-
21 буферность
(почвы) η δύναμη αδρανείας του εδάφους.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > буферность
-
22 возведение
1. стр. η ανέγερση, η οικοδόμηση 2. мат. η ύψωσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > возведение
-
23 возводить
1. стр. ανεγείρω, οικοδομώ 2. мат. υψώνωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > возводить
-
24 громкость
η ένταση/δύναμη (του ήχου).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > громкость
-
25 запас
1. (то, что запасено) το απόθεμαпополнять - συμπληρώνω/αναπληρώνω τα - ταмалые - ы μικρά - τα, ελάχιστα - ταнеизрасходованный - αχρησιμοποίητο -, μη χρησιμοποιημένο -неистощимые - ы ανεξάντλητα/αστείρευτα - ταнеисчерпаемые - ы см. неистощимые - ы2. (резерв) η εφεδρεία 3. (характеристика конструкции) η ανοχή, το επιτρεπόμενο όριο 4. текст. το γύρισμα 5. (слов) лингв. το λεξιλόγιοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > запас
-
26 когезия
η συνεκτικότητα, η δύναμη της συνεκτικότητας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > когезия
-
27 коэрцитивность
η δύναμη του απομαγνητισμού.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > коэрцитивность
-
28 крепость
I. 1. (напр. раствора) η δύναμη, η δραστικότητα 2. (породы, угля) η αντοχή, η στερεότητα. II.(оборонительное сооружение) το φρούριο, το κάστρο (ξεν.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > крепость
-
29 мощность
1. (физическая величина) η ισχύς, η δύναμηбуксировочная мор. - της ρυμούλκησης" короткого замыкания - του βραχυκυκλώματος- на испытании мор. - στις δοκιμές, δοκιμαστική -поглощаемая (изм.) - απορροφημένη -полезная - ωφέλιμη -, πραγματική -потребляемая - καταναλισκομένη -, καταναλωμένη -тормозная - του φρένου/της πέδηςэффективная - ωφέλιμος -, πραγματική -2. (производственная) οι δυνατότητες της εγκατάστασηςη παραγωγική ικανότηταпроизводственная - της παραγωγής, η εγκατάσταση της παραγωγής3. (горных пород) το πάχος 4. -И (ΜΗ.) (объекты) οι εγκαταστάσεις (πλ.)производственные - παραγωγικές -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мощность
-
30 показатель
1. тех. ο δείκτης, ο συντελεστής- адиабаты αδιαβατικός -, αδιά-θερμος -водородный - το δυναμικό /η δύναμη του υδρογόνου, το (pH)- преломления относительный - της διάθλασης, σχετικός2. мат. о εκθέτης 3. (то, по чемуможно судить ο развитии, ходе чего-л.) ηένδειξη, η κατάδειξη, το δείγμα, το μέτρο, τοκριτήριο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > показатель
-
31 степень
1. (в значениях· размах, масштаб, уровень, ступень, категория) о βαθμός- окисления - οξείδωσης, ο αριθμός οξείδωσης2. (произ-ведение нескольких равных сомножителей) η δύναμη 3. (учёное звание) о (επιστημονικός) τίτλος, ο βαθμός 4. грам. о βαθμ/όςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > степень
-
32 усилие
η δύναμηη προσπάθειαη έντασηприлагать - εφαρμόζω την -, βάζω -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > усилие
-
33 мощность
-
34 бежать
беж||а́тьнесов1. τρέχω:\бежать изо всех сил τρέχω μέ ὅλη μου τή δύναμη;2. (течь, литься) χύνομαι:молоко́ \бежатьи́т (при кипячении) τό γάλα χύνεται; слезы \бежатьал и по щекам τά δάκρυα τρέχανε (χύνονταν) στό πρόσωπο του;3. (спасаться бегством) τό σκάζω, φεύγω:\бежать из плена (из тюрьмы́) δραπετεύω;4. перен (о времени) περνώ, παρέρχομαι:дии бегут οἱ μέρες περνοῦν. -
35 богатырский
богатырск||ийприл παλληκαρήσιος, λεβέντικος:\богатырскийое сложение ἡ λεβέντικη κορμοστασιά; \богатырскийая сила ἡ ἡράκλεια δύναμη; \богатырскийое здоровье ἡ σιδερένια ὑγεία; \богатырский голос ἡ στεντόρεια φωνή. -
36 бодрость
бодро||стьж τό σφρίγος, ἡ ζωηρότητα [-ης], ἡ ζωντάνια:\бодростьсть духа τό σθένος, ἡ ἡθική δύναμη. -
37 внутренний
вну́тренн||ийприл в разн. знач. ἐσωτερικός:\внутренний двор ἡ ἐσωτερική αὐλή·\внутреннийΗΗ сила ἡ ἐσωτερική δύναμη· \внутренний мир ὁ ἐσωτερικός κόσμος· \внутреннийяя политика ἡ ἐσωτερική πολιτική· \внутреннийее положение ἡ ἐσωτερική κατάσταση· \внутреннийяя торговля τό ἐσωτερικό ἐμπόριο· \внутренний рынок эк. ἡ ἐσωτερική ἀγορά· министерство \внутреннийнх дел τό ὑπουργεῖο[ν] των ἐσωτερικών \внутреннийие болезни ἐσωτερικές παθήσεις· \внутреннийие причины οἱ ἐσωτερικές αίτίες· для \внутреннийего употребления γιά ἐσωτερική χρήση. -
38 возможность
возможн||остьж1. δυνατότητα, τό ἐνδεχόμενο/ ἡ εὐκαιρία, ἡ κατάλληλη περίσταση (благоприятный случай):иметь \возможность ἔχω τήν δυνατότητα· при первой \возможностьости μέ τήν πρώτη εὐκαιρία, μόλις θά εἶναι δυνατό· по (мере) \возможностьости κατά τό δυνατόν, τό κατά δύναμη, ἐφ' ὀσον θά εἶναι δυνατό·2. \возможностьости мн. τά μέσα, οἱ πόροι, οἱ δυνατότητες. -
39 грозный
грозн||ыйприл1. (внушающий страх) τρομερός, φοβερός:\грозный враг ὁ φοβερός ἐχθρός· \грозныйая сила ἡ τρομερή δύναμη· \грозный час ἡ τρομερή ὠρα· \грозныйая опасность ὁ φοβερός κίνδυνος·2. (выражающий угрозу) ἀπειλητικός, ἄγριος:\грозныйое письмо́ τό ἀπειλητικό γράμμα· \грозный взгляд τό ἀπειλητικό (или τό ἀγριο) βλέμμα· ◊ Иван Грозный Ίβάν ὁ Τρομερός. -
40 движущий
движущ||ий1. прич. от двигать·2. прил κινητήριος:\движущийая сила ἡ κινητήρια δύναμη.
См. также в других словарях:
δύναμη — (Φυσ.). Όρος που χρησιμοποιείται στη φυσική για να χαρακτηρίσει την αιτία κάθε μεταβολής στην κινητική κατάσταση των σωμάτων ή κάθε παραμόρφωσής τους. Έτσι, υπάρχει, για παράδειγμα, η δ. του βάρους, η ελαστική δ. που ασκείται από ένα… … Dictionary of Greek
δύναμη — η 1. σωματική, ψυχική, πνευματική ικανότητα, ρώμη, ισχύς, σθένος: Φώναζε με όλη του τη δύναμη ότι ήταν αθώος. 2. εξουσία, δικαίωμα: Ο πρωθυπουργός έχει τη δύναμη να διορίζει τους υπουργούς. 3. έμψυχο ή άψυχο πολεμικό υλικό: Οι δυνάμεις του… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δυνάμη — δύναμις power fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυγόκεντρος δύναμη — Ένα υλικό σώμα τείνει να διατηρήσει την κατάσταση ηρεμίας ή ομαλής ευθύγραμμης κίνησης εφόσον δεν επεμβαίνουν δυνάμεις για να τη μεταβάλλουν. Στην περίπτωση, επομένως, κατά την οποία το σώμα κινείται με ομαλή ευθύγραμμη κίνηση, προκειμένου να… … Dictionary of Greek
αντηλεκτρεγερτική δύναμη — Αντίρροπη ηλεκτρεγερτική δύναμη που δημιουργείται σε ορισμένες ηλεκτρικές συσκευές όταν παρεμβάλλονται σε ηλεκτρικά κυκλώματα. Η δύναμη αυτή προκαλείται σε όλες τις συσκευές κατανάλωσης ηλεκτρικού ρεύματος που αντιτάσσονται στη διέλευση του… … Dictionary of Greek
αγοραστική δύναμη — Όρος που αναφέρεται στη δυνατότητα, μέσω του χρήματος, της απόκτησης αγαθών. H α.δ. του χρήματος είναι η σχέση του προς την αξία των αγαθών. Λέγεται και ανταλλακτικήκτητική δύναμη και προσδιορίζεται από παράγοντες που προέρχονται από το ίδιο το… … Dictionary of Greek
ηλεκτρεγερτική δύναμη — Χαρακτηριστικό μέγεθος (E) μιας ηλεκτρικής πηγής που ορίζεται ως η διαφορά δυναμικού V στους πόλους Α και Β της πηγής, όταν αυτή δεν διαρρέεται από ηλεκτρικό ρεύμα (Ε = V, όταν I = 0). Μια ιδανική πηγή η.δ. διατηρεί σταθερή διαφορά δυναμικού… … Dictionary of Greek
άντωση — Δύναμη, κάθετη προς τη διεύθυνση της ταχύτητας, που προκύπτει από την κίνηση ενός σώματος μέσα σε ρευστό. Χάρη σε αυτήνπετούν συσκευές βαρύτερες του αέρα. * * * η (Α ἄντωσις, σεως) νεοελλ. η δυναμική άνωση, η μία από τις δύο συνιστώσες (κάθετη… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek