-
21 напористый
[ναπόριστυϊ] εκ. επίμονος -
22 неотступный
[νιατστούπνυϊ] εκ. επίμονος -
23 пристальный
[πρίσταλ'νυϊ] επ. επίμονος -
24 упорный
[ουπόρνυϊ] εκ. επίμονος -
25 целеустремленный
[τσελιουστριμλιόννυΐ] εκ. επίμονος -
26 целеустремленный
[τσελιουστριμλιόννυΐ] εκ. επίμονος -
27 напористый
[ναπόριστυϊ] επ επίμονος -
28 неотступный
[νιατστούπνυϊ] επ επίμονος -
29 пристальный
[πρίσταλ'νυϊ] επ επίμονος -
30 упорный
[ουπόρνυϊ] επ επίμονος -
31 целеустремленный
[τσελιουστριμλιόννυϊ] επ επίμονος -
32 целеустремленный
[τσελιουστριμλιόννυϊ] επ επίμονος -
33 безотвязный
επ.έμμονος, επίμονος, συνεχής, αξεκόλλητος (για παρακολούθηση). -
34 жестокий
επ., βρ: -ток, -а, -о; жесточайший.1. σκληρός, ανελέητος, άσπλαχνος, αλύπητος• απάνθρωπος•-ое обращение с пленными σκληρή μεταχείριση των αιχμαλώτων жестокий ροκ αδυσώπητη μοίρα.
2. δυνατός, δριμύς•-ая обида κόλαφος, μεγάλη προσβολή•
-ая стужа τσουχτερό κρύο•
-ая зима βαρύς χειμώνας•
жестокий ветер σφοδρός άνεμος.
|| αυστηρός•-ие законы αυστηροί νόμοι.
|| δεινός, επίμονος, ανένδοτος• σθεναρός•-ая борьба δεινός αγώνας•
-ие бой σκληρές μάχες•
-ое сопротивление σθεναρή αντίσταση.
-
35 закоснелый
επ.παλαιός• ριζωμένος•-ая привычка παλαιά συνήθεια.
|| αδιόρθωτος, επίμονος, αμετατρεπτος, σκληρός. -
36 мешкотный
επ., βρ: -тен, -тна, -тно.1. αργός, αργητός, βραδΰς, βραδυκίνητος.2. οκνός• πολύχρονος• επίμονος•-ая работа επίμονη εργασία.
-
37 навязчивый
επ., βρ: -чив, -а, -о.1. ενοχλητικός, οχληρός, φορτικός, βαρετός•навязчивый че-ловк ενοχλητικός άνθρωπος•
навязчивый посетитель βαρετός επισκέπτης.
2. μτφ. έμμονος, επίμονος•-ая идея, мысль έμμονη ιδέα, σκέψη.
-
38 напористый
επ., -рист, -а, -оδραστήριος• επίμονος•напористый человек δραστήριος άνθρωπος•
-ые действия δραστήριες ενέργειες.
-
39 настойчивый
επ., βρ: -чив, -а, -оεπίμονος, έμμονος, σταθερός, πεισματικός, πεισματώδης απαιτητικός. -
40 настоятельный
επ., βρ: -лен, -льна, -льно1. επίμονος, έμμονος•-ые требования επίμονες απαιτήσεις ή διεκδικήσεις•
-ая просьба επίμονη παράκληση.
2. επιτακτικός, επιβλημένος, επιβαλλόμενος•-ая необходимость (нужд.)
επιτακτική ανάγκη.
См. также в других словарях:
ἐπίμονος — staying on masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίμονος — η, ο επίρρ. α 1. που επιμένει, που δεν υποχωρεί, ακλόνητος: Επίμονος πυρετός. 2. που δε μεταβάλλει γνώμη, που έχει αγύριστο κεφάλι: Επίμονος άνθρωπος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επίμονος — η, ο (AM ἐπίμονος, ον) [επιμένω] αυτός που παραμένει σταθερός σε κάτι, που δεν αλλάζει γνώμη (α. «επίμονη προσπάθεια» β. «κατὰ πᾱσαν περίστασιν ἐπίμονον γενέσθαι τῇ γνώμῃ», Πολ.) νεοελλ. 1. πείσμων, αμετάπειστος* 2. εκείνος που συνεχίζεται με την … Dictionary of Greek
ἐπιμονώτερον — ἐπίμονος staying on masc acc comp sg ἐπίμονος staying on neut nom/voc/acc comp sg ἐπίμονος staying on adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμονωτάτων — ἐπίμονος staying on fem gen superl pl ἐπίμονος staying on masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμόνως — ἐπίμονος staying on adverbial ἐπίμονος staying on masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίμονον — ἐπίμονος staying on masc/fem acc sg ἐπίμονος staying on neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμονώτατος — ἐπίμονος staying on masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμονώτερα — ἐπίμονος staying on neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμόνοις — ἐπίμονος staying on masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμόνου — ἐπίμονος staying on masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)