Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

η+δύναμη

  • 121 потенциальный

    επ.
    δυναμικός, εμπεριέχων δύναμη, ισχύ. || πιθανός, δυνατός, ενδεχόμενος•

    потенциальный враг ενδεχόμενος εχθρός.

    Большой русско-греческий словарь > потенциальный

  • 122 потенция

    θ.
    ισχύς, δυναμικότητα, δυνατότητα ενυπάρχουσα δύναμη, ισχύς.

    Большой русско-греческий словарь > потенция

  • 123 превзойти

    -ойду, -ойдшь, παρλθ. χρ. превзошл
    -шла, -шло, μτχ. παρλθ. χρ. превзошедший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. превзойденный, βρ: -ден, -дена, -дено,
    επιρ. μτχ. превзойдя ρ.σ. υπερέχω, υπερτερώ, ξεπερνώ, είμαι-ανώτερος•

    превзойти всех силою, мужеством ξεπερνώ όλους στη δύναμη, στην ανδρεία•

    доходы -шли расходы τα έσοδα ξεπέρασαν τα έξοδα•

    это -шло все мой ожидания αυτό ξεπέρασε όλες μου τις προσδοκίες.

    εκφρ.
    превзойти (самого) себя – κάνω παραπάνω απ ό,τι περίμενα,ξεπερνώ τις προσδοκίες μου.

    Большой русско-греческий словарь > превзойти

  • 124 придать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. приданный, βρ: -дан, -а, -о.
    1. προσδίνω, δίνω επιπρόσθετα•

    придать отряду артиллерию δίνω επί πλέον στο τμήμα πυροβολικό.

    2. προσθέτω, αυξαίνω, μεγαλώνω, δυναμώνω, ενισχύω•

    придать вкусу чему-н. προσδίνω γούστο σε κάτι•

    любовь -ла ей бодрости и силы η αγάπη της έδοσε σφρίγος και δύναμη•

    придать устойчивости προσδίνω σταθερότητα•

    придать блеск προσδίνω λάμψη.

    Большой русско-греческий словарь > придать

  • 125 пробивной

    επ.
    διατρητικός•

    -ая сила снаряда διατρητική δύναμη του βλήματος.

    Большой русско-греческий словарь > пробивной

  • 126 рабочий

    -его α.
    εργάτης•

    индустриальный рабочий εργάτης βιομηχανίας•

    фабричный рабочий εργάτης φάμπρικας•

    железнодорожные -ие οι σιδηροδρομικοί εργάτες.

    -ая, -ее επ.
    1. εργατικός•

    -класс εργατική τάξη•

    -ее движение εργατικό κίνημα•

    рабочий посёлок εργατική συνοικία.

    2. εργαζόμενος•

    -ая молодёжь η εργαζόμενη νεολαία•

    -ие пчёлы εργάτριδες μέλισσες•

    рабочий скот τα ζώα της δουλειάς (φορτηγά, αροτριόντα).

    3. κινητός, κινούμενος• κινητήριος•

    -ие части машины τα κινητά μέρη της μηχανής•

    -ее колесо ο κινητήριος τροχός•

    рабочий ход κίνηση της μηχανής.

    4. εργάσιμος•

    -ее время ώρα εργασίας•

    рабочий день εργάσιμη μέρα.

    || της δουλειάς• -- костюм; -ая одедца τα ρούχα της δουλειάς.
    εκφρ.
    - ая сила – α) εργατική δύναμη• β) εργατικό δυναμικό, οι εργάτες.

    Большой русско-греческий словарь > рабочий

  • 127 ринуть

    -ну, -нешь
    ρ.σ.μ. παλ. ρίχνω με δύναμη, ορμητικά, σφόδρα.
    ορμώ, επιπίπτω, ρίχνομαι ακάθεκτα•

    -ся в бой ορμώ στη μάχη.

    Большой русско-греческий словарь > ринуть

  • 128 рот

    рта, προθ. о рте, во рту α.
    1. στόμα•

    рот большой рот μεγάλο στόμα•

    маленький рот στοματάκι•

    открывать рот ανοίγω το στόμα•

    закрывать рот κλείνω το στόμα•

    во рту у меня горько το στόμα μου είναι πικρό•

    прополоскать рот ξεπλένω το στόμα•

    дышать ртом αναπνέω με το στόμα.

    2. μτφ. (απλ.) άτομο, μέλος οικογένειας•

    мне надо восемь ртов прокормить εγώ πρέπει να θρέψω οχτώ άτομα.

    εκφρ.
    зажать (замазать, заткнутьκ.τ.τ.) рот кому βουλώνω, κλείνω το στόμα κάποιου (υποχρεώνω να σιγήσει)•
    открыть (раскрыть) рот – α) ανοίγω το στόμα (μιλώ, λύνω τη σιωπή), β) θαυμάζω, μένω έκθαμβος, με ανοιχτό το στόμα•
    смотреть (глядеть) в рот кому – α) κοιτάζω στο στόμα κάποιου, β) ακούω προσεχτικά, κρέμομαι από το στόμα ή τα χείλη κάποιου•
    в рот не брать – δε βάζω στο στόμα (φαγητό ή πιοτό)•
    в рот не возьмшь – δεν το βάζεις στο στόμα (ως άνοστο)•
    в рот нейдт – δε μου κατεβαίνει (στο λαιμό),• δε μου τραβάει (να φάγω ή να πιώ)•
    во весь – με όλη τη δύναμη της φωνής, στη διαπασών•
    рот не сметь рта разинуть (открыть, раскрыть) – δεν τολμώ
    ανοίξω το στόμα (να μιλήσω)•
    мимо рта прошло – πέρασε πολύ σιμά, όμως απ έξω (ανεπιτυχώς)•
    разжевать и в рот положить – δίνω μασημένη την τροφή (εξηγώ λεπτομερέστατα)•
    хлопот полон рот – φροντίδες πάρα πολλές, με•
    то – παραπάνω.

    Большой русско-греческий словарь > рот

См. также в других словарях:

  • δύναμη — (Φυσ.). Όρος που χρησιμοποιείται στη φυσική για να χαρακτηρίσει την αιτία κάθε μεταβολής στην κινητική κατάσταση των σωμάτων ή κάθε παραμόρφωσής τους. Έτσι, υπάρχει, για παράδειγμα, η δ. του βάρους, η ελαστική δ. που ασκείται από ένα… …   Dictionary of Greek

  • δύναμη — η 1. σωματική, ψυχική, πνευματική ικανότητα, ρώμη, ισχύς, σθένος: Φώναζε με όλη του τη δύναμη ότι ήταν αθώος. 2. εξουσία, δικαίωμα: Ο πρωθυπουργός έχει τη δύναμη να διορίζει τους υπουργούς. 3. έμψυχο ή άψυχο πολεμικό υλικό: Οι δυνάμεις του… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δυνάμη — δύναμις power fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυγόκεντρος δύναμη — Ένα υλικό σώμα τείνει να διατηρήσει την κατάσταση ηρεμίας ή ομαλής ευθύγραμμης κίνησης εφόσον δεν επεμβαίνουν δυνάμεις για να τη μεταβάλλουν. Στην περίπτωση, επομένως, κατά την οποία το σώμα κινείται με ομαλή ευθύγραμμη κίνηση, προκειμένου να… …   Dictionary of Greek

  • αντηλεκτρεγερτική δύναμη — Αντίρροπη ηλεκτρεγερτική δύναμη που δημιουργείται σε ορισμένες ηλεκτρικές συσκευές όταν παρεμβάλλονται σε ηλεκτρικά κυκλώματα. Η δύναμη αυτή προκαλείται σε όλες τις συσκευές κατανάλωσης ηλεκτρικού ρεύματος που αντιτάσσονται στη διέλευση του… …   Dictionary of Greek

  • αγοραστική δύναμη — Όρος που αναφέρεται στη δυνατότητα, μέσω του χρήματος, της απόκτησης αγαθών. H α.δ. του χρήματος είναι η σχέση του προς την αξία των αγαθών. Λέγεται και ανταλλακτικήκτητική δύναμη και προσδιορίζεται από παράγοντες που προέρχονται από το ίδιο το… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρεγερτική δύναμη — Χαρακτηριστικό μέγεθος (E) μιας ηλεκτρικής πηγής που ορίζεται ως η διαφορά δυναμικού V στους πόλους Α και Β της πηγής, όταν αυτή δεν διαρρέεται από ηλεκτρικό ρεύμα (Ε = V, όταν I = 0). Μια ιδανική πηγή η.δ. διατηρεί σταθερή διαφορά δυναμικού… …   Dictionary of Greek

  • άντωση — Δύναμη, κάθετη προς τη διεύθυνση της ταχύτητας, που προκύπτει από την κίνηση ενός σώματος μέσα σε ρευστό. Χάρη σε αυτήνπετούν συσκευές βαρύτερες του αέρα. * * * η (Α ἄντωσις, σεως) νεοελλ. η δυναμική άνωση, η μία από τις δύο συνιστώσες (κάθετη… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»