-
1 неблагоприятный
-
2 неблагополучный
неблагополу́чн||ыйприл ἀτυχής, δυσμενής, ἀνεπιτυχής:\неблагополучныйое положение ἡ δυσμενής κατάσταση. -
3 неодобрениейтельный
неодобрение||йтельныйприл ἀποδοκιμαστικός, ἐπιτιμητικός / δυσμενής (неблагоприятный):\неодобрениейтельныйи́тель-ный взгляд τό ἀποδοκιμαστικό (или ἐπιτιμητικό) βλέμμα· \неодобрениейтельныйи́тельный отзыв ἡ δυσμενής κρίση. -
4 неодобрительный
επ., βρ: -лен, -льна, -о; αποδοκιμαστικός επιτιμητικός• δυσμενής•взгляд αποδοκι μαστική ματιά•
-ая оценка δυσμενής εκτίμηση.
-
5 погода
ο καιρ/όςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > погода
-
6 неблагожелательный
неблагожелательныйприл δυσμενής, κακόβουλος, κακόπιστος, κακοδιατεθειιιέ-νος. -
7 неблагоприятный
неблагоприятныйприл δυσμενής, μή εὐνοϊκός/ ἐνάντιος (о ветре):дело приняло \неблагоприятный оборот ἡ ὑπόθεση πήρε ἄσχημη τροπή· \неблагоприятный ответ (отзыв) ἡ ἀρνητική ἀπάντηση. -
8 недоброжелательный
недоброжелатель||ныйприл κακόβουλος, δυσμενής/ ἐχθρικός (враждебный)/ κακοδιατεθειμένος (неприязненный). -
9 неприязиенный
неприяз||иенныйприл γε-μδτος ἀντιπάθεια, δυσμενής. -
10 нерасположение
нерасположениес ἡ ἀντιπάθεια, ἡ δυσμενής διάθεση (κ кому-л.)/ ἡ ἀπροθυμία (к чему-л.). -
11 неблагоприятный
[νιμπλαγκαπριγιάτνυϊ] εκ. δυσμενής -
12 недоброжелательный
[νινταμπραζυλάτιλ'νυϊ] εκ. κακόβουλος, δυσμενής -
13 неблагоприятный
[νιμπλαγκαπριγιάτνυϊ] επ δυσμενής -
14 недоброжелательный
[νινταμπραζυλάτιλ'νυϊ] επ κακόβουλος, δυσμενής -
15 косой
επ., βρ: кос, коей, косо.1. πλάγιος, λοξός• επικλινής•-ые лучи солнца οι λοξές ακτίνες του ήλιου•
косой дождь λοξή βροχή•
косой почерк πλάγια γραφή.
2. στραβός, σκεβρός.3. βλ. косоглазый.4. μτφ. ύποπτος, δυσμενής•косой взгляд λοξή ματιά.
5. (απλ.) ουσ, λαγός.εκφρ.косой ворот – γιακάς που κουμπώνει στο πλευρό•косой парус – τριγωνικό καραβόπανο•косой угол – οξεία γωνία•косой треугольник – οξυγώνιο τρίγωνο•-ая сажень в плечах; в -ую сажень ростом – πελώριος άνθρωπος, άντρακλας. -
16 неблагожелательный
επ., βρ: -лен, -льна,. -льно δυσμενής, κακόβουλος, εθελόκακος, κακοθελητής. -
17 неблагоприятный
επ., βρ: -тен, -тна, -тноδυσμενής, όχι ευχάριστος ενάντιος, αντίξοος• μη ευνοϊκός•счастье у меня -о η τύχη μου πηγαίνει κόντρα•
-ое обстоятельство δυσάρεστο περιστατικό•
неблагоприятный оборот дела δυσάρεστη τροπή της υπόθεσης.
|| αρνητικός• άσχημος•на запрос мною получен неблагоприятный ответ σε επερώτηση μου πήρα αρνητική απάντηση•
-ая погода παλιόκαιρος.
-
18 неблагосклонный
επ., βρ: -лбнен, -лбнна, -лбнноδυσμενής, κακοδιατεθημένος• ψυχρός•неблагосклонный взгляд δυσμενές βλέμμα•
неблагосклонный прим ψυχρή υποδοχή•
неблагосклонный читатель μεροληπτικός αναγνώστης.
-
19 невыгодный
επ., βρ: -ден, -дна, -дно.1. ασύμφορος, ανεπικερδής•-ая сделка ανεπικερδής σύμβαση.
2. ανώφελος• δυσμενής, δυσάρεστος•-ое положение δυσάρεστη κατάσταση.
|| άχαρης, μη ελκυστικός.εκφρ.в -ом св-те ή освещении – η αρνητική (ελαττωματική) πλευρά. -
20 немилостивый
επ., βρ: тив, -а, -о παλ.1. δυσμενής, ενάντιος.2. βλ. немилосердный.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
δυσμενής — hostile masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσμενής — ές (AM δυσμενής, ές) 1. αυτός που έχει εχθρική διάθεση απέναντι σε κάποιον 2. εκείνος που προκαλεί δυσκολίες και προβλήματα («δυσμενής οικονομική κατάσταση, δυσμενείς καιρικές συνθήκες», «δυσμενεῑς χοαί», «δυσμενὴς ἔρως») … Dictionary of Greek
δυσμενής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, όχι ευνοϊκός, αντίξοος, εχθρικός: Του ήρθε δυσμενής μετάθεση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δυσμενῆ — δυσμενής hostile neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) δυσμενής hostile masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) δυσμενής hostile masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσμενέστερον — δυσμενής hostile adverbial comp δυσμενής hostile masc acc comp sg δυσμενής hostile neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσμενεστάτων — δυσμενής hostile fem gen superl pl δυσμενής hostile masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσμενεῖ — δυσμενής hostile masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) δυσμενής hostile masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσμενεῖς — δυσμενής hostile masc/fem acc pl δυσμενής hostile masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσμενέα — δυσμενής hostile neut nom/voc/acc pl (epic ionic) δυσμενής hostile masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσμενές — δυσμενής hostile masc/fem voc sg δυσμενής hostile neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσμενέστατα — δυσμενής hostile adverbial superl δυσμενής hostile neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)