-
1 настойчивый
настойчивый επίμονος· \настойчивыйая просьба η επίμονη παράκληση· \настойчивый человек о επίμονος άνθρωπος* * *насто́йчивая про́сьба — η επίμονη παράκληση
насто́йчивый челове́к — ο επίμονος άνθρωπος
-
2 пристальный
пристальный επίμονος· \пристальный взгляд το προσηλωμένο βλέμμα· \пристальныйое внимание η εντεταμένη προσοχή* * *при́стальный взгляд — το προσηλωμένο βλέμμα
при́стальное внима́ние — η εντεταμένη προσοχή
-
3 убедительный
-
4 упорный
упорный πεισματώδης, επίμονος; \упорныйые бой οι πεισματώδεις μάχες* * *πεισματώδης, επίμονοςупо́рные бои́ — οι πεισματώδεις μάχες
-
5 напористый
напо́р||истыйприл ἐπίμονος, δραστήριος:он очень \напористыйнстый εἶναι πολύ ἐπίμονος. -
6 упорный
упор||ныйприл ἐπίμονος, ἔμμονος, πεισματώδης, πείσμων:\упорный человек ὁ ἐπίμονος ἄνθρωπος· \упорныйные просьбы οἱ ἐπίμονες παρακλήσεις· \упорныйная борьба ὁ πεισματώδης ἀγώνας. -
7 упорный
упорный 1επ.στηρικτικός, της στήριξης, του στηρίγματος•-ая точка σημείο στήριξης.
упорный 2επ.1. επίμονος, έμμονος•упорный человек επίμονος άνθρωπος•
-ые поиски επίμονες αναζητήσεις.
|| σταθερός, ακλόνητος, άκαμπτος, ακράδαντος. || πείσμονας, ισχυρογνώμονάς.2. διαρκής, συνεχής, μόνιμος.3. πεισματώδης, πεισματικός. -ые бои πεισματώδεις μάχες. || σκληρός, γερός•упорный металл σκληρό μέταλλο.
-
8 испытующий
испыт||ующийприл ἐξεταστικός, ἐπίμονος:\испытующийу́ющий взгляд τό ἐπίμονο (или ἐξεταστικό) βλέμμα -
9 настоичивый
насто́и́чив||ыйприл Εμμονος, ἐπίμονος. -
10 настоятельный
настоятельн||ыйприл1. (настои́чивый) ἐπίμονος, ἐπιτακτικός:\настоятельныйая просьба ἡ θερμή παράκληση·2. (очень нужный) κατεπείγων, ἐπείγων:\настоятельныйая необходимость ἡ ἐπιτακτική ἀνάγκη. -
11 неотступный
неотсту́пн||ыйприл ἐπίμονος, Εμμονος:\неотступныйое преследование ἡ ἐπίμονη παρακολούθηση· \неотступныйая мысль ἡ ἐμμονη σκέψη. -
12 неусидчивый
неуси́дчив||ыйприл ἀνήσυχος, ἀεικίνητος / μή ἐπίμονος (об учащемся). -
13 неуступчивый
неусту́пчив||ыйприл ἀδιάλλακτος, ἀνένδοτος, ισχυρογνώμων, ἐπίμονος. -
14 пристальиый
пристальи||ыйприл ἐπίμονος, διαπεραστικός, προσηλωμένος, προσεκτικός:\пристальиыйый взгляд τό προσηλωμένο βλεμ(μ)α· \пристальиыйое внимание ἡ ἐντεταμένη προσοχή. -
15 тем
тем Iтвор. п. ед. от тот, то III; дат. п. мн. от тот, та, то III.тем II1. нареч δσο[ν], τόσο[ν], μ' αὐτό:\тем лучше τόσο τό καλλίτερο·2. союз:чем...., тем... οσο... τόσο· чем труднее была работа, \тем упорнее он был οσο ἡ δουλειά ήταν δυσκολωτερη, τόσο αὐτός ήταν πιό ἐπίμονος· ◊ \тем самым μ' αὐτό, ἐτσι· \тем более πολύ περισσότερο· \тем более, что... πολύ περισσότερο πού· \тем не менее καί δμως, παρ' ὅλα αὐτά. -
16 убедительный
убедительн||ыйприл1. πειστικός:\убедительныйый довод τό πειστικό ἐπιχείρημα·2. (настоятельный) ἐπίμονος:\убедительныйая просьба ἡ ἐπίμονη παράκληση. -
17 упрямый
упря||мыйприл πεισματάρης, ἰσχυρογνώμων, πείσμων, ἐπίμονος, ξεροκέφαλος:\упрямыймая лошадь τό πεισματάρικο ἄλογο. -
18 усиленный
усил||енный1. прич. от усилить·2. прил ἐντατικός, ἐνισχυμένος:\усиленныйенное питание ὁ ὑπερσιτισμός, ἡ ὑπερσίτιση [-ις]·3. прил (настои́чивый) ἐπίμονος, συνεχής:\усиленныйенные просьбы οἱ ἐπίμονες παρακλήσεις. -
19 целеустремленный
целеустремленн||ыйприл ἐπίμονος, προσηλωμένος σ' ἐναν σκοπό. -
20 цепкий
цепк||ийприл1. πού πιάνει καλά, πού γαντζώνει γερά:\цепкийие когти νύχια, πού γαντζώνουν γερά· \цепкийие ру́ки χέρια, πού σφίγγουν γερά·2. (вязкий, вяжущий) κολλητικός, κολλώδης·3. перен (о человеке) разг ἐπίμονος·4. (схватывающий, запоминающий) σταθερός, γερός:\цепкий взгляд τό σταθερό βλέμμα· \цепкийая память ἡ γερή μνήμη.
См. также в других словарях:
ἐπίμονος — staying on masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίμονος — η, ο επίρρ. α 1. που επιμένει, που δεν υποχωρεί, ακλόνητος: Επίμονος πυρετός. 2. που δε μεταβάλλει γνώμη, που έχει αγύριστο κεφάλι: Επίμονος άνθρωπος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επίμονος — η, ο (AM ἐπίμονος, ον) [επιμένω] αυτός που παραμένει σταθερός σε κάτι, που δεν αλλάζει γνώμη (α. «επίμονη προσπάθεια» β. «κατὰ πᾱσαν περίστασιν ἐπίμονον γενέσθαι τῇ γνώμῃ», Πολ.) νεοελλ. 1. πείσμων, αμετάπειστος* 2. εκείνος που συνεχίζεται με την … Dictionary of Greek
ἐπιμονώτερον — ἐπίμονος staying on masc acc comp sg ἐπίμονος staying on neut nom/voc/acc comp sg ἐπίμονος staying on adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμονωτάτων — ἐπίμονος staying on fem gen superl pl ἐπίμονος staying on masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμόνως — ἐπίμονος staying on adverbial ἐπίμονος staying on masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίμονον — ἐπίμονος staying on masc/fem acc sg ἐπίμονος staying on neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμονώτατος — ἐπίμονος staying on masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμονώτερα — ἐπίμονος staying on neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμόνοις — ἐπίμονος staying on masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμόνου — ἐπίμονος staying on masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)