Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

εὐλάκᾱ

См. также в других словарях:

  • ευλάκα — εὐλάκα, ἡ (Α) (δωρ. λέξη) απαντά μόνο στη φράση «εἰ δὲ μὴ ἀργυρέᾳ εὐλάκᾳ εὐλαξεῑν» διαφορετικά θα οργώσουν (τη γη) με αργυρό υνί, Θουκ. (η φράση είναι απόσπασμα από χρησμό, με τον οποίο προμηνυόταν στους Λακεδαιμονίους ότι θα ερχόταν περίοδος… …   Dictionary of Greek

  • εὐλάκᾳ — εὐλάκαι , εὐλάκα fem nom/voc pl εὐλάκᾱͅ , εὐλάκα fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • волоку — волочь, укр. волоку, волочи, блр. волоку, волокцi, др. русск. волоку, волочи, ст. слав. влѣкѫ, влѣшти ἕλκω (Супр.), болг. влека, сербохорв. вуħи, вуħе̑м, словен. vlečem, vleči, чеш. vleku, vlěci, слвц. vlečiem, vliect , в. луж. wleku, wlec, н.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • αύλακα — η και αύλακας, ο (AM αὖλαξ, Α και ἄλοξ και ὦλξ, μόνο στην αιτ. ὦλκα, ὦλκας) αυλάκι κήπου ή αγρού νεοελλ. 1. η αφρισμένη γραμμή που αφήνει πίσω του το πλοίο 2. τεχνητό ή φυσικό όρυγμα όρμου ή λιμανιού για τη διέλευση των πλοίων αρχ. 1. γλυφή 2.… …   Dictionary of Greek

  • ευλός — εὐλός, ὁ (Α) αυλάκι, οχετός, κανάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλ. μτγν. τ. τών αύλαξ, ευλάκα, «αυλάκι»] …   Dictionary of Greek

  • u̯elk-1 —     u̯elk 1     English meaning: to drag     Deutsche Übersetzung: “ziehen”     Material: Av. varǝk “ziehen, drag” only with Präverbien: aipivarǝčainti “ziehen ein Kleidungsstũck darũber an”; Lith. velkù (vil̃kti ), O.C.S. vlěkǫ “pull, drag” …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»