Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

επίμονος

См. также в других словарях:

  • ἐπίμονος — staying on masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίμονος — η, ο επίρρ. α 1. που επιμένει, που δεν υποχωρεί, ακλόνητος: Επίμονος πυρετός. 2. που δε μεταβάλλει γνώμη, που έχει αγύριστο κεφάλι: Επίμονος άνθρωπος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επίμονος — η, ο (AM ἐπίμονος, ον) [επιμένω] αυτός που παραμένει σταθερός σε κάτι, που δεν αλλάζει γνώμη (α. «επίμονη προσπάθεια» β. «κατὰ πᾱσαν περίστασιν ἐπίμονον γενέσθαι τῇ γνώμῃ», Πολ.) νεοελλ. 1. πείσμων, αμετάπειστος* 2. εκείνος που συνεχίζεται με την …   Dictionary of Greek

  • ἐπιμονώτερον — ἐπίμονος staying on masc acc comp sg ἐπίμονος staying on neut nom/voc/acc comp sg ἐπίμονος staying on adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιμονωτάτων — ἐπίμονος staying on fem gen superl pl ἐπίμονος staying on masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιμόνως — ἐπίμονος staying on adverbial ἐπίμονος staying on masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίμονον — ἐπίμονος staying on masc/fem acc sg ἐπίμονος staying on neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιμονώτατος — ἐπίμονος staying on masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιμονώτερα — ἐπίμονος staying on neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιμόνοις — ἐπίμονος staying on masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιμόνου — ἐπίμονος staying on masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»