-
1 δήγμα
-
2 δῆγμα
-
3 δῆγμα
-
4 δῆγμα
-ατος τό N 3 0-0-1-0-2=3 Mi 5,4; Wis 16,5.9bite, sting Wis 16,5*Mi 5,4 δήγματα bites, attacks?-יכישׁנ for MT נסיכי princes, leaders -
5 δήγματ'
δή̱γματα, δῆγμαbite: neut nom /voc /acc plδή̱γματι, δῆγμαbite: neut dat sgδή̱γματε, δῆγμαbite: neut nom /voc /acc dual -
6 δηγμάτων
δη̱γμάτων, δῆγμαbite: neut gen pl -
7 δήγμασι
δή̱γμασι, δῆγμαbite: neut dat pl -
8 δήγμασιν
δή̱γμασιν, δῆγμαbite: neut dat pl -
9 δήγματα
δή̱γματα, δῆγμαbite: neut nom /voc /acc pl -
10 δήγματι
δή̱γματι, δῆγμαbite: neut dat sg -
11 δήγματος
δή̱γματος, δῆγμαbite: neut gen sg -
12 θηριόδηγμα
A bite of a serpent, Dsc.2.79.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θηριόδηγμα
-
13 κάρχαρος
A saw-like, jagged, so with saw-like jagged teeth,κύων Lyc.34
, Luc.Luct.4, cf. Ael.NA 16.18;στόμα Opp.C.3.142
;ἕρκος Id.H.1.506
;ὀδόντες Philostr.Im. 2.18
;δῆγμα Luc.Trag.302
; κάρχαρον μειδήσας, of the wolf, Babr.94.6.2 metaph., harsh, of sounds or language,καρχάραισι φωναῖς Alcm.
l.c., cf. Luc.Hist.Conscr.43;ῥήτωρ Id.Merc.Cond.35
; nickname of Thrason, Bato Sinop.3; rough, rude, [ ἤθη]κ. καὶ σκολιά Plu. 2.468c
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κάρχαρος
-
14 λύπη
λῡπ-η, ἡ, -
15 προσικνέομαι
A come to, reach, δῆγμα δὲ λύπης οὐδὲν ἐφ' ἧπαρ π. A. Ag. 792 (anap.): also c. gen., reach so far as, come at, ; πρὶν ἐκεῖνον προσικέσθαι σου is f.l. in Ar.Eq. 761.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσικνέομαι
-
16 πυρίσπαρτος
πῠρί-σπαρτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυρίσπαρτος
-
17 χρηστός
A like χρήσιμος, useful, good of its kind, serviceable,[τόξα] χρηστὰ οὐδέν Hdt.3.78
; [ἀτραπὸς] οὐδὲν χ. τισι Id.7.215
;χ. ἐπίπλοα Id.1.94
; [γῆ] E.Hec. 594; οἰκία, opp. μοχθηρά, Pl.Grg. 504a; ἡ χ. μέλιττα, opp. οἱ κηφῆνες, Arist.HA 624b23: freq. of wholesome food,μελίτωμα Batr.39
; ποτόν, σῖτος, Pl.R. 438a;περὶ τὸ σῶμα Pl.Prt. 313d
: c. gen., for a thing, νεύρων for the sinews, Ael.NA14.21;ῥάφανος Alex.15.8
;ὄψον Antiph.242
, etc. (but pleasant to taste, nice, Thphr.Char.2.10): generally,πολιτεία Isoc.12.135
;βίος Aeschin.1.179
; of victims and omens, auspicious, ἱρά, σφάγια, Hdt.5.44, 9.61,62; τελευτὴ χ. a happy end or issue, Id.7.157;εἰ.. τοῦτό γε δοκέει ὑμῖν εἶναι χρηστόν Id.5.92
.ά: pl., τὰ χ., as Subst., benefits, kindnesses, Id.1.41, 42;χρηστὰ φέρειν Id.4.139
; χρηστόν τι συμβουλεύειν, χρηστὰ ἐπιτηδεύειν, Ar.Nu. 793, Antipho 3.3.9; χρηστὰ λέγειν, πράττειν, etc., Men. 725, 787, etc.: but τὰ χ. also, happy event,ἐκτελοῖτο δὴ τὰ χ. A.Pers. 228
(troch.); prosperity, success,τὰ χ. δ' αὔθ' ἕκαστ' ἔχει φίλους E.Hec. 1227
.2 in moral sense, opp. κακός, Eup. in PSI11.1213.2; opp. πονηρός, Pl.Prt. 313d; τὸ χ., opp. τὸ αἰσχρόν, S.Ph. 476; χρηστός, opp. λυπρός, E.Med. 601: but λῦπαι χρησταί if working for good, Pl.Grg. 499e.3 good for its purpose, effective (even for evil), τραῦμα, δῆγμα, Luc.Symp.44, Alex.55.4 Gramm., in use, current,ποιηταῖς χρηστά Eust.215.8
.II of persons, good, esp. in war, valiant, true, Hdt.5.109, 6.13, S.Ph. 437, etc.: generally, good, honest, worthy, Id.OT 610;οἰκέται X.Oec.9.5
; of women,ἐρεῖ τις ὡς Κλυταιμνήστρα κακή· Ἄλκηστιν ἀντέθηκα χρηστήν Eub. 117.11
, cf. Men.Mon. 634; of good citizens, useful, deserving, D.20.7: c. acc. cogn.,ἃ χρηστοὶ ἐγένεσθε Th.3.64
;χ. περὶ τὴν πόλιν γεγενημένος Lys.14.31
;χ. καὶ φιλόπολις Ar.Pl. 900
; collectively,ὀλίγον τὸ χ. Id.Ra. 783
; but also ironically,ὁ χ. οὑτοσί Id.Nu. 8
;οἱ χ. πρέσβεις οὗτοι D.18.30
, cf. 89;ἐκλελάκτικεν ὁ χ. ἡμῖν μοιχός Men.16
.b freq. on Epitaphs, IG3.3149,3155, al.c c. inf.,ὅσοι προβατεύειν χ. Him.Or.14.32
.3 of the gods, propitious, merciful, bestowing health or wealth,θεῶν χρηστῶν ἥκειν εὖ Hdt.8.111
, cf. M.Ant.9.11.4 of men, good, kindly,δούλῳ.. χ. γενόμενός ἐστι δεσπότης πατρίς Antiph.265
;ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν Men.Mon. 556
, cf. Philem.227;ὁ χ., ὡς ἔοικε, καὶ χρηστοὺς ποιεῖ Men.203b
, cf. Plu.Phoc.10;χ. περί τινα D.59.2
;ἐπί τινας Ev.Luc.6.35
;εἰς ἀλλήλους Ep.Eph.4.32
.b sts. simple, silly, like εὐήθης, χρηστὸς εἶ ὅτι ἡγῇ .., you're a nice fellow, to think that.., Pl.Phdr. 264b, cf. Tht. 161a;ὦ χρηστέ D.18.318
.5 of a man, strong, able in body for sexual intercourse, = γυναικὶ χρῆσθαι δυνάμενος, Hp.Genit.2.6 of the dead, whence χρηστὸν ποιεῖν = ἀποκτιννύναι, in a treaty between the Spartans and Tegea, Arist.Fr. 592.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρηστός
-
18 ἁδρός
A thick, stout, bulky:I of things, χιόνα ἁ. πίπτουσαν ἰδεῖν falling thick, Hdt.4.31; τῶν ἀνθράκων οἱ ἁδρότατοι the most solid, Hp.Mul.2.133; κίονες ἁ. large, D.S.3.47;τοὺς ἁδροτάτους τῶνλέμβων Id.20.85
:—strong, violent, ;τὰ ἁδρότατατῶν.. συμβάντων Hell.Oxy.4.1
; ῥεύματα full, swollen, Arist.Pr. 949b5; of raindrops, Id.Mu. 394a31 ([comp] Comp.);δῆγμα D.S.1.35
; δωρεάστε καὶ τιμὰς ἁ. δοῦναι in abundance, Id.19.86; κοιλότης severe deficiency, Phld.Oec.p.71 J.:—of style, powerful, Longin.40.4 ([comp] Comp.), cf. Phld.Rh.1.182 S.; ἁ. νοήματα dub. in D.H.Comp.4;ἀπειλή Phld. Hom.p.35
O.; τὸ ἁ. the grand style, opp. τὸ ἰσχνόν, Ps.-Plu.Vit.Hom. 72. Adv., [comp] Comp. ἁδροτέρως, διαιτᾶν live more freely, Hp.Aph.1.7; ἁ. φαρμακεύειν ib.4.9; neut. as Adv., ἁδρὸν γελάσαι laugh loud, Antiph. 144; ἁδρότερον πιεῖν drink more deeply, Diph.5.II of persons, fine, well-grown,ἐπεὰν τὸ παιδίον ἁ. γένηται Hdt.4.180
;τῷ παιδί, ἐπὴν ἁ. ἔῃ Hp.Genit.2
;τῶν παίδων ὅσοι ἁ. Pl.R. 466e
; οἱ -ότεροι the bestgrown, the stronger, Isoc.12.110; οἱ ἁ. chiefs, princes, LXX 4 Ki.10.6; alsoἁ. τὴν ψυχήν Democh.3
;ἡ κατὰ ψυχὴν ἁ. ὑπεροχή Procl.in Alc.p.94
C.2 of animals, fine, fat,χοῖρος X.Oec.17.10
;λύκος Babr.101
; freq. in Com. of flesh, fish, etc., Antiph.20.5, 26.21, Alex. 170, etc.3 of fruit or corn, full-grown, ripe,ὅκως εἴη καρπὸς ἁ. Hdt.1.17
, cf. Arist.Metaph. 1017b8.b ἁ. ῥίζα, = ἀριστολοχεία στρογγύλη, Ps.-Dsc.3.4.c of an egg, ready to be laid, Arist. HA 559b11 ([comp] Comp.).—First in Hdt., never in Trag., rare in [dialect] Att.; but the derivs. ἁδροτής, ἁδροσύνη occur in [dialect] Ep. and ἁδρύνω in Trag. -
19 ἐπιπλάσσω
A spread or plaster on,γῆν σημαντρίδα ἐπιπλάσας Hdt.2.38
;τι ἐπὶ δῆγμα Thphr.HP9.13.3
;τί τινι Gal.11.86
.II. plaster up, ;τοὺς πόρους Thphr.Sens.8
.III. mould upon,ποπάνοις ἵππον ποτάμιον Plu.2.371d
, cf. 362f:—[voice] Pass., ναστὸς ἐπιπεπλασμένος moulded, IG22.1367.IV. [voice] Med., plaster over,νηδύν Ael.Fr.89
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιπλάσσω
-
20 ἐπουραῖος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπουραῖος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
δῆγμα — bite neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δήγμα — το (AM δῆγμα) [δάκνω] δάγκωμα, δαγκωνιά νεοελλ. 1. απλό κέντρισμα, τσίμπημα από Έντομο («δήγμα κουνουπιού») 2. ύπουλη βλάβη, απλό πείραγμα μσν. πόνος, οδύνη αρχ. 1. η ποσότητα την οποία μπορεί κάποιος να δαγκώσει 2. φρ. «δῆγμα λύπης» λύπη που… … Dictionary of Greek
δήγματ' — δή̱γματα , δῆγμα bite neut nom/voc/acc pl δή̱γματι , δῆγμα bite neut dat sg δή̱γματε , δῆγμα bite neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ASPIDES pictae — in diadematibus Regum Aegypti, invictum imperii robur denotabant. Aelian. l. 6. c. 38. Τῶν ὑπ᾿ ἀπίδος δηχθέντων οὐ μνημονεύεται οὐδεὶς ἐξάντης γεγονέναι τȏυ κακοῦ. Ε᾿νςθέν τοι καὶ τοὺς βασιλεῖς ἀκούω τῷν Αἰγυπτίων ἐπὶ τῶν διαδημάτων φορεῖν… … Hofmann J. Lexicon universale
δάγμα — δόγμα, το (Α) δήγμα, δάγκωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δακ τού δακείν (απαρμφ. αορ. τού δάκνω)] … Dictionary of Greek
δήξη — η (AM δῆξις) [δάκνω] 1. δήγμα, δάγκωμα 2. καυστική ειρωνεία … Dictionary of Greek
δηγμός — δηγμός, ο (Α) [δάκνω] 1. το δήγμα, το δάγκωμα 2. έντονος, δυνατός πόνος («ἐν τῆ κοιλίᾳ δηγμὸν ποιεῑ καὶ δυσεντερίαν», Θεόφρ.) 3. πνευματική θλίψη, ψυχικό πλήγμα («ὁ γὰρ ἐκ τῶν τοιούτων ἀναλογισμῶν δηγμὸς αἱμάσσει τὴν μνήμην», Πλούτ.) 4. (για τον… … Dictionary of Greek
διψάς — διψάς, η (Α) 1. διψασμένη («διψὰς γαῑα») 2. φρ. «διψὰς πόρνη» πόρνη διψασμένη για άντρα 3. ως ουσ. α) ιοβόλος όφις που το δήγμα του προκαλεί αφόρητη δίψα β) είδος αγκαθιού … Dictionary of Greek
εγκεφαλίτιδα — Φλεγμονή του εγκεφάλου. Συνήθως οφείλεται σε παθογόνους παράγοντες που φτάνουν εκεί είτε με απευθείας μετάδοση από τις μήνιγγες είτε μεταφέρονται με το αίμα και τη λέμφο από άλλα όργανα. Ταξινομείται ανάλογα (α) με το αν είναι πρωτοπαθής (από… … Dictionary of Greek
ελόδερμα — (heloderma). Μεγαλόσωμη σαύρα της Αμερικής που ανήκει στην οικογένεια των ελοδερμιδών και έχει δηλητηριώδες δήγμα. Το γνωστότερο είδος είναι το ε. το φοβερό, που φέρει κοίλα δόντια, τα οποία συνδέονται με αδένες που εκκρίνουν το δηλητήριο. Το… … Dictionary of Greek
ενίημι — (Α ἐνίημι) [ίημι] 1. νεοελλ. (για φάρμακα, δηλητήρια) εισάγω με σύριγγα στο σώμα, κάνω ένεση, εγχέω θεραπευτικό υγρό αρχ. 1. στέλνω μέσα, εμβάλλω, ρίχνω μέσα 2. εμβάλλω κάτι στην ψυχή κάποιου, εμπνέω («πὰρ δέ μοι στῆθι μένος πολυθαρσὲς ἐνεῑσα»… … Dictionary of Greek