -шок, δοτ. -шкам θ.1. έντερο• εντερικός σωλήνας•тонкая кишка λεπτό (ελικώδες) έντερο•
толстая кишка το παχύ έντερο•
прямая кишка το απευθυσμένο έντερο•
слепая кишка το τυφλό έντερο•
двенадцатиперстная кишка το δωδεκαδάκτυλο έντερο ή ο δωδεκαδάκτυλος•
поперечная кишка εγκάρσιο κόλο•
восходящая ободочная кишка ανιόν κόλο•
нисходящая ободочная -κατιόν κόλο.
2. μάνικα•пожарная кишка η πυροσβεστική μάνικα•
поливать из -и καταβρέχω με μάνικα.
εκφρ.кишка тонка у кого-н. – δεν έχει κότσια ή δεν του το λένε τα κότσια (δεν έχει τη δύναμη, ικανότητα)•выпустить -и – ξεκοιλιάζω (σκοτώνω)•вымотать (все) -и кому – κατατυραννώ κάποιον, βγάζω το θεό (ανάποδα)•надорвать -и (со смеху) – σκάζω από τα γέλια, μου κόβονται τα σωθικά από τα γέλια. -
98 крепость
крепость 1-и θ.1. στερεότητα, αντοχή.2. δύναμη, ισχύς. || ρώμη• ακμή.3. μεγάλη περιεκτικότητα σε οινόπνευμα.крепость 2-и θ.φρούριο, κάστρο.εκφρ.летающая крепость – ιπτάμενο φρούριο.крепость 3-и θ. παλ. έγγραφο αγοραπωλησίας•купчая крепость πωλητήριο.
крепость 4-и θ.η δουλοπαροικία. -
99 людской
επ.ανθρώπινος•людской род το ανθρώπινο γένος.
|| παλ. των υπηρετών•людской стол το τραπέζι, των υπηρετών.
|| -ая ουσ. θ. δωμάτιο υπηρετών αρχοντόσπιτου.εκφρ.людской состав – η πραγματική δύναμη του στρατού. -
100 магнитный
επ.μαγνητικός•-ая сила μαγνητική δύναμη•
-ые тела μαγνητικά σώματα.
εκφρ.- ая аномалия – μαγνητική απόκλιση•-ая буря; -ое возмущение – (φυσ.) μαγνητική θύελλα•магнитный железняк – βλ. магнетит. магнитный меридиан μαγνητικός μεσημβρινός•- ое наклонение – (φυσ.) μαγνητική απόκλιση/ -ое поле μαγνητικό πεδίο•магнитный полюс – μαγνητικός πόλος•- ая стрелка – μαγνητική βελόνη•магнитный экватор – μαγνητικός ισημερινός.
См. также в других словарях:
δύναμη — (Φυσ.). Όρος που χρησιμοποιείται στη φυσική για να χαρακτηρίσει την αιτία κάθε μεταβολής στην κινητική κατάσταση των σωμάτων ή κάθε παραμόρφωσής τους. Έτσι, υπάρχει, για παράδειγμα, η δ. του βάρους, η ελαστική δ. που ασκείται από ένα… … Dictionary of Greek
δύναμη — η 1. σωματική, ψυχική, πνευματική ικανότητα, ρώμη, ισχύς, σθένος: Φώναζε με όλη του τη δύναμη ότι ήταν αθώος. 2. εξουσία, δικαίωμα: Ο πρωθυπουργός έχει τη δύναμη να διορίζει τους υπουργούς. 3. έμψυχο ή άψυχο πολεμικό υλικό: Οι δυνάμεις του… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δυνάμη — δύναμις power fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυγόκεντρος δύναμη — Ένα υλικό σώμα τείνει να διατηρήσει την κατάσταση ηρεμίας ή ομαλής ευθύγραμμης κίνησης εφόσον δεν επεμβαίνουν δυνάμεις για να τη μεταβάλλουν. Στην περίπτωση, επομένως, κατά την οποία το σώμα κινείται με ομαλή ευθύγραμμη κίνηση, προκειμένου να… … Dictionary of Greek
αντηλεκτρεγερτική δύναμη — Αντίρροπη ηλεκτρεγερτική δύναμη που δημιουργείται σε ορισμένες ηλεκτρικές συσκευές όταν παρεμβάλλονται σε ηλεκτρικά κυκλώματα. Η δύναμη αυτή προκαλείται σε όλες τις συσκευές κατανάλωσης ηλεκτρικού ρεύματος που αντιτάσσονται στη διέλευση του… … Dictionary of Greek
αγοραστική δύναμη — Όρος που αναφέρεται στη δυνατότητα, μέσω του χρήματος, της απόκτησης αγαθών. H α.δ. του χρήματος είναι η σχέση του προς την αξία των αγαθών. Λέγεται και ανταλλακτικήκτητική δύναμη και προσδιορίζεται από παράγοντες που προέρχονται από το ίδιο το… … Dictionary of Greek
ηλεκτρεγερτική δύναμη — Χαρακτηριστικό μέγεθος (E) μιας ηλεκτρικής πηγής που ορίζεται ως η διαφορά δυναμικού V στους πόλους Α και Β της πηγής, όταν αυτή δεν διαρρέεται από ηλεκτρικό ρεύμα (Ε = V, όταν I = 0). Μια ιδανική πηγή η.δ. διατηρεί σταθερή διαφορά δυναμικού… … Dictionary of Greek
άντωση — Δύναμη, κάθετη προς τη διεύθυνση της ταχύτητας, που προκύπτει από την κίνηση ενός σώματος μέσα σε ρευστό. Χάρη σε αυτήνπετούν συσκευές βαρύτερες του αέρα. * * * η (Α ἄντωσις, σεως) νεοελλ. η δυναμική άνωση, η μία από τις δύο συνιστώσες (κάθετη… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek