-
41 настырный
επ. (απλ.)επίμονος• αμετάκλητος, αμεταγύριστός• στερρός. -
42 неотступный
επ., βρ: -пен, -пна, -пноανυποχώρητος, αξεκόλλητος, επίμονος, έμμονος•-ое преследование παρακολούθηση βήμα προς βήμα•
-ая мысль έμμονη ιδέα•
-ая просьба επίμονη παράκληση.
-
43 ожесточённый
επ. από μτχ.σκληρός, αμείλικτος. || μτφ. λυσσώδης. || επίμονος, μανιώδης. -
44 пристальный
επ. βρ: -лен, -льна, -льно; προσηλωμένος, επίμονος, εντατικός, τεταμένος•пристальный взгляд προσηλωμένο (καρφωμένο) βλέμμα•
-ое внимание τεταμένη (αδιάπτωτη) προσοχή.
-
45 терпеливый
επ., βρ: -лив, -а, -оυπομονητικός, καρτερικός•терпеливый человек υπομονητικός άνθρωπος•
терпеливый рыболов υπομονητικός ψαράς.
|| επίμονος•терпеливый труд επίμονη εργασία•
-ая учба επίμονη μάθηση.
-
46 убедительный
επ., βρ: -лен, -льна, -льно;1. πειστικός• πειστήριος•убедительный пример πειστικό παράδειγμα•
-ые факты πειστικά, γεγονότα•
2. επίμονος, έμμονος-убедительныйая просьба επίμονη παράκληση. -
47 усиленный
επ. από μτχ.1. εντατικός, ενισχυμένος, προσαυξημένος•-ая доза ενισχυμένη δόση•
-ая работа εντατική εργασία•
-ая охрана ενισχυμένη φρουρά.
2. επίμονος, σύντονος•-ые просьбы επίμονες παρακλήσεις.
-
48 цепкий
επ., βρ: -пок, -пка, -пко.1. αγκιστρωτός, γαντζωτός• γαμψός•-ие пальцы γαντζωτά δάχτυλα•
-ие когти γαμψά νύχια.
|| αρπακτικός, συλληπτ ικός•кошки очень -пки οι, γάτες είναι πολύ επιδέξιες στο πιάσιμο.
2. κολλώδης, κολλητικός•-ая почва κολλώδες έδαφος.
3. μτφ. προσαρμοζόμενος εύκολα. || επίμονος, έμμονος σταθερός.
См. также в других словарях:
ἐπίμονος — staying on masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίμονος — η, ο επίρρ. α 1. που επιμένει, που δεν υποχωρεί, ακλόνητος: Επίμονος πυρετός. 2. που δε μεταβάλλει γνώμη, που έχει αγύριστο κεφάλι: Επίμονος άνθρωπος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επίμονος — η, ο (AM ἐπίμονος, ον) [επιμένω] αυτός που παραμένει σταθερός σε κάτι, που δεν αλλάζει γνώμη (α. «επίμονη προσπάθεια» β. «κατὰ πᾱσαν περίστασιν ἐπίμονον γενέσθαι τῇ γνώμῃ», Πολ.) νεοελλ. 1. πείσμων, αμετάπειστος* 2. εκείνος που συνεχίζεται με την … Dictionary of Greek
ἐπιμονώτερον — ἐπίμονος staying on masc acc comp sg ἐπίμονος staying on neut nom/voc/acc comp sg ἐπίμονος staying on adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμονωτάτων — ἐπίμονος staying on fem gen superl pl ἐπίμονος staying on masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμόνως — ἐπίμονος staying on adverbial ἐπίμονος staying on masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίμονον — ἐπίμονος staying on masc/fem acc sg ἐπίμονος staying on neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμονώτατος — ἐπίμονος staying on masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμονώτερα — ἐπίμονος staying on neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμόνοις — ἐπίμονος staying on masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμόνου — ἐπίμονος staying on masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)