-
81 κοῦφος
a light, nimbleκούφοισιν ποσίν O. 13.114
θεοδμάτων ὀχέων ἐφαπτομένα χερὶ κούφᾳ P. 9.11
ἵσταμαι δὴ ποσσὶ κούφοις, ἀμπνέων τε πρίν τι φάμεν N. 8.19
n. pl. pro adv.,τόνδε κῶμον κοῦφα βιβῶντα O. 14.17
b light, easy τελεῖ δὲ θεῶν δύναμις καὶ τὰν παρ' ὅρκον καὶ παρὰ ἐλπίδα κούφαν κτίσιν (= ὡς κουφόν τι, Gildersleeve) O. 13.83ἐπεὶ κούφα δόσις ἀνδρὶ σοφῷ ξυνὸν ὀρθῶσαι καλόν I. 1.45
c light, fickleκουφότεραι γὰρ ἀπειράτων φρένες O. 8.61
-
82 μόχθος
μόχθος (-ος, -ου, -ῳ, -ον; -ων, -οις.)1 toil esp. in athletic effort: cf.πόνος. μαιομένων μεγάλαν ἀρετὰν θυμῷ λαβεῖν, τῶν δὲ μόχθων ἀμπνοάν O. 8.7
ἔπορε μόχθῳ βραχύ τι τερπνόν O. 10.93
ἀνὴρ ἐξαίρετον ἕλε μόχθον (sc. Ἰξίων) P. 2.30 “ μόχθου καθύπερθε νεᾶνις ἧτορ ἔχοισα” P. 9.31γλυκεῖάν τοι Μενάνδρου σὺν τύχᾳ μόχθων ἀμοιβὰν ἐπαύρεο N. 5.48
εἰ Μναμοσύνας ἕκατι λιπαράμπυκος εὕρηται ἄποινα μόχθων κλυταῖς ἐπέων ἀοιδαῖς (sc. καλὰ ἔργα) N. 7.16ἕλκεα ῥῆξαν τὰ μὲν ἀμφ' Ἀχιλεῖ νεοκτόνῳ, ἄλλων τε μόχθων ἐν πολυφθόροις ἁμέραις N. 8.31
ἐπεὶ κούφα δόσις ἀνδρὶ σοφῷ ἀντὶ μόχθων παντοδαπῶν ξυνὸν ὀρθῶσαι καλόν I. 1.46
οὔτοι τετύφλωται μακρὸς μόχθος ἀνδρῶν I. 5.57
μὴ προφαίνειν τίς φέρεται μόχθος ἄμμιν fr. 42. 2.μόχθος ἡσυχίαν φέρει καιρῷ καταβαίνων Pae. 2.33
Πηλέος ἀντιθέου μόχθοις νεότας ἐπέλαμψεν μυρίοις (Bergk: μόχοι, μοχθοῖν codd.) fr. 172. 2. met. μόχθον ἄλλοις ἀμφέπει δύστανον ἐν τείχεσιν (sc. δρῦς) P. 4.268 and so, object of toil, task,ἐς Τροίαν, ἥρωσι μόχθον I. 6.28
ἐπειδὴ τὸν ὑπὲρ κεφαλᾶς γε Ταντάλου λίθον παρά τις ἔτρεψεν ἄμμι θεός, ἀτόλματον Ἑλλάδι μόχθον (φησὶ δὲ τὸν λτ;γτ;έρξου πόλεμον. Σ.) I. 8.11 -
83 ὀρθόω
a raise up met.εὔχομαι, Θήρωνος Ὀλυμπιονίκαν ὕμνον ὀρθώσαις O. 3.3
κούφα δόσις ἀνδρὶ σοφῷ ἀντὶ μόχθων παντοδαπῶν ἔπος εἰπόντ' ἀγαθὸν ξυνὸν ὀρθῶσαι καλόν I. 1.46
b exaltσὲ δ' ἐν τούτῳ λόγῳ χρησμὸς ὤρθωσεν μελίσσας Δελφίδος αὐτομάτῳ κελάδῳ P. 4.60
Ὅμηρος ὃς αὐτοῦ πᾶσαν ὀρθώσαις ἀρετὰν κατὰ ῥάβδον ἔφρασεν θεσπεσίων ἐπέων I. 4.38
τόν τε Θεμιστίου ὀρθώσαντες οἶκον τάνδε πόλιν θεοφιλῆ ναίοισι I. 6.65
c. pr. adj.Σικελίαν πίειραν ὀρθώσειν κορυφαῖς πολίων ἀφνεαῖς N. 1.15
c make secure of cities. καὶ νῦν ἐν Ἄρει μαρτυρήσαι κεν πόλις Αἴαντος ὀρθωθεῖσα ναύταις (ὑπαινίττεται δὲ τὴν περὶ Σαλαμῖνα ναυμαχίαν τῶν Ἑλληνῶν, ἧς ἔλαβον τὰ ἀριστεῖα οἱ Αἰγινῆται Σ.) I. 5.48 -
84 σοφός
σοφός (-ός, -ῷ, -όν, -οί, -ῶν, -οῖς, -ούς; -ᾶς, -αί, -αῖς; -ῶν; σοφώτατοι; -ώτατον, -ώτατα.)a wise, skilled of people,ἁμέραι δ' ἐπίλοιποι μάρτυρες σοφώτατοι O. 1.34
σοφὸς ὁ πολλὰ εἰδὼς φυᾷ pr. O. 2.86 ἠὺ δ' ἔχοντες σοφοὶ καὶ πολίταις ἔδοξαν ἔμμεν pr. O. 5.16ἀγαθοὶ δὲ καὶ σοφοὶ κατὰ δαίμον' ἄνδρες ἐγένοντ O. 9.28
εἰ σοφός, εἰ καλός, εἴ τις ἀγλαὸς ἀνήρ O. 14.7
καὶ σοφοὶ καὶ χερσὶ βιαταὶ περίγλωσσοί τ' ἔφυν P. 1.42
σοφὸν Αἰσονίδαν P. 4.217
ἔν τε σοφοῖς πολίταις P. 4.295
πέφανταί θ' ἁρματηλάτας σοφός P. 5.115
πολλοῖς σοφὸς δοκεῖ P. 8.74
“ σοφᾶς Πειθοῦς” P. 9.39αἱ δὲ σοφαὶ Μοισᾶν θύγατρες ἀοιδαὶ N. 4.2
ἐσσὶ γὰρ ὦν σοφός (i. e. συνήσεις πρὸς τί ταῦτα εἴρηται Σ.) I. 2.12 ταμίαι τε σοφοὶ Μοισᾶν ἀγωνίων τ' ἀέθλων (sc. the Aiginetans) I. 9.4 σο]φὸν ἁγητῆρα λ[ (supp. Bartoletti.) ?fr. 346a. 2. pro subs.,τὸ πόρσω δ' ἐστὶ σοφοῖς ἄβατον κἀσόφοις O. 3.44
αἱ δὲ φρενῶν ταραχαὶ παρέπλαγξαν καὶ σοφόν O. 7.31
χὤταν πόλιν οἱ σοφοὶ τηρέωντι P. 2.88
σοφοὶ δέ τοι κάλλιον φέροντι καὶ τὰν θεόσδοτον δύναμιν P. 5.12
“εἰ δὲ χρὴ καὶ πὰρ σοφὸν ἀντιφερίξαι, ἐρέω” P. 9.50 σοφοὶ δὲ μέλλοντα τριταῖον ἄνεμον ἔμαθον (v. Schadewaldt, 300̆{1}) N. 7.17ἀρετὰ ἐν σοφοῖς ἀνδρῶν ἀερθεῖσ' ἐν δικαίοις τε πρὸς ὑγρὸν αἰθέρα N. 8.41
ταῦτα θεοῖσι μὲν πιθεῖν σοφοὺς δυνατόν Pae. 6.52
b specifically, skilled in poetryἐπέων τέκτονες οἷα σοφοὶ ἅρμοσαν P. 3.113
ἐπεὶ κούφα δόσις ἀνδρὶ σοφῷ ἀντὶ μόχθων παντοδαπῶν ἔπος εἰπόντ' ἀγαθὸν ξυνὸν ὀρθῶσαι καλόν I. 1.45
ἀνδ]ρὶ σοφῷ παρέχει μέλος Pae. 18.3
cf. P. 4.138, Δ. 2. 24. pro subs.,ὅθεν ὁ πολύφατος ὕμνος ἀμφιβάλλεται σοφῶν μητίεσσι O. 1.9
βαιὰ δ' ἐν μακροῖσι ποικίλλειν ἀκοὰ σοφοῖς P. 9.78
εὐδαίμων δὲ καὶ ὑμνητὸς οὖτος ἀνὴρ γίνεται σοφοῖς P. 10.22
καὶ νεαρὰν ἔδειξαν σοφῶν στόματ' ἀπείροισιν ἀρετὰν Ἀχιλέος I. 8.47
σοφοὶ δὲ καὶ τὸ μηδὲν ἄγαν ἔπος αἴνησαν περισσῶς fr. 35b.c of thingsτέκεν ἑπτὰ σοφώτατα νοήματ' ἐπὶ προτέρων ἀνδρῶν παραδεξαμένους παῖδας O. 7.72
ἐκ θεοῦ δ' ἀνὴρ σοφαῖς ἀνθεῖ πραπίδεσσιν ὁμοίως O. 11.10
σοφῶν ἐπέων P. 4.138
καὶ τὸ σιγᾶν πολλάκις ἐστὶ σοφώτατον ἀνθρώπῳ νοῆσαι N. 5.18
ἐμὲ δ' ἐξαίρετο[ν] κάρυκα σοφῶν ἐπέων Μοῖσ ἀνέστασ Ἑλλάδι Δ. 2. 24. -
85 γενέθλιος
A of or belonging to one's birth, γ. δόσις a birthday gift, A.Eu.7; ἡ γενέθλιος ἡμέρα birthday, Epicur. Fr. 217, OGl111.29 (ii B. C.), etc.; γενεθλία ἡμέρα ib.222.6 (iii B. C.): pl., ib.493.20 (ii A. D.);τῇ γενεθλίᾳ POxy.494.24
(ii A. D.); and ἡ γενέθλιος, without ἡμέρα, CIG3957b, Luc.Dem.Enc.2;γενέθλιον ἦμαρ AP6.261
(Crin.); alsoἀγὼν γ. τοῦ θεάτρου
to celebrate a birthday, ClG ([place name] Aspendus); τὰ γ. birthday feast, SIG463.11; γ. θύειν offer birthday offerings, E. Ion 653, Pl.Alc.1.121c;ἑστιᾶν Luc.Herm.11
, cf. BGU 362x9 (iii A. D.), etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γενέθλιος
-
86 διάδοσις
II Medic., δ. οὔρων an evacuation, Hp.Epid.3.4; ἡ τῆς τροφῆς δ. its distribution through the body, Arist.IA 705a32.IV communication,κινήσεως Epicur.Ep.2p.48U.
;δ. ἐκ θεῶν εἰς ἀνθρώπους Arr.Epict.1.12.6
; ταῖς ἀρίσταις διαδόσεσι κινεῖσθαι (of just men) Phld.Piet.68, cf. M.Ant.1.17.6(pl.);ἐκ -δόσεως τῆς ἁφῆς γινώσκειν τι Heliod.
ap. Orib.44.23.59: Astrol., of celestial influence, Ptol.Tetr.5 (pl.), 105.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διάδοσις
-
87 δοσείδιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δοσείδιον
-
88 δωρεά
δωρ-εά, [dialect] Ion. [suff] δωρ-εή, ἡ: δωρειά in earlier Attic Inscrr., IG12.77, al., δωρεά first in ib.22.1.68:—A gift, present, esp. bounty ( = δόσις ἀναπόδοτος Arist.Top. 125a18), Hdt.2.140;δωρεὰν διδόναι Id.6.130
, A.Pr. 340; πορεῖν ib. 616; ; δ. δέχεσθαι, λαμβάνειν, Isoc.6.31, 15.40; ironically, ;δ. ἔχειν S.Aj. 1032
, D.18.312;ἐν χάριτος μέρει καὶ δωρειᾶς D.21.165
; δωρειὰν καὶ χάριν ib.172, cf. Pl.Lg. 844d; of a legacy, D.27.41, 65; δωρεαί privileges and immunities, opp. δῶρα, gifts in cash or kind, Philostr.VS2.10.4.II acc. δωρεάν as Adv., as a free gift, freely, Hdt.5.23, prob. in And.1.4;μηδὲν δ. πράττειν Plb. 18.34.7
, cf. LXX Jb.1.9;δ. λειτουργεῖν Test.Epict.4.27
, cf. Inscr.Prien. 4.17 (iv B.C.); soκατὰ δωρεάν IG7.2711.13
, al. (Acraeph., i A. D.);ἐν δωρεᾷ προσνεῖμαι Plb.22.5.4
; but γῆν ( ἀμπελῶνα, etc.) ἐν δωρεᾷ ἔχειν to hold land by a royal grant, PRev. Laws 36.15 (iii B.C.), cf. 43.11, 44.3.2 to no purpose, for naught, Ep.Gal.2.21. -
89 δώς
-
90 μετάδοσις
A giving a share, imparting, Hp.Jusj.;σίτων καὶ ποτῶν X.Cyr.8.2.2
;μ. γίνεσθαι τῷ πλήθει τοῦ πολιτεύματος Arist.Pol. 1321a26
, etc.4 communication, Plot.5.1.12, Procl.Inst.56; esp. communication by word of mouth or in writing,τῆς προστάξεως A.D.Synt.260.16
; notification, POxy.2134.42 (ii A.D.), 1276.19 (iii A. D.).5 of disease, infection, Aret.SD2.13, CD2.13;μ. λοιμική Paul.Aeg.3.43
.II thesis given, subject for discussion, Plu.2.634a.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μετάδοσις
-
91 μεταπαράδοσις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεταπαράδοσις
-
92 οὐτιδανός
A of no account, worthless, esp. with regard to strength or courage, in Hom. always of persons, δειλὸς καὶ οὐ. Il.1.293;βέλος ἀνδρὸς ἀνάλκιδος, οὐτιδανοῖο 11.390
; ἄφρων.. καὶ οὐ. Od. 8.209;ὀλίγος τε καὶ οὐ. καὶ ἄκικυς 9.515
;οὐτιδανὸς βίην Opp.H.2.144
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οὐτιδανός
-
93 πάνδοσις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πάνδοσις
-
94 παράδοσις
A handing down, bequeathing, transmission,τοῦ σκήπτρου Th.1.9
; handing over, transfer,ἡ π. τῶν χρημάτων Arist.Pol. 1309a10
, cf. Pl. Lg. 915d; σίτου, etc., POxy.1257.3 (iii A. D.), etc.;τῆς βασιλείας Plu. Comp.Lyc.Num.1
; ἐν παραδόσει παραλαμβάνειν ἀεί, of a reserve fund, IG11 (2).161 A126 (Delos, iii B. C.).2 transmission of legends, doctrines, etc., tradition,διδασκαλία καὶ π. Pl.Lg. 803a
;πραγματεῖαι αἱ ἐκ π. ηὐξημέναι Arist. SE 184b5
;ἐν παραδόσει ἔχειν τι Plb.12.6.1
, etc.; treatment, exposition,ὅπως πᾶσιν εὐπαρακολούθητος γένηται ἡ π. Hero Bel.73.12
; ἡ βοτανικὴ π. the subject of botany, Dsc.Praef.1;παραδόσεις καὶ παραγγελίαι Phld.Rh.1.78
S.; σύντομος π. succinct account, Ammon.in Porph.38.10.b in military sense, transmission of orders, Ael.Tact.21.2.3 that which is handed down or bequeathed, tradition, doctrine, teaching,ἡ π. τῶν πρεσβυτέρων Ev.Matt.15.2
, Ev.Marc.7.3, etc.;αἱ π. τῶν θεῶν καὶ τῶν θείων ἀνδρῶν Dam.Pr. 265
: also in Gramm.,Ἑλληνικὴ π. A.D.Conj.213.13
, cf. 19 (pl.); in textual criticism, defined as ἡ τῶν γραμματ ικῶν μαρτυρία, EM815.18; soπαρὰ τὴν π. γράφειν Demetr.Lac.Herc.1012.34
, cf. EM240.4, al.II surrender,πόλεως Th.3.53
; ἐκ παραδόσεως, opp. κατὰ κράτος, Plb.9.25.5; giving up to punishment or torture, Isoc.17.16;π. ἐπὶ θανάτῳ D.H.7.36
.2 Astrol., handing over,τῶν χρόνων Vett.Val.141.4
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παράδοσις
-
95 πρόδοσις
2 προδόσει πίνειν to drink on credit, Hermipp.83.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόδοσις
-
96 προέκδοσις
A previous edition, Sch.A.R.1.285, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προέκδοσις
-
97 προσαπόδοσις
προσαπό-δοσις, εως, ἡ, a Rhet. figure, by which when two or more statements follow one another, the reason for each is given (a) after each statement, or (b) after the whole series, Quint.Inst.9.3.94, Rutil.1.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσαπόδοσις
-
98 πρόσδοσις
2 f.l. for παράδοσις in Hierocl.p.63A.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόσδοσις
-
99 συνένδοσις
A giving in, giving way, Id.2.680a.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνένδοσις
-
100 φίλος
φίλος, η, ον, also ος, ον Pi.O.2.93: [[pron. full] ῐ: but Hom. uses the voc. φίλε with [pron. full] ῑ at the beginning of a verse, v. infr.].I pass., beloved, dear, Il.1.20, etc.;παῖδε φίλω 7.279
; freq. c. dat., dear to one,μάλα οἱ φ. ἦεν 1.381
;φ. ἀθανάτοισι θεοῖσι 20.347
, etc.: voc., φίλε κασίγνητε (at the beginning of the line) 4.155, 5.359; with neut. nouns,φίλε τέκνον Od.2.363
, 3.184, etc.; butφίλον τέκος Il.3.162
; also φίλος for φίλε ([dialect] Att., acc. to A.D.Synt.213.28),φίλος ὦ Μενέλαε Il.4.189
, cf. 9.601, 21.106, al., Pi.N.3.76, A.Pr. 545 (lyr.), E.Supp. 277 (lyr.), Ar.Nu. 1168(lyr.): gen. added to the voc.,φίλ' ἀνδρῶν Theoc. 15.74
, 24.40;ὦ φίλα γυναικῶν E.Alc. 460
(lyr.): as Subst.:a φίλος, ὁ, friend, κουρίδιος φίλος, i.e. husband, Od.15.22; φίλοι friends, kith and kin,νόσφιφίλων Il.14.256
;τῆλεφίλων Od.2.333
, cf.6.287; φ. μέγιστος my greatest friend, S.Aj. 1331; φίλοι οἱ ἐγγυτάτω, οἱ ἔγγιστα, Lys. 1.41 codd., Plb.9.24.2; after Hom. freq. with a gen.,ὁ Διὸς φίλος A.Pr. 306
; τοὺς ἐμαυτοῦ φ., τοὺς τούτων φ., Aeschin.1.47;φ. ἐμός S.Ph. 421
; τῶν ἐμε̄ν φ. ib. 509;τοὺς σφετέρους φ. X.HG4.8.25
: prov., ἔστιν ὁ φ. ἄλλος αὐτός a friend is another self, Arist.EN 1166a31;κοινὰ τὰ τῶν φ. Pl.Phdr. 279c
, cf. Arist.EN 1159b31;οὐθεὶς φ. ᾧ πολλοὶ φ. Id.EE 1245b20
; also of friends or allies, opp. πολέμιοι, X.HG 6.5.48;φ. καὶ σύμμαχος D.9.12
, etc.; of a lover, X.Mem.3.11.4 (in bad sense, Lac.2.13); φίλε my friend, as a form of courteous address, Ev.Luc.14.10, etc.; in relation to things,οἱ μουσικῆς φ. E.Fr.580.3
; ; ;Χίους φ. ποιῆσαι Lys. 14.36
, etc.;ποιεῖσθαι Luc.Pisc.38
;κτᾶσθαι Isoc.2.27
, cf. Th.2.40; ;φίλῳ χρῆσθαί τινι Antipho 5.63
;ἡμᾶς ἔχειν φίλους And.1.40
; for Hdt.3.49, v. φίλιος.b φίλη, ἡ, dear one, friend,κλῦτε, φίλαι Od.4.722
; ; of a wife, φίλην τινὰ ἄγεσθαι take as one's wife, Il.9.146, 288; ἡ Ξέρξου φ., of his mother, A.Pers. 832; of a mistress, X.Mem.2.1.23, 3.11.16; .c φίλον, τό, an object of love, τὸ φ. σέβεσθαι to reverence what the city loves, S.OC 187 (lyr.): addressed to persons, darling,φ. ἐμόν Ar.Ec. 952
(lyr.); so φίλτατον ib. 970; τὰ φίλτατα one's nearest and dearest, dear ones, such as wife and children, A.Pers. 851, Eu. 216, S.OT 366, OC 1110, E.Med.16: v. φίλτατος; τἀμὰ φίλα, τὰ σὰ φ., Id. Ion 523 (troch.), 613.d οἱ πρῶτοι φίλοι, a title at the Ptolemaic court, OGI99.3, PTeb.11.4 (ii B. C.), etc.; or simplyοἱ φ. τοῦ βασιλέως OGI100.1
; or οἱ φ. alone, ib. 115.4; τῶν φ. και διοικητοῦ one of the king's friends and dioecetes, PTeb.79.56 (ii B. C.).2 of things, pleasant, welcome,δόσις ὀλίγη τε φ. τε Od.6.208
, cf. Il.1.167: c. dat. pers., , cf. Od.8.248, 13.295;οὐ φίλα τοι ἐρέω Hdt.7.104
; δαίμοσιν πράσσειν φίλα their pleasure, A.Pr. 660, cf. infr. 11.b freq. as predic., φίλον ἐστί or γίγνεταί μοι pleases me, it is after my own heart,εἴ πού τοι φίλον ἐστί Od.7.320
; μὴ φ. Διὶ πατρὶ γένοιτο ib. 316, cf. Il.7.387;εἰ τόδε πᾶσι φ. καὶ ἡδὺ γένοιτο 4.17
;καί τοι φ. ἔπλετο θυμῷ Od.13.145
, etc.; : less freq. c. inf., ; , cf. 24.334, Od. 14.378; so , cf. 108, 4.97: rarely c. part., εἰ τόδ' αὐτῷ φιλον κεκλημένῳ if it please him to be so called, A.Ag. 161 (lyr.): agreeing with pl., , cf. Od.17.15;ἔνθα φίλ' ὀπταλέα κρέα ἔδμεναι Il.4.345
; .c in Hom. and early Poets, one's own; freq. of limbs, life, etc., φίλον δ' ἐξαίνυτο θυμόν he took away dear life, Il.5.155, cf. 22.58;κατεπλήγη φίλον ἦτορ 3.31
;εἰς ὅ κε.. μοι φίλα γούνατ' ὀρώρῃ 9.610
;φίλον κατὰ λαιμόν 19.209
; esp. of one's nearest kin,πατὴρ φ. 22.408
, Sapph.Supp.20a.11;ἄλοχος φ. Il.5.480
: cf. φίλτατος: as a standing epith. when no affection is implied, μητρὶ φίλῃ Ἀλθαίῃ χωόμενος κῆρ angry with his own mother, Il.9.555: simply to denote possession,φίλα εἵματα 2.261
; φ. πόνος their wonted labour, Theoc.21.20.d applied to the numbers 284 and 220, Iamb. in Nic.p.35P.II less freq. (chiefly poet.) in act. sense, loving, friendly, Od.1.313, cf. Il.24.775: c. gen., φίλαν ξένων ἄρουραν friendly to strangers, Pi.N.5.8, cf. P.3.5: of things, kindly, pleasing,φίλα φρεσὶ μήδεα εἰδώς Il.17.325
; φίλα φρονέειν τινί feel kindly, Il.4.219;φ. ἐργάζεσθαί τινι Od.24.210
;φ. εἰδέναι τινί 3.277
; φ. ποιέεσθαί τινι deal with one in friendly fashion, do one a pleasure, Hdt.2.152, 5.37.III Adv. φίλως, once in Hom., φίλως χ' ὁρόῳτε ye would fain see it, Il.4.347, cf. Hes. Sc.45, A.Ag. 247(lyr.), [ 1591], etc.; φ. ἐμοί in a manner dear or pleasing to me, ib. 1581.2 in a friendly, kindly spirit,τήνδε τὴν πόλιν φ. εἰπών S.OC 758
;φ. δέχεσθαί τινα X.HG4.8.5
, cf. Pl.Epin. 988c.IV φίλος has several forms of comparison:1 [comp] Comp. φιλίων [pron. full] [λῐ], ον, gen. ονος, Od.19.351, 24.268: [comp] Sup. φίλιστος, η, ον, interpol. in S.Aj. 842.2 [comp] Comp. φίλτερος, [comp] Sup. φίλτατος, v. sub voce.3 [comp] Comp.φιλαίτερος X.An.1.9.29
, Call.Del.58: [comp] Sup.φιλαίτατος X.HG7.3.8
, Theoc.7.98.5 also as [comp] Comp.,μᾶλλον φίλος A.Ch. 219
, S.Ph. 886;φ. μᾶλλον Thphr. CP6.1.4
; [comp] Sup.,μάλιστα φ. X.Cyr.8.1.17
.
См. также в других словарях:
δόσις — δόσῑς , δόσις giving fem acc pl (epic doric ionic aeolic) δόσις giving fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόσις — η βλ. δόση … Dictionary of Greek
Δόσις δ’ὀλίγη τε φίλη τε! — См. Не дорог подарок, дорога любовь … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
δόσει — δόσις giving fem nom/voc/acc dual (attic epic) δόσεϊ , δόσις giving fem dat sg (epic) δόσις giving fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόσεις — δόσις giving fem nom/voc pl (attic epic) δόσις giving fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόσι — δόσις giving fem voc sg δόσῑ , δόσις giving fem dat sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόσεσι — δόσις giving fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόσεσιν — δόσις giving fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόσης — δόσις giving fem nom/voc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόσιες — δόσις giving fem nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόσιν — δόσις giving fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)