Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

η+δύναμη

  • 81 выбросить

    -ошу, -осишь, προστκ. выбрось, κ. выброси, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выброшенный, βρ: -шен, -а, -о, ρ.σ.μ.
    1. ρίχνω, πετώ έξω•

    он -ил окурок в окно αυτός πέταξε τη γόπα έξω από το παράθυρο•

    выбросить мусор πετώ έξω τα σκουπίδια.

    || μτφ. διαγράφω, σβήνω, περικόπτω, απορρίπτω•

    в цензуре -ли основное η λογοκρισία απέρριψε το βασικό.

    || μτφ. σπαταλώ, ξοδεύω, δαπανώ άσκοπα, σκορπώ•

    выбросить зря деньги σπαταλώ τα χρήματα•

    выбросить на ветер сто рублей σκορπίζω στον αέρα (εξανεμίζω) εκατό ρούβλια.

    2. προτείνω, προβάλλω, τεντώνω, τινάζω•

    выбросить руку вправо τεντώνω το χέρι δεξιά•

    -винтовку выбросить προτείνω το τουφέκι.

    3. προπέμπω, προαποστέλλω, εξαποστέλλω.
    4. αναδίδω, εκφύω, βλαστίζω.
    5. βγάζω, ρίχνω•

    выбросить товары на рынок ρίχνω εμπορεύματα στην αγορά.

    εκφρ.
    выбросить из головы, сердца, памяти – βγάζω από το κεφάλι (νου), την καρδιά, τη μνήμη (ξεχνώ)•
    -лозунг ή призыв – ρίχνω σύνθημα•
    выбросить на улицу – α) ρίχνω, πετώ στο δρόμο, διώχνω από το σπίτι, β) στερώ των μέσων ύπαρξης, πετώ στο δρόμο.
    ρίχνομαι, πηδώ κάτω•

    он -ился из окна αυτός ρίχτηκε (έπεσε) κάτω από το παράθυρο.

    || εξοκέλλω• προσαράσσω. || ξεσπώ, βγαίνω, πετάγομαι απότομα, με δύναμη (για καπνό, φλόγα, νερό κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > выбросить

  • 82 вышний

    -яя, -ее, επ. παλ.
    1. ψηλός, ουράνιος, θεϊκός•

    -яя сила ανώτερη (θεϊκή)δύναμη.

    2. ανώτατος•

    -ее начальство ανώτατοι αξιωματούχοι.

    3. ουσ. παλ. θεός, θεότητα.

    Большой русско-греческий словарь > вышний

  • 83 глотка

    θ.
    1. φάρυγγας.
    2. (απλ.) λάρυγγας.
    εκφρ.
    во всю -у (орать, кричать,петьκ.τ.τ.) μ’ όλη τη δύναμη της φωνής, ξελαρυγγίζομαι•
    взять (брать) за -у – πιάνω από το λαιμό, το λαρύγγι.

    Большой русско-греческий словарь > глотка

  • 84 голос

    -а (-у), πλθ. голоса α.
    1. φωνή, φθόγγος•

    высокий голос ψηλή φωνή•

    низкий голос χαμηλή φωνή•

    тонкий голос ψιλή (λεπτή) φωνή•

    голос соловья φωνή αηδονιού•

    звонкий голос ηχηρή φωνή•

    глухой -υπόκωφη φωνή•

    мужской голос ανδρική φωνή•

    женский голос γυναικεία φωνή•

    узнать по -у γνωρίζω από τη φωνή•

    во весь голос μ’ όλη τη δύναμη της φωνής, στεντόρεια•

    прислушиваться к -у масс αφουγκράζομαι τη φωνή (γνώμη) των μαζών.

    2. (μουσ.) φωνή•

    второй голос δεύτερη φωνή.

    3. ήχος•

    голос ветра η βουή του ανέμου.

    4. μτφ. υπαγόρευση•

    голос рассудка η φωνή της λογικής•

    голос совести η φωνή της συνείδησης•

    голос крови η φωνή του αίματος (εσωτερική παρόρμηση εκδίκησης φόνου)•

    голос страсти η φωνή του πάθους.

    5. η ψήφος•

    право -а δικαίωμα ψήφου•

    решающий голос θετική ψήφος•

    совещательный голос συμβουλευτική ψήφος•

    лишать права на -а στερώ το δικαίωμα ψήφου (του εκλέγειν)•

    произвести подсчет -ов κάνω διαλογή των ψήφων•

    избрать большинством -ов εκλέγω με πλειοψηφία.

    εκφρ.
    в голос ή не своим -ом кричать, плакать – μεγαλόφωνα, δυνατά κράζω, κλαίω• (все) в один голос (όλοι) με μια φωνή, ομόφωνα•
    в -е (быть) – ηχώ καλά•
    с -а учить, запоминать – φωναχτά μαθαίνω, απομνημονεύω•
    с чужого -а говорить – είμαι μεγάφωνο άλλου, είμαι φερέφωνο, δεν έχω δική μου γνώμη.

    Большой русско-греческий словарь > голос

  • 85 двигательный

    επ.
    1. κινητήριος•

    -ая сила η κινητήρια δύναμη.

    2. κινητικός•

    -ые нервы κινητήρια νεύρα.

    Большой русско-греческий словарь > двигательный

  • 86 движущий

    επ. από μτχ.
    κινητήριος•

    -ая сила κινητήρια δύναμη.

    Большой русско-греческий словарь > движущий

  • 87 дебит

    α.
    ισχύς, δύναμη, ενέργεια σε μονάδα χρόνου.

    Большой русско-греческий словарь > дебит

  • 88 деятельность

    θ.
    1. δραστηριότητα, δράση•

    революционная деятельность επαναστατική δράση•

    общественная деятельность κοινωνική δράση.

    2. λειτουργία•

    деятельность сердца λειτουργία της καρδιάς•

    высшая нервная деятельность η ανώτατη λειτουργία των νεύρων.

    || επίδραση, επενέργεια•

    разрушительная деятельность воды η καταστροφική ενεργής δύναμη του νερού.

    Большой русско-греческий словарь > деятельность

  • 89 дух

    -а (-у) α.
    1. νους, διάνοια, νόηση, πνεύμα•

    в здоровом теле здоровый дух γερό μυαλό σε γερό κορμί•

    в том же -е στο ίδιο πνεύμα•

    в этом -е σ'αυτό το πνεύμα.

    (φιλοσ.) το Πνεύμα•

    абсолютный дух το απόλυτο Πνεύμα.

    || (θρησκ.) ψυχή.
    2. ηθικό•

    боевой дух μαχητικό πνεύμα•

    моральный дух το ηθικό•

    дух войска το ηθικό του στρατεύματος, του στρατού•

    сила -а ηθική δύναμη•

    подъм -а ανέβασμα (άνοδος) ηθικού•

    упадок -а πτώση ηθικού.

    || θάρρος•

    поднять дух ενθαρρύνω, εμψυχώνω•

    не хватает -а δεν έχει το απαιτούμενο θάρρος.

    3. νόημα, ουσία•

    это противоречит -у закона αυτό είναι! αντίθετο προς το πνεύμα του νόμου•

    дух времени το πνεύμα των καιρών.

    4. άυλη υπόσταση•

    добрый дух το αγαθό πνεύμα•

    злой ή нечистый дух το κακό ή πονηρό πνεύμα (οι δαίμονες).

    5. αναπνοή•

    дух захватывает (ή занимает, замирает) μου πιάνεται η αναπνοή•

    затаить -κρατώ την ανάσα•

    дайте перевести дух αφήστε με να πάρω αναπνοή,- ν' ανασάνω.

    6. παλ. αέρας.
    7. μυρουδιά.
    8. (με σημ. κατηγ.) -ом γρήγορα, τάχιστα•

    скакать во весь дух καλπάζω στα τέσσερα•

    он -ом ЭТО сделает αυτός θα το φτιάσει στο πι και στο φι.

    || με μια ανάσα, χωρίς διακοπή, μονοκοπανιά•

    он одним -ом выпил большой бокал αυτός έπιε ένα μεγάλο ποτήρι μονοκοπανιά.

    εκφρ.
    святой – Αγιο Πνεύμα•
    святым -ом (узнатьκ.τ.τ.) άγνωστο από που το ξέρω•
    быть в -е – είμαι σε ευθυμία•
    быть не в -е – είμαι σε δυσθυμία, έχω κακοκεφιά•
    во весь дух ή что есть -у ( бежать, мчатьсяκ.τ.τ.) ολοταχώς•
    быть на -у – εξομολογούμαι στον πνευματικό•
    как на -у – ειλικρινά, χωρίς να κρύψω τίποτε (σαν στον πνευματικό)•
    покаяться на -у – μεταμελούμαι στον πνευματικό•
    расположение ή состояние -а – ψυχική διάθεση•
    ни слуху ни -у – ούτε φωνή ούτε ακρόαση, μήτε φανιά μήτε λαλιά (κανένα σημείο ζωής)•
    чтобы -у не было – να μη μείνει ούτε ψυχή•
    дух противоречия – πνεύμα αντιλογίας.

    Большой русско-греческий словарь > дух

  • 90 единение

    ουδ.
    ένωση, ενότητα•

    в -и сила η ένωση κάνει τη δύναμη.

    Большой русско-греческий словарь > единение

  • 91 живой

    επ., βρ: жив, -а, -о.
    1. ζωντανός•

    он еще жив αυτός είναι ακόμα ζωντανός•

    -ая рыба ζωντανό ψάρι•

    пока, жив буду όσο θα είμαι ζωντανός•

    -ое существо ζωντανό πλάσμα•

    живой труп ζωντανό πτώμα•

    взять -ым πιάνω ζωντανό•

    похоронили -го τον έθαψαν ζωντανό.

    || (με σημ. ουσ.) άνθρωπος ζωντανός•

    остаться в -ых μένω ζωντανός, επιζώ.

    2. ζωικός, οργανικός•

    -ая природа ζωική φύση•

    -ая материя ζωική ύλη.

    || ζωηρός•

    живой взгляд ζωηρή ματιά, ζωηρό βλέμμα•

    живой интерес ζωηρό ενδιαφέρο•

    смех ζωηρό γέλιο•

    -ые глаза ζωηρά μάτια•

    -ые краски ζωηρά χρώματα•

    -ое воспоминание ζωηρή ανάμνηση.

    || ζωτικός, δραστήριος, ενεργητικός.
    3. πραγματικός, ζωντανός•

    живой пример ζωντανό παράδειγμα•

    4. εκφραστικός• σαφής•

    -ое повествование εκφραστική διήγηση.

    5. αξέχαστος, άσβεστος.
    εκφρ.
    живой вес – ζωντανό βάρος•
    - ая вода – το αθάνατο νερό•
    - ая изгородь – φράχτης με πράσινους θάμνους•
    - ые картины – ταμπλώ βιβάνживойая очередь προσωπική σειρά•
    живой портрет – ζωντανή προσωπογραφία•
    - ая рана – ανοιχτή πληγή•
    - ая связь – άμεση σύνδεση•
    - ая сила – ζωντανή δύναμη (ανθρώπων, ζώων), μη μηχανική•
    живой товар – δουλεμπόριο• σωματεμπόριο•
    живой ум – έξυπνος, εφευρετικός, ευφυής•
    - це цветы – φυσικά λουλούδια, όχι τεχνητά•
    -го места нет ή не остается – δεν μένει άθικτο (αβλαβές) μέρος•
    -ой рукой ή -ым духом ή -ым манером – πολύ γρήγορα• με ζωντάνια•
    на -ую руку – στα γρήγορα•
    ни -ой души – ούτε ψυχή, ούτε γατί•
    -ое место,παλ. πιασμένη θέση•
    задеть ή затронутьκ.τ.τ. за -ое συγκινώ, προκαλώ ζωηρή εντύπωση, κεντώ, θίγω•
    на -ую нитку – (ραπτ.) α) τρύπωμα. β) μτφ. τσαπατσουλιά, προχειρότητα•
    по -ому резать – σκληρός ακόμα και ατούς δικούς•
    жив-здоров ή жив и здоров – σώος και αβλαβής•
    ни жив ни мертв – μισοπεθαμένος (από φόβο)•
    живой язык – ζωντανή γλώσσα (η ομιλούμενη).

    Большой русско-греческий словарь > живой

  • 92 забить

    -бью, -бьешь, προστκ. -бей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. забитый, βρ: -бит, -а, -о; ρ.σ.μ.
    1. μπήγω, καρφώνω•

    забить сваю μπήγω πάσσαλο•

    забить гвозды χτυπώ καρφιά•

    забить клин βάζω σφήνα.

    (αθλτ.) βάζω, περνώ στο στόχο•

    гол βάζω γκολ, σημειώνω τέρμα•

    забить шар в угол περνώ μέσα τη μπίλα (στο μπιλιάρδο).

    2. κλείνω, σφαλίζω, σφραγίζω, ταπώνω, βουλώνω• εμ-φράζω, φράζω•

    забить окна досками κλείνω τα παράθυρα με σανίδες•

    забить щели паклей βουλώνω τις χαραμάδες με στουπί•

    забить проход εμφράζω τη δίοδο.

    || μπουκώνω. || γεμίζω, καργάρω•

    забить сарай γεμίζω κάργα την ξυλαποθήκη με καυσόξυλα.

    3. ξεμπερδεύω, ξεκάνω ξυλοκοπώντας.
    4. αποβλακώνω, ξεκουτιαίνω.
    5. πνίγω, εμποδίζω την ανάπτυξη•

    сорняки -ли всходы τα ζιζάνια έπνιξαν τις φύτρες.

    || ξεπερνώ, υπερτερώ•

    этот инженер всех забьет αυτός ο μηχανικός θα τους φάει όλους.

    6. σκοτώνω, φονεύω (στο κυνήγι, στον πόλεμο κ.τ.τ.).
    7. αρχίζω να χτυπώ•

    -ли барабаны άρχισαν να χτυπούν τα τύμπανα•

    забить тревогу αρχίζω να χτυπώ συναγερμό.

    || αρχίζω να τουφεκίζω. || ηχώ, χτυπώ, βγαίνω, εξέρχομαι με δύναμη. || προκαλώ τρόμο, τρεμούλα.
    εκφρ.
    забить голову кому – συσκοτίζω το μυαλό κάποιου•
    ему -ли голову метафизикой – τού ‘σχισαν το κεφάλι με τη μεταφυσική•
    забить в себе в голову – τυπώνω στο μυαλό, μου κολλά (τυπώνεται) η ιδέα.
    1. μαζεύομαι, περιορίζομαι• κρύβομαι•

    забить в угол μαζεύομαι στη γωνία.

    2. διαπερνώ, εισχωρώ, πέφτω (για χιόνι, σκόνη κ.τ.τ.)
    3. μπουκώνω, βουλώνω•

    труба -лась ο σωλήνας βούλωσε.

    || αρχίζω να χτυπώ. || χτυπώ, χτυπιέμαι•

    забить головой о стену χτυπώ το κεφάλι στον τοίχο.

    || χτυπιέμαι (σε παράφορα θλίψης). || αρχίζω να πάλλω•

    сердце -лось η καρδιά άρχισε να χτυπά.

    Большой русско-греческий словарь > забить

  • 93 забрать

    -беру, -берешь, παρλθ. χρ. забрал
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. забранный, βρ: -ран, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. παίρνω, πιάνω, λαβαίνω με τα χέρια. || παλ. παίρνω δανεικά, δανείζομαι (κυρίως για χρήματα).
    2. παίρνω•

    взять с собой παίρνω μαζί μου.

    3. αφαιρώ, αρπάζω•

    за долг -ал его поле για το χρέος του πήρε το χωράφι-του.

    || συλλαμβάνω•

    его -ал патруль τονι πήρε (έπιασε) η περίπολος.

    4. μτφ. κυριεύω, κατέχω, καταλαβαίνω•

    его -ла охота τον κυρίευσε η επιθυμία•

    его -ал страх τον κυρίευσε ο φόβος•

    ее -ла мысль την κυρίευσε η σκέψη.

    5. (ραπτ.) μαζεύω, κοντεύω, παίρνω•

    забрать шов μαζεύω λίγο τη ραφή•

    забрать рукар κοντεύω λίγο το μανίκι.

    6. αποκλίνω, κόβω•

    -вправо κόβω δεξιά.

    7. αγκιστρώνομαι, σκαλώνω•

    якорь -ал η άγκυρα έπιασε.

    εκφρ.
    забрать силу – παίρνω (αντλώ) δύναμη• αποκτώ επίδραση• забрать(себе) в голову μου κολλά (τυπώνεται) στο μυαλό η ιδέα.
    (γραμμ. στοιχ. βλ. забрать1) ρ.σ.μ. κλείνω, φράζω.

    Большой русско-греческий словарь > забрать

  • 94 ивановский

    επ.
    1. во всю -ую α) με όλη τη δύναμη (από τη δυνατή κωδωνοκρουσία όλων των καμπάνων του κωδονοστασίου του Ιβάν του Μεγάλου).
    2. (διαλκ.) κωλοφωτιά, πυγολαμπίδα (από το ότι εμφανίζεται τον Ιούνη, που γιορτάζεται ο Ιωάννης ο Βαπτιστής).

    Большой русско-греческий словарь > ивановский

  • 95 изумительный

    επ., βρ: -лен, -льна, -льно; καταπληκτικός, θαυμάσιος, εξαίσιος υπέροχος•

    -ая сила воли καταπληκτική δύναμη θέλησης•

    -ая-жизнь υπέροχη ζωή.

    Большой русско-греческий словарь > изумительный

  • 96 квадрат

    α.
    1. τετράγωνο (ισόπλευρο ορθογώνιο). || κάθε αντικείμενο τετράγωνου σχήματος.
    2. (μαθ.) η τέταρτη δύναμη•

    возвести в квадрат υψώνω στο τετράγωνο.

    εκφρ.
    в - – θ πολύ μεγάλος•
    дурак в -е – βλάκας με περικεφαλαία.

    Большой русско-греческий словарь > квадрат

  • 97 кишка

    -и, γεν. πλθ. -шок, δοτ. -шкам θ.
    1. έντερο• εντερικός σωλήνας•

    тонкая кишка λεπτό (ελικώδες) έντερο•

    толстая кишка το παχύ έντερο•

    прямая кишка το απευθυσμένο έντερο•

    слепая кишка το τυφλό έντερο•

    двенадцатиперстная кишка το δωδεκαδάκτυλο έντερο ή ο δωδεκαδάκτυλος•

    поперечная кишка εγκάρσιο κόλο•

    восходящая ободочная кишка ανιόν κόλο•

    нисходящая ободочная -κατιόν κόλο.

    2. μάνικα•

    пожарная кишка η πυροσβεστική μάνικα•

    поливать из -и καταβρέχω με μάνικα.

    εκφρ.
    кишка тонка у кого-н. – δεν έχει κότσια ή δεν του το λένε τα κότσια (δεν έχει τη δύναμη, ικανότητα)•
    выпустить -и – ξεκοιλιάζω (σκοτώνω)•
    вымотать (все) -и кому – κατατυραννώ κάποιον, βγάζω το θεό (ανάποδα)•
    надорвать -и (со смеху) – σκάζω από τα γέλια, μου κόβονται τα σωθικά από τα γέλια.

    Большой русско-греческий словарь > кишка

  • 98 крепость

    θ.
    1. στερεότητα, αντοχή.
    2. δύναμη, ισχύς. || ρώμη• ακμή.
    3. μεγάλη περιεκτικότητα σε οινόπνευμα.
    θ.
    φρούριο, κάστρο.
    εκφρ.
    летающая крепость – ιπτάμενο φρούριο.
    θ. παλ. έγγραφο αγοραπωλησίας•

    купчая крепость πωλητήριο.

    θ.
    η δουλοπαροικία.

    Большой русско-греческий словарь > крепость

  • 99 людской

    επ.
    ανθρώπινος•

    людской род το ανθρώπινο γένος.

    || παλ. των υπηρετών•

    людской стол το τραπέζι, των υπηρετών.

    || -ая ουσ. θ. δωμάτιο υπηρετών αρχοντόσπιτου.
    εκφρ.
    людской состав – η πραγματική δύναμη του στρατού.

    Большой русско-греческий словарь > людской

  • 100 магнитный

    επ.
    μαγνητικός•

    -ая сила μαγνητική δύναμη•

    -ые тела μαγνητικά σώματα.

    εκφρ.
    - ая аномалия – μαγνητική απόκλιση•
    -ая буря; -ое возмущение – (φυσ.) μαγνητική θύελλα•
    магнитный железнякβλ. магнетит. магнитный меридиан μαγνητικός μεσημβρινός•
    - ое наклонение – (φυσ.) μαγνητική απόκλιση/ -ое поле μαγνητικό πεδίο•
    магнитный полюс – μαγνητικός πόλος•
    - ая стрелка – μαγνητική βελόνη•
    магнитный экватор – μαγνητικός ισημερινός.

    Большой русско-греческий словарь > магнитный

См. также в других словарях:

  • δύναμη — (Φυσ.). Όρος που χρησιμοποιείται στη φυσική για να χαρακτηρίσει την αιτία κάθε μεταβολής στην κινητική κατάσταση των σωμάτων ή κάθε παραμόρφωσής τους. Έτσι, υπάρχει, για παράδειγμα, η δ. του βάρους, η ελαστική δ. που ασκείται από ένα… …   Dictionary of Greek

  • δύναμη — η 1. σωματική, ψυχική, πνευματική ικανότητα, ρώμη, ισχύς, σθένος: Φώναζε με όλη του τη δύναμη ότι ήταν αθώος. 2. εξουσία, δικαίωμα: Ο πρωθυπουργός έχει τη δύναμη να διορίζει τους υπουργούς. 3. έμψυχο ή άψυχο πολεμικό υλικό: Οι δυνάμεις του… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δυνάμη — δύναμις power fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυγόκεντρος δύναμη — Ένα υλικό σώμα τείνει να διατηρήσει την κατάσταση ηρεμίας ή ομαλής ευθύγραμμης κίνησης εφόσον δεν επεμβαίνουν δυνάμεις για να τη μεταβάλλουν. Στην περίπτωση, επομένως, κατά την οποία το σώμα κινείται με ομαλή ευθύγραμμη κίνηση, προκειμένου να… …   Dictionary of Greek

  • αντηλεκτρεγερτική δύναμη — Αντίρροπη ηλεκτρεγερτική δύναμη που δημιουργείται σε ορισμένες ηλεκτρικές συσκευές όταν παρεμβάλλονται σε ηλεκτρικά κυκλώματα. Η δύναμη αυτή προκαλείται σε όλες τις συσκευές κατανάλωσης ηλεκτρικού ρεύματος που αντιτάσσονται στη διέλευση του… …   Dictionary of Greek

  • αγοραστική δύναμη — Όρος που αναφέρεται στη δυνατότητα, μέσω του χρήματος, της απόκτησης αγαθών. H α.δ. του χρήματος είναι η σχέση του προς την αξία των αγαθών. Λέγεται και ανταλλακτικήκτητική δύναμη και προσδιορίζεται από παράγοντες που προέρχονται από το ίδιο το… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρεγερτική δύναμη — Χαρακτηριστικό μέγεθος (E) μιας ηλεκτρικής πηγής που ορίζεται ως η διαφορά δυναμικού V στους πόλους Α και Β της πηγής, όταν αυτή δεν διαρρέεται από ηλεκτρικό ρεύμα (Ε = V, όταν I = 0). Μια ιδανική πηγή η.δ. διατηρεί σταθερή διαφορά δυναμικού… …   Dictionary of Greek

  • άντωση — Δύναμη, κάθετη προς τη διεύθυνση της ταχύτητας, που προκύπτει από την κίνηση ενός σώματος μέσα σε ρευστό. Χάρη σε αυτήνπετούν συσκευές βαρύτερες του αέρα. * * * η (Α ἄντωσις, σεως) νεοελλ. η δυναμική άνωση, η μία από τις δύο συνιστώσες (κάθετη… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»