-
1 ἐμπίπτω
ἐμπίπτω fut. ἐμπεσοῦμαι; 2 aor. ἐνέπεσον; pf. ptc. ἐμπεπτωκότας 4 Km 25:11 (Hom.+)① to fall into a particular physical area, fall (in, into) (Dio Chrys. 57 [74], 22 εἰς βόθρον; Jos., Ant. 4, 284 εἰς ὄρυγμα ἐ. βόσκημα) εἰς βόθυνον into a pit (Is 24:18; Jer 31:44) Mt 12:11; Lk 6:39. ἐ. ἐπὶ πῦρ fall into the fire Hv 3, 2, 9.② to experience a state or condition, fall (into/among) in imagery (SIG 1170, 3 εἰς νόσους; PTebt 17, 8f [114 B.C.] εἰς δαπάνας; Just., D. 23, 1 εἰς ἄτοπα … νοήματα; temp. Mel., HE 4, 26, 3 τοῦ πάσχα ἐμπεσόντος … ἐν ἐκείναις ταῖς ἡμέραις) εἰς τοὺς λῃστάς among robbers (Epict. 3, 13, 3 εἰς λῃστὰς ἐμπ.; Porphyr., Vi. Pyth. 15; cp. Socrat., Ep. 1, 9 εἰς τ. ἱππέας) Lk 10:36; εἰς τὰ ἄγκιστρα τῆς κενοδοξίας ἐ. be caught on the fishhooks of false doctrine IMg 11 (cp. schol. on Pla. 190e ἐμπεσούμεθα εἰς τὸ Πρωταγόρειον δόγμα); ἐ. εἰς χεῖράς τινος fall into someone’s hands (Chariton 8, 3, 7; Alciphron 3, 36, 1; Sir 38:15; Sus 23) GPt 11:48; θεοῦ Hb 10:31 (cp. 2 Km 24:14; 1 Ch 21:13; Sir 2:18; Jos., Ant. 7, 323). εἰς πειρασμόν 1 Ti 6:9 (cp. Diod S 17, 105, 6 ἐνέπεσε εἰς λύπην καὶ φροντίδα; Pr 17:20 εἰς κακά; 1 Macc 6:8 εἰς ἀρρωστίαν). εἰς κρίμα τοῦ διαβόλου 3:6. εἰς ὀνειδισμὸν καὶ παγίδα τοῦ διαβόλου vs. 7 (cp. 6:9 and Pr 12:13; Sir 9:3). εἰς ταύτας τὰς πράξεις τὰς πολλάς get into these many activities Hm 10, 1, 5. εἰς ἐπιθυμίαν 12, 1, 2 (cp. 1 Ti 6:9.—X., Hell. 7, 5, 6 εἰς ἀθυμίαν; Ael. Aristid. 37 p. 701 D.).③ to originate and so come to attention, set in, arise abs. (Pla., Rep. 8, 545d στάσις; Epict. 2, 5, 10 χειμὼν ἐμπέπτωκε) ζήλου ἐμπεσόντος περί τινος when jealousy arose about someth. 1 Cl 43:2.—M-M. Spicq. -
2 ὑπομεταφέρομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπομεταφέρομαι
-
3 ποιέω
ποιέω, [dialect] Dor. [full] ποιϝέω IG4.800 ([place name] Troezen), etc.: [dialect] Ep. [tense] impf.Aποίεον Il. 20.147
; [var] contr.ποίει 18.482
; [dialect] Ion.ποιέεσκον Hdt.1.36
, 4.78: [tense] fut. ποιήσω: [tense] aor. ἐποίησα, [dialect] Ep.ποίησα Il.18.490
: [tense] pf. πεποίηκα:—[voice] Med., [dialect] Ion. [tense] impf.ποιεέσκετο Hdt.7.119
: [tense] fut.ποιήσομαι Il.9.397
: in pass. sense, Hp.Decent.11, Arist.Metaph. 1021a23: [tense] aor. ἐποιησάμην, [dialect] Ep.ποι- Od.5.251
, al.: [tense] pf. πεποίημαι in med. sense, And.4.22, Decr. ap. D. 18.29:—[voice] Pass., [tense] fut. ποιηθήσομαι ([etym.] μετα-) D.23.62, v. supr.;πεποιήσομαι Hp.Mul.1.11
,37: [tense] aor.ἐποιήθην Hdt.2.159
, etc. (used as [voice] Med. only in compd. προς-): [tense] pf.πεποίημαι Il.6.56
, etc.:—[dialect] Att. [full] ποῶ (EM 679.24), etc., is guaranteed by metre in Trag. and Com., as , , , etc., and found in cod. Laur. of S., cod. Rav. of Ar., also IG12.39.6 ([etym.] ποήσω), 82.9 ([etym.] ποεῖ), 154.7 ([etym.] ἐποησάτην), etc.; but ποι- is always written before -οι, -ου, -ω in Inscrr.: πο- also in [dialect] Aeol. ,75, Sapph. Supp.1.9, al., and Arc. ποέντω, = ποιούντων, IG5(2).6.9 (Tegea, iv B.C.); cf. ποιητής.A make, produce, first of something material, as manufactures, works of art, etc. (opp. πράττειν, Pl.Chrm. 163b), in Hom. freq. of building, π. δῶμα, τύμβον, Il.1.608,7.435;εἴδωλον Od.4.796
; π. πύλας ἐν [πύργοις] Il.7.339; of smith's work, π. σάκος ib. 222;ἐν [σάκεϊ] ποίει δαίδαλα πολλά 18.482
, cf. 490, 573: freq. in Inscrr. on works of art, Πολυμήδης ἐποίϝηh' (= ἐποίησε ) (vi B.C., cf. Class.Phil.20.139); (vi/v B.C.), etc.; ἐποίησε Τερψικλῆς ib.3b(Milet., vi B.C.), etc.;τίς.. τὴν λίθον ταύτην τέκτων ἐποίει; Herod.4.22
; εἵματα ἀπὸ ξύλων πεποιημένα made from trees, i.e. of cotton, Hdt.7.65;ναὸν ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἀργυρίου X.An. 5.3.9
;πλοῖα ἐκ τῆς ἀκάνθης ποιεύμενα Hdt.2.96
;καρβάτιναι πεποιημέναι ἐκ βοῶν X.An.4.5.14
: c. gen. materiae,πωρίνου λίθου π. τὸν νηόν Hdt.5.62
;ἔρυμα λίθων λογάδην πεποιημένον Th.4.31
;φοίνικος αἱ θύραι πεποιημέναι X.Cyr.7.5.22
: rarely to be made with.., 1.4; also τῶν τὰ κέρεα.. οἱ πήχεες ποιεῦνται the horns of which are made into the sides of the lyre, Hdt.4.192; also δέρμα εἰς περικεφαλαίας πεποίηται Sch.Patm.D.in BCH1.144:—[voice] Med., make for oneself, as of bees, οἰκία ποιήσωνται build them houses, Il.12.168, cf. 5.735, Od.5.251, 259, Hes.Op. 503; [ῥεῖθρον] π., of a river, Thphr. HP3.1.5; also, have a thing made, get it made,ὀβελούς Hdt.2.135
;στεφάνους οὓς ἐποιησάμην τῷ χορῷ D.21.16
, cf. X.An.5.3.5; τὸν Ἀπόλλω, i.e. a statue of A., Pl.Ep. 361a;αὑτοῦ εἰκόνας Plu. Them.5
, cf. Inscr.Prien.25.9 (iii B.C.?).2 create, bring into existence,γένος ἀνθρώπων χρύσεον Hes.Op. 110
, cf. Th. 161, 579, etc.; the creator,Pl.
Ti. 76c;ἕτερον Φίλιππον ποιήσετε D.4.11
:—[voice] Med., beget,υἱόν And.1.124
;ἔκ τινος Id.4.22
; παῖδας ποιεῖσθαι, = παιδοποιεῖσθαι, X.Cyr.5.3.19, D.57.43; conceive,παιδίον π. ἔκ τινος Pl.Smp. 203b
:—[voice] Act. in this sense only in later Gr., Plu.2.312a; of the woman, παιδίον ποιῆσαι ib.145d.3 generally, produce, ὕδωρ π., of Zeus, Ar.V. 261: impers., ἐὰν πλείω ποιῇ ὕδατα, = ἐὰν ὕη, Thphr.CP1.19.3; π. γάλα, of certain kinds of food, Arist.HA 522b32; ἄρρεν π., of an egg, Ael.VH1.15; μέλι ἄριστον π., of Hymettus, Str.9.1.23; π. καρπόν, of trees, Ev.Matt.3.10 (metaph. in religious sense, ib.8); of men, κριθὰς π. grow barley, Ar. Pax 1322;π. σίτου μεδίμνους D.42.20
; π. πενίαν, πλοῦτον, of the stars, Plot.2.3.1.b Math., make, produce, τομήν, σχῆμα, ὀρθὰς γωνίας, Archim. Sph.Cyl.1.16,38, Con.Sph.12; :—[voice] Pass., πεποιήσθω ὡς.. let it be contrived that.., Archim. Sph.Cyl.2.6.d π. τὸ πρόβλημα effect a solution of the problem, Apollon.Perg.Con.2.49,51; π. τὸ ἐπίταγμα fulfil, satisfy the required condition, Archim.Sph.Cyl.1.2,3.4 after Hom., of Poets, compose, write, π. διθύραμβον, ἔπεα, Hdt.1.23, 4.14;π. θεογονίην Ἕλλησι Id.2.53
; π. Φαίδραν, Σατύρους, Ar.Th. 153, 157; π. κωμῳδίαν, τραγῳδίαν, etc., Pl.Smp. 223d;παλινῳδίαν Isoc.10.64
, Pl.Phdr. 243b, etc.; : abs., write poetry, write as a poet,ὀρθῶς π. Hdt.3.38
;ἐν τοῖσι ἔπεσι π. Id.4.16
, cf. Pl. Ion 534b: folld. by a quotation,ἐπόησάς ποτε.. Ar.Th. 193
; ; , etc.b represent in poetry, , cf. 364c, Smp. 174b; ποιήσας τὸν Ἀχιλλέα λέγοντα having represented Achilles saying, Plu.2.105b, cf. 25d, Pl. Grg. 525d, 525e, Arist.Po. 1453b29.c describe in verse,θεὸν ἐν ἔπεσιν Pl.R. 379a
; ἐποίησα μύθους τοὺς Αἰσώπου put them into verse, Id.Phd. 61b;μῦθον Lycurg.100
.d invent,καινοὺς θεούς Pl.Euthphr.3b
; ὑπὸ ποιητέω τινὸς ποιηθὲν [τοὔνομα] Hdt.3.115;πεποιημένα ὀνόματα Arist.Rh. 1404b29
, cf.Po. 1457b2; opp. αὐτοφυῆ, κύρια, D.H.Is.7, Pomp. 2.II bring about, cause,τελευτήν Od.1.250
;γαλήνην 5.452
;φόβον Il.12.432
;σιωπὴν παρὰ πάντων X.HG6.3.10
;τέρψιν τοῖς θεωμένοις Id.Mem.3.10.8
;αἰσχύνην τῇ πόλει Isoc.7.54
, etc.; also of things,ἄνεμοι αὐτοὶ μὲν οὐχ ὁρῶνται· ἃ δὲ ποιοῦσι φανερά X.Mem.4.3.14
;ταὐτὸν ἐποίει αὐτοῖς νικᾶν τε μαχομένοις καὶ μηδὲ μάχεσθαι Th.7.6
, cf. 2.89.b c. acc. et inf., cause or bring about that..,σε θεοὶ ποίησαν ἱκέσθαι [ἐς] οἶκον Od.23.258
;π. τινὰ κλύειν S.Ph. 926
;π. τινὰ βλέψαι Ar.Pl. 459
, cf. 746;π. τινὰ τριηραρχεῖν Id.Eq. 912
, cf. Av.59; π. τινὰ αἰσχύνεσθαι, κλάειν, ἀπορεῖν, etc., X.Cyr.4.5.48, 2.2.13, Pl.Tht. 149a, etc.: with ὥστε inserted, X.Cyr.3.2.29, Ar.Eq. 351, etc.: folld. by a relat. clause,π. ὅκως ἔσται ἡ Κύπρος ἐλευθέρη Hdt.5.109
, cf. 1.209;ὡς ἂν.. εἰδείην ἐποίουν X.Cyr.6.3.18
:—also [voice] Med., ἐποιήσατο ὡς ἐν ἀσφαλεῖ εἶεν ib.6.1.23.2 procure,π. ἄδειάν τε καὶ κάθοδόν τινι Th.8.76
;ὁ νόμος π. τὴν κληρονομίαν τισί Is.11.1
; λόγος ἀργύριον τῷ λέγοντι π. gets him money, D.10.76:—[voice] Med., procure for oneself, gain,κλέος αὐτῇ ποιεῖτ' Od.2.126
;ἄδειαν Th.6.60
;τιμωρίαν ἀπό τινων Id.1.25
;τὸν βίον ἀπὸ γεωργίας X.Oec.6.11
, cf. Th.1.5.3 of sacrifices, festivals, etc., celebrate,π. ἱρά Hdt.9.19
, cf. 2.49 ([voice] Act. and [voice] Pass.);π. τὴν θυσίαν τῷ Ποσειδῶνι X.HG4.5.1
; π. Ἴσθμια ib.4.5.2;τῇ θεῷ ἑορτὴν δημοτελῆ π. Th.2.15
;παννυχίδα π. Pl.R. 328a
; π. σάββατα observe the Sabbath, LXXEx.31.16; π. ταφάς, of a public funeral, Pl. Mx. 234b;π. ἐπαρήν SIG38.30
(Teos, v B.C.); also of political assemblies,π. ἐκκλησίαν Ar.Eq. 746
, Th.1.139;π. μυστήρια Id.6.28
([voice] Pass.);ξύλλογον σφῶν αὐτῶν Id.1.67
:—[voice] Med.,ἀγορὴν ποιήσατο Il.8.2
;ἢν θυσίην τις ποιῆται Hdt.6.57
(v.l.);δημοσίᾳ ταφὰς ἐποιήσαντο Th.2.34
;π. ἀγῶνα Id.4.91
;π. ἐκκλησίαν τοῖς Γρᾳξὶ περὶ μισθοῦ Ar.Ach. 169
.4 of war and peace, πόλεμον π. cause or give rise to a war,πόλεμον ἡμῖν ἀντ' εἰρήνης πρὸς Αακεδαιμονίους π. Is.11.48
; but π. ποιησόμενοι about to make war (on one's own part), X.An.5.5.24; εἰρήνην π. bring about a peace (for others), Ar. Pax 1199;σπονδὰς π. X.An.4.3.14
;ξυμμαχίαν ποιῆσαι Th.2.29
; but εἰρήνην ποιεῖσθαι make peace (for oneself), And.3.11;σπονδὰς ποιήσασθαι Th.1.28
, etc.:—[voice] Pass.,ἐπεποίητο συμμαχίη Hdt.1.77
, etc.5 freq. in [voice] Med. with Nouns periphr. for the Verb derived from the Noun, μύθου ποιήσασθαι ἐπισχεσίην submit a plea, Od.21.71; ποιέεσθαι ὁδοιπορίην, for ὁδοιπορέειν, Hdt.2.29;π. ὁδόν Id.7.42
, 110, 112, etc.; π. πλόον, for πλέειν, Id.6.95, cf. Antipho 5.21; π. κομιδήν, for κομίζεσθαι, Hdt.6.95; θῶμα π. τὴν ἐργασίην, for θωμάζειν, Id.1.68; ὀργὴν π., for ὀργίζεσθαι, Id.3.25; λήθην π. τι, for λανθάνεσθαί τινος, Id.1.127; βουλὴν π., for βουλεύεσθαι, Id.6.101; συμβολὴν π., for συμβάλλεσθαι, Id.9.45; τὰς μάχας π., for μάχεσθαι, S.El. 302, etc.; καταφυγὴν π., for καταφεύγειν, Antipho 1.4; ἀγῶνα π., for ἀγωνίζεσθαι, Th.2.89; π. λόγον [τινός] make account of.., Hdt.7.156; but τοὺς λόγους π. hold a conference, Th.1.128; also simply for λέγειν, Lys.25.2, cf. Pl.R. 527a, etc.; also π. δι' ἀγγέλου, π. διὰ χρηστηρίων, communicate by a messenger, an oracle, Hdt.6.4, 8.134.III with Adj. as predic., make, render so and so, ποιῆσαί τινα ἄφρονα make one senseless, Od.23.12; [δῶρα] ὄλβια ποιεῖν make them blest, i.e. prosper them, 13.42, cf. Il.12.30;τοὺς Μήδους ἀσθενεῖς π. X.Cyr.1.5.2
, etc.;χρήσιμον ἐξ ἀχρήστου π. Pl.R. 411b
: with a Subst., ποιῆσαι ἀθύρματα make into playthings, Il. 15.363;ποιεῖν τινα βασιλῆα Od.1.387
;ταμίην ἀνέμων 10.21
;γέροντα 16.456
;ἄκοιτίν τινι Il.24.537
;γαμβρὸν ἑόν Hes.Th. 818
; [μύρμηκας] ἄνδρας π. [καὶ] γυναῖκας Id.Fr.76.5
;πολιήτας π. τινάς Hdt.7.156
;Ἀθηναῖον π. τινά Th.2.29
, etc.;π. τινὰ παράδειγμα Isoc.4.39
: hence, appoint, instal,τὸν Μωϋσῆν καὶ τὸν Ἀαρών LXX 1 Ki.12.6
;δώδεκα Ev.Marc.3.14
:—[voice] Med., ποιεῖσθαί τινα ἑταῖρον make him one's friend, Hes. Op. 707, cf. 714; π. τινὰ ἄλοχον or ἄκοιτιν take her to oneself as wife, Il.3.409, 9.397, cf. Od.5.120, etc.; π. τινὰ παῖδα make him one's son, i.e. adopt him as son, Il.9.495, etc.; θετὸν παῖδα π. adopt a son, Hdt. 6.57: without υἱόν, adopt,ἐπειδὴ οὐκ ἦσαν αὐτῷ παῖδες ἄρρενες, π. Λεωκράτη D.41.3
, cf. 39.6,33, 44.25, Pl.Lg. 923c, etc.;π. τινὰ θυγατέρα Hdt.4.180
: generally,ἅπαντας ἢ σῦς ἠὲ λύκους π. Od.10.433
;π. τινὰ πολίτην Isoc.9.54
; ;τὰ κρέα π. εὔτυκα Hdt. 1.119
; τὰ ἔπεα ἀπόρρητα π. making them a secret, Id.9.45, etc.; also ἑωυτοῦ ποιέεται τὸ.. ἔργον makes it his own, Id.1.129; .IV put in a certain place or condition, etc.,ἐμοὶ Ζεὺς.. ἐνὶ φρεσὶν ὧδε νόημα ποίησ' Od.14.274
; ; , cf. 71;ἐν αἰσχύνῃ π. τὴν πόλιν D.18.136
;τὰς ναῦς ἐπὶ τοῦ ξηροῦ π. Th.1.109
;ἔξω κεφαλὴν π. Hdt.5.33
;ἔξω βελῶν τὴν τάξιν π. X.Cyr.4.1.3
;ἐμαυτὸν ὡς πορρωτάτω π. τῶν ὑποψιῶν Isoc.3.37
; of troops, form them,ὡς ἂν κράτιστα.. X.An.5.2.11
, cf. 3.4.21; in politics,ἐς ὀλίγους τὰς ἀρχὰς π. Th.8.53
; and in war, π. Γετταλίαν ὑπὸ Φιλίππῳ bring it under his power, D.18.48;μήτε τοὺς νόμους μήθ' ὑμᾶς αὐτοὺς ἐπὶ τοῖς λέγουσι π. Id.58.61
:—[voice] Med.,ποιέεσθαι ὑπ' ἑωυτῷ Hdt.1.201
, cf.5.103, etc.;ὑπὸ χεῖρα X.Ages.1.22
; π. τινὰς ἐς φυλακήν, τὰ τῶν ξυμμάχων ἐς ἀσφάλειαν, Th.3.3, 8.1;τινὰς ἐς τὸ συμμαχικόν Hdt.9.106
; τὰ λεπτὰ πλοῖα ἐντὸς π. put the small vessels in the middle, Th.2.83, cf. 6.67; π. τινὰ ἐκποδών (v. ἐκποδών); ὄπισθεν π. τὸν ποταμόν X.An. 1.10.9
.2 Math., multiply, π. τὰ ιβ ἐπὶ τὰ έ, τὰ ζ ἐφ' ἑαυτὰ π., Hero Metr.1.8, 2.14.V [voice] Med., deem, consider, reckon a thing as.., συμφορὴν ποιέεσθαί τι take it for a misfortune, Hdt.1.83, 6.61; δεινὸν π. τι esteem it a grievous thing, take it ill, Id.1.127, etc. (rarely in [voice] Act.,δεινὰ π. 2.121
.έ, Th.5.42); μέγα π. c. inf., deem it a great matter that.., Hdt.8.3, cf. 3.42, etc.;μεγάλα π. ὅτι.. Id.1.119
; ἑρμαῖον π. τι count it clear gain, Pl.Grg. 489c;οὐκέτι ἀνασχετὸν π. τι Th.1.118
: freq. with Preps., δι' οὐδενὸς π. deem of no account, S.OC 584; ἐν ἐλαφρῷ, ἐν ὁμοίῳ π., Hdt.1.118,7.138;ἐν σμικρῷ μέρει S.Ph. 498
;ἐν ὀλιγωρίᾳ Th.4.5
;ἐν ὀργῇ D.1.16
; ἐν νόμῳ π. consider as lawful, Hdt. 1.131; ἐν ἀδείῃ π. consider as safe, Id.9.42;παρ' ὀλίγον π. τι X. An.6.6.11
; περὶ πολλοῦ π., Lat. magni facere, Lys.1.1, etc.; περὶ πλείονος, περὶ πλείστου π., Id.14.40, Pl.Ap. 21e, etc.; περὶ ὀλίγου, περὶ ἐλάττονος, Isoc.17.58, 18.63;περὶ παντός Id.2.15
(rarelyπολλοῦ π. τι Pl.Prt. 328d
); πρὸ πολλοῦ π. c. inf., Isoc.5.138.VI put the case, assume that..,ποιήσας ἀν' ὀγδώκοντα ἄνδρας ἐνεῖναι Hdt.7.184
, cf. 186, X.An.5.7.9: without inf., ἐν ἑκάστῃ ψυχῇ ποιήσωμεν περιστερεῶνά τινα (sc. εἶναι) Pl.Tht. 197d:—[voice] Pass., πεποιήσθω δή be it assumed then, ib.e; those who are reputed..,Id.
R. 498a, cf. 538c, 573b:—but for τὸν φιλόσοφον ποιώμεθα νομίζειν ib. 581d read τί οἰώμεθα..;VII of Time, οὐ π. χρόνον make no long time, i. e. not to delay, D.19.163 codd.; μακρότερον ποιεῖς you are taking too long, PCair.Zen.48.4 (iii B.C.); μέσας π. νύκτας let midnight come, Pl.Phlb. 50d, cf. AP11.85 (Lucill.); ἔξω μέσων νυκτῶν π. τὴν ὥραν put off the time of business to past midnight, D.54.26; τὴν νύκτα ἐφ' ὅπλοις ποιεῖσθαι spend it under arms, Th.7.28(s.v.l.);ποιήσουσιν ἐν πλούτῳ ἔτη πολλά LXXPr.13.23
, cf. To.10.7; (ii B.C.), cf. PSI4.362.15 (iii B.C.);τὰς ἡμέρας ἐν τοῖς ὕδασι π. D.S.1.35
; tarry, stay,μῆνας τρεῖς Act.Ap. 20.3
, cf. AP11.330 (Nicarch.).VIII in later Greek, sacrifice, ; καρπώσεις ὑπέρ τινος ib.Jb.42.8: without acc., π. Ἀστάρτῃ sacrifice to Ashtoreth, ib.3 Ki.11.33.IX make ready, prepare, as food, μοσχάριον ib.Ge.18.7 sq.; π. τὸν μύστακα trim it, ib.2 Ki.19.24(25).X ποιεῖν βασιλέα play the king, ib.3 Ki.20 (21).7.B do, much like πράσσω, οὐδὲν ἂν ὧν νυνὶ πεποίηκεν ἔπραξεν D. 4.5; , cf. 18.62;ἄριστα πεποίηται Il.6.56
;πλείονα χρηστὰ περὶ τὴν πόλιν Ar.Eq. 811
;τὰ δίκαια τοῖς εὐεργέταις D.20.12
;ἅμα ἔπος τε καὶ ἔργον ἐποίεε Hdt.3.134
fin.; ποιέειν Σπαρτιητικά act like a Spartan, Id.5.40;οὗτος τί ποιεῖς; A. Supp. 911
, etc.;τὸ προσταχθὲν π. S.Ph. 1010
; π. τὴν μουσικήν practise it, Pl.Phd. 60e, etc.; πᾶν or πάντα π., v. πᾶς D. 111.2, etc.: Math., ὅπερ ἔδει ποιῆσαι, = Q.E.F., Euc.1.1, etc.2 c. dupl. acc., do something to another, κακά or ἀγαθὰ ποιεῖν τινα, first in Hdt.3.75, al.; ἀγαθόν, κακὸν π. τινά, Isoc.16.50, etc.;μεγάλα τὴν πόλιν ἀγαθά Din.1.17
; alsoεὖ ποιεῖν τὸν εὖ ποιοῦντα X.Mem.2.3.8
; τὴν ἐκείνου (sc. χώραν)κακῶς π. D.1.18
; in LXX with Prep.,π. κακὸν μετά τινων Ge. 26.29
;ταῦτα τοῦτον ἐποίησα Hdt.1.115
; , cf. Nu. 259; also of things, ἀργύριον τωὐτὸ τοῦτο ἐποίεε he did this same thing with silver, Hdt.4.166: less freq. c. dat. pers.,τῷ τεθνεῶτι μηδὲν τῶν νομιζομένων π. Is.4.19
;ἵππῳ τἀναντία X.Eq.9.12
codd., cf. Ar.Nu. 388, D.29.37: c. dat. rei,τί ποιήσωμεν κιβωτῷ; LXX 1 Ki.5.8
:—in [voice] Med.,φίλα ποιέεσθαί τισι Hdt.2.152
,5.37.3 with an Adv., ὧδε ποίησον do thus, Id.1.112; πῶς ποιήσεις; how will you act? S.OC 652;πῶς δεῖ ποιεῖν περὶ θυσίας X.Mem.1.3.1
;ποίει ὅπως βούλει Id.Cyr.1.4.9
;μὴ ἄλλως π. Pl.R. 328d
; πρὸς τοὺς πολεμίους πῶς ποιήσουσιν; ib. 469b; ὀρθῶς π. ib. 403e; εὖ, κακῶς π. τινά, v. supr. 2: freq. c. part.,εὖ ἐποίησας ἀπικόμενος Hdt.5.24
, cf. Pl.Phd. 60c;καλῶς ποιεῖς προνοῶν X.Cyr.7.4.13
;οἷον ποιεῖς ἡγούμενος Pl.Chrm. 166c
; καλῶς ποιῶν almost Adverbial,καλῶς γ', ἔφη, ποιῶν σύ Id.Smp. 174e
;καλῶς ποιοῦντες.. πράττετε D.20.110
, cf. 1.28; fortunately,Id.
23.143.4 in Prose (rarely in Poetry, A.Pr. 935), used in the second clause, to avoid repeating the Verb of the first, ἐρώτησον αὐτούς· μᾶλλον δ' ἐγὼ τοῦθ' ὑπὲρ σοῦ ποιήσω I will do this for you, D.18.52, cf. 292, Hdt.5.97, Is.7.35.II abs., to be doing, act,ποιέειν ἢ παθεῖν πρόκειται ἀγών Hdt.7.11
; ποιεῖν, as a category, opp. πάσχειν, Arist.Cat. 2a3, cf. GC 322b11, Ph. 225b13.b of medicine, operate, be efficacious, Pl.Phd. 117b;λουτρὰ κάλλιστα ποιοῦντα πρὸς νόσους Str. 5.3.6
; πρὸς στραγγουρίαν, πρὸς τοὺς δαιμονιζομένους, Thphr.HP7.14.1, Ps.-Plu.Fluv.16.2: freq. in Dsc., , al.;εἰς τὰ αὐτά 2.133
: c. dat.,στομαχικοῖς Gal.13.183
: abs., ἄκρως π. ib.265; also of charms, PMag.Osl.1.361.2 Th. has a peculiar usage, ἡ εὔνοια παρὰ πολὺ ἐποίει μᾶλλον ἐς τοὺς Λακεδαιμονίους good-will made greatly for, on the side of, the L., 2.8: impers., ἐπὶ πολὺ ἐποίει τῆς δόξης τοῖς μὲν ἠπειρώταις εἶναι, τοῖς δέ.. it was the general character of the one to be landsmen, of the others.., 4.12: the former passage is imitated by Arr.An.2.2.3, App.BC1.82, D.C.57.6. -
4 ἐπάγω
ἐπάγω [ᾰ],A bring on,οἷον ἐπ' ἦμαρ ἄγῃσι πατήρ Od.18.137
;ἐ. πῆμά τινι Hes.Op. 242
; ; ἐλεύθερον ἦμαρ Bacisap.Hdt.8.77;ἄτην ἐπ' ἄτῃ A.Ch. 404
(lyr.), cf. S.Aj. 1189 (lyr.);κινδύνους τινί Is.8.3
;πόλεμον ἐπὶ τὰς Θήβας Aeschin.3.140
;νόσους γῆράς τε ἐ. Pl. Ti. 33a
;πάθος ἐ. Hp.Morb.Sacr.3
.2 set on, urge on, as hunters do dogs, ἐπάγοντες ἐπῇσαν (sc. κύνας) Od.19.445, cf. X.Cyn.10.19:— in [voice] Med., ib.6.25.b lead on an army against the enemy,Ἄρη τινί A.Pers.85
(lyr.);τὴν στρατιήν Hdt.1.63
, cf.7.165;τὸ δεξιὸν κέρας Ar. Av. 353
;στρατόπεδον Th.6.69
;τινὰ ἐπί τινα Id.8.46
: intr., march against,τισί Plb.2.29.2
: abs., dub. in Luc.Hist.Conscr.21: metaph., Diph.44 (nisi leg. ἐπῇττε).3 lead on by persuasion, influence, Od.14.392, Th.1.107;ἐλπὶς ἥ σ' ἐπήγαγεν E.Hec. 1032
: c. inf., induce one to do, ib. 260, Isoc.14.63:—[voice] Pass.,οἷς ἐπαχθέντες ὑμεῖς D.5.10
(cod. S).4 bring in, invite as aiders or allies,τὸν Πέρσην Hdt.9.1
, cf. 8.112; τὸν Π. ἐπὶ τοὺς Ἕλληνας Epist. Phil. ap. D.12.7; (v. infr.11.2.5 bring to a place, bring in, S.Tr. 378, E.Ph. 905;ἅμαξαι.. τοὺς λίθους ἐπῆγον Th. 1.93
:—[voice] Med., draw in nourishment, of roots, Thphr.HP1.1.9:— [voice] Pass.,τροφὰ ἐπάγεται τῷ σώματι Ti.Locr.102b
.6 bring in, supply,ἐπιτήδεια Th.7.60
;τὰ ἐκ τῶν διωρύχων ἐ. νάματα Pl.Criti. 118e
;λίμνην.. εἰς τὴν ἅλμην Ephipp.5.12
: metaph.,ἐπάγει ἡ ψυχὴ τὸ ἓν ἄλλῳ Plot.6.9.1
.7 lay on or apply to one, ἐ. κέντρον πώλοις, of a charioteer, E.Hipp. 1194;ἐ. πληγὴν ἐπί τινα LXX Is.10.24
; ἐ. ζημίαν, = ἐπιτιθέναι, Luc.Anach.11; ἔπαγε τὴν γνάθον lay your jaws to it, Ar. V. 370; ἐ. τὴν διάνοιάν τινι apply it, Plu.Per.1.8 bring forward, ἐ. ψῆφον τοῖς ξυμμάχοις propose a vote to them, like ἐπιψηφίζειν ἐς.. Th.1.125, cf. 87; ψῆφος ἐπῆκτό τινι περὶ φυγῆς against him, X.An.7.7.57, cf. D.47.28;ἐ. ὅρκον τισί Paus.4.14.4
, cf.IG9(1).334.13 ([dialect] Locr.); also ἐ. δίκην, γραφήν τινι, bring a suit against one, Pl.Lg. 881e, D.18.150; γραφάς, εὐθύνας, εἰσαγγελίας ib.249;λεγέτω πρότερος ὁ ἐπάγων τὰν δίκαν Foed.Delph.Pell.1
A10;ἐ. αἰτίαν τινί D.18.141
;αἰτίαν ἐπήγαγέ μοι φόνου ψευδῆ Id.21.110
, cf.114.9 bring in over and above,παροψώνημα A.Ag. 1446
;τῷ λόγῳ τὸ ἔργον Plu.Lyc.8
:—[voice] Pass., τὸ ἐπαγόμενον φωνῆεν the vowel which follows, EM176.55; ὁ ἐ. ἀγών extraordinary, CIG 3491 ([place name] Thyatira).b intercalate days in the year, Hdt.2.4, D.S.1.50; αἱ ἐπαγόμεναι, with or without ἡμέραι, intercalated days, ib.13, Plu.2.355e, Inscr.Cypr.134 H., PStrassb.91.6, Vett.Val.20.26, 36.9, etc.10 in instruction or argument, lead on,τινὰς ἐπὶ τὰ μήπω γιγνωσκόμενα Pl.Plt. 278a
:—[voice] Pass.,ἐπαχθέντων αὐτῶν Aristox.Harm.p.23
M.b esp. in the Logic of Aristotle, teach or convince by induction,ἐπάγοντα ἀπὸ τῶν καθ' ἕκαστον ἐπὶ τὸ καθόλου καὶ τῶν γνωρίμων ἐπὶ τὰ ἄγνωστα Top.156a4
:—[voice] Pass., , cf.71a21,24: abs., συλλογιζόμενον ἢ ἐπάγοντα by syllogism or by induction, Rh.1356b8, cf. Top.157a21,al.;οὐδ' ὁ ἐπάγων ἀποδείκνυσιν APo.91b15
.c also ἐ. τὸ καθόλου bring forward, advance: hence, infer the general principle,τῇ καθ' ἕκαστα ἐπὶ τῶν ὁμοίων ἐπαγωγῇ ἐ. τὸ καθόλου Top.108b11
, cf. SE 174a34; so later, adduce the argument,ὅτι.. Alex.Aphr.
inSE6.2; conclude, infer, Arr.Epict.4.8.9.11 ἐ. τὴν κοιλίαν move the bowels, v.l. for ὑπ-, Dsc.4.157.II [voice] Med., bring to oneself, procure or provide for oneself,ἐκ θαλάσσης ὧν δέονται ἐπάξονται Th.1.81
, cf. 6.99: metaph., Ἅιδα φεῦξιν ἐ. devise, invent a means of shunning death, S. Ant. 362 (lyr.);τὴν τῶν ξυμμάχων δούλωσιν Th.3.10
;τῶν.. κακῶν ἐ. λήθην Men.467
.2 of persons, bring into one's country, bring in or introduce as allies (v. supr. 1.4), Hdt.2.108, Th.1.3, 2.68, 4.64,al.;οἰκιστὴν ἐ. Hdt.6.34
, cf. 5.67;ἐπιϝοίκους ἐ. Berl.Sitsb.1927.8
([dialect] Locr., v B. C.).3 μάρτυρας ποιητὰς ἐ. call them in as witnesses, Pl.R. 364c, cf. Lg. 823a, Arist.Metaph. 995a8; ἐ. ποιητὰς ἐν τοῖς λόγοις introduce by way of quotation, Pl.Prt. 347e;τὸν Ἡσίοδον μάρτυρα Id.Ly. 215c
; ἐ. μαρτύρια adduce testimonies, X.Smp.8.34;εἰκόνας ἐ. Id.Oec.17.15
;ὅρκον ἐ. πάντα τὰ ζῷα Porph.Abst.3.16
.4 bring upon oneself,νύκτα ἐν μεσημβρίᾳ Pl.Lg. 897d
;φθόνον X.Ap.32
;συμφορὰν ἐμαυτῷ Lys.4.19
;αὐθαίρετον αὑτοῖς δουλείαν D.19.259
;πράγματα Id.54.1
;ἑαυτοῖς δεστότην ἐ. τὸν νόμον Pl.Grg. 492b
;μητρυιὰν ἐ. κατὰ τῶν ἰδίων τέκνων D.S.12.12
.6 bring over to oneself, win over,τὸ πλῆθος Th.5.45
;τινὰ εἰς εὔνοιαν Plb.7.14.4
: c. acc. et inf., ἐ. τινὰς ξυγχωρῆσαι induce them to concede, Th.5.41. -
5 νόσος
νόσος, ου, ἡ (Hom.+)① physical malady, disease, illness (freq. viewed in Mediterranean society as socially devaluing) lit. Ac 19:12; πεσούσης … εἰς ν. when (Artemilla) … became ill AcPl Ha 4, 15 (cp. ApcMos 5 περιπεσὼν εἰς ν.). W. μαλακία: θεραπεύειν πᾶσαν ν. Mt 4:23; 9:35; 10:1 (cp. Jos., Bell. 5, 383 πάσῃ ν.). νόσους θεραπεύειν Lk 9:1 (Just., A I, 48, 1 πάσας ν.). W. βάσανοι Mt 4:24. ἐθεράπευσεν πολλοὺς κακῶς ἔχοντας ποικίλαις ν. he healed many who were sick w. various diseases Mk 1:34 (Tat. 20, 2 ποικίλαι ν.). ἀσθενοῦντες νόσοις ποικίλαις Lk 4:40. ἐθεράπευσεν πολλοὺς ἀπὸ νόσων he healed many people of their illnesses 7:21. Pass. ἰαθῆναι ἀπὸ τῶν ν. 6:18. In imagery βαστάζειν τὰς ν. τινός bear someone’s diseases (after Is 53:4 where, however, LXX does not have νόσος) Mt 8:17; IPol 1:3.② moral malady, disease fig. ext. of 1: vice (Bias in Diog. L. 1, 86 νόσος ψυχῆς of a character defect; Just., D. 30, 1 τὸν λαὸν … ἐν νόσῳ ψυχικῇ ὑπάρχοντα; Herm. Wr. 12, 3 ἀθεότης; oft. Philo) ὁ μοιχὸς … τῇ ἰδίᾳ ν. τὸ ἱκανὸν ποιεῖ the adulterer gives satisfaction to his own diseased inclination Hs 6, 5, 5.—MGrmek, Diseases in the Ancient Greek World, tr. M and LMueller, ’89 [orig. French ’83].—DELG. M-M. TW. -
6 καταπαύω
A put an end to, stop,κατέπαυσα θεῶν Χόλον Od.4.583
; μηνιθμὸν καταπαυσέμεν ([dialect] Ep. [tense] fut. inf.) Il.16.62; ; νεῖκος κ. Hes.Th.87;τὴν ναυπηγίην Hdt.1.27
; (lyr.); λιγυρὰν γᾶρυν B.l.c.;αἱμορραγίαν Gal.16.777
; bring to a close,τὸν λόγον Plb.2.8.8
;τὸ σύγγραμμα Phld.Po.5.26
; κ. τὸν πρῶτον λόγον εἰς.. conclude the first section and proceed to.., Olymp.in Mete.78.9:— [voice] Med.,πόνους -παυόμενοι E.Hel. 1154
(lyr.):—[voice] Pass., .II c. acc. pers., put an end to, i.e. kill,τάχα κέν σε.. ἔγχος ἐμὸν κατέπαυσε Il.16.618
;σοῦ κ. τὰς πνοάς Ar.Av. 1397
.2 make one stop from a thing, hinder, check,μιν καταπαύσῃ ἀγηνορίης ἀλεγεινῆς Il.22.457
;παῖδας καταπαυέμεν ἀφροσυνάων Od.24.457
; soκ. τινὰ δρόμου Pl.Plt. 294e
: c. part.,κ. ταύτην λαλοῦσαν Men.66.5
: c. acc. only, keep in check, τινα Od.2.244 (cf. 168), Il.15.105.3 depose from power, κ. τινὰ τῆς ἀρχῆς, τῆς βασιληΐης, Hdt.4.1, 6.64;τοὺς τυράννους Id.5.38
, cf. 2.144, 7.105; Μούσας depose them from their honours, cease to worship them, E. HF 685 (lyr.):—[voice] Pass.,τῆς βασιληΐης κατεπαύσθη Hdt. 1.130
, cf. 6.71.b put down,τὴν ἑωυτοῦ ἀρχήν Id.1.86
; τὴν Κύρου δύναμιν ib. 90;δῆμον Th.1.107
;τοὺς τετρακοσίους Id.8.97
;τιμὰς ἐνέρων E.Alc. 31
(anap.).III [voice] Pass. and [voice] Med. ([tense] fut.- πᾰήσομαι PMag.Lond. 121.916
), leave off, cease, Ar.Eq. 1265;λόγος κ. ἐν.. Pl.Phlb. 66c
: c. part., οὐ -παήσεται ἐρχομένη PMag. l.c.IV [voice] Act. used intr. like [voice] Med.,μολπᾶν δ' ἄπο.. καταπαύσας πόσις.. ἔκειτο E.Hec. 918
(lyr., s. v.l.); εὐημερῶν κατάπαυσον rest while you are well off, Com.Adesp. 110.8, cf. LXXGe.8.22, al.; κ. τοῦ πορευθῆναι ib.3 Ki.12.24.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταπαύω
См. также в других словарях:
εξυβρίζω — και ξεβρίζω (AM ἐξυβρίζω) χρησιμοποιώ προσβλητικές ή υβριστικές φράσεις ή ενέργειες εναντίον κάποιου μσν. νεοελλ. ατιμάζω, ντροπιάζω αρχ. 1. γίνομαι αυθάδης, αποθρασύνομαι («χρόνου δέ ού πολλού διεξελθόντος αύτίκα οί Μινύαι εξύβρισαν», Ηρόδ.) 2.… … Dictionary of Greek
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
στηρίζω — ΝΜΑ 1. κάνω κάτι σταθερό, ακλόνητο, εδραίο, στερεώνω, υποβαστάζω (α. «στήριξαν τον τοίχο με δοκάρια και δεν έπεσε» β. «Ζεὺς στήριξε κατὰ χθονός», Ησίοδ.) 2. (μέσ. και παθ.) στηρίζομαι α) ακουμπώ σταθερά σε κάτι, στέκομαι σε σταθερό υπόβαθρο (α.… … Dictionary of Greek
τερηδόνα — I Καταστρεπτική διεργασία εις βάρος των σκληρών ιστών του οργανισμού, όπως τα οστά, οι χόνδροι και τα δόντια· συχνότερα ο όρος σημαίνει την τ. των δοντιών. Η τελευταία αυτή οφείλεται στη συνέργια ενδογενών και εξωγενών παραγόντων: γενικές… … Dictionary of Greek
υγεία — Αρχαία ελληνική θεότητα, προσωποποίηση της υγείας του σώματος και της ψυχής. Ως αρχαιότερο κέντρο λατρείας της αναφέρεται η Τιτάνη στη Σικυώνα, όπου βρισκόταν ιερό του Ασκληπιού και της Υ. Αναφέρεται ότι ο Aρίφρων ο Σικυώνιος έγραψε ύμνο για τη… … Dictionary of Greek