-
21 неприязненный
επ., βρ: -знен, -зненна, -оαντιπαθής, -θητικός• αποκρουστικός• δυσμενής. || κακόβουλος• εχθρικός. -
22 нерасположение
-я ουδ.δυσμενής διάθεση• αντιπάθεια. -
23 разносный
επ.της μεταφοράς• της διανομής•-ая книга βιβλίο διανομής (εγγράφων, επιστολών).
|| μεταφορ ικάς στο σπίτι (για εμπορεύματα). || επικριτικός, κατακρ ιτικόςαποδοκιμαστέος• δυσμενής.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
δυσμενής — hostile masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσμενής — ές (AM δυσμενής, ές) 1. αυτός που έχει εχθρική διάθεση απέναντι σε κάποιον 2. εκείνος που προκαλεί δυσκολίες και προβλήματα («δυσμενής οικονομική κατάσταση, δυσμενείς καιρικές συνθήκες», «δυσμενεῑς χοαί», «δυσμενὴς ἔρως») … Dictionary of Greek
δυσμενής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, όχι ευνοϊκός, αντίξοος, εχθρικός: Του ήρθε δυσμενής μετάθεση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δυσμενῆ — δυσμενής hostile neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) δυσμενής hostile masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) δυσμενής hostile masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσμενέστερον — δυσμενής hostile adverbial comp δυσμενής hostile masc acc comp sg δυσμενής hostile neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσμενεστάτων — δυσμενής hostile fem gen superl pl δυσμενής hostile masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσμενεῖ — δυσμενής hostile masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) δυσμενής hostile masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσμενεῖς — δυσμενής hostile masc/fem acc pl δυσμενής hostile masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσμενέα — δυσμενής hostile neut nom/voc/acc pl (epic ionic) δυσμενής hostile masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσμενές — δυσμενής hostile masc/fem voc sg δυσμενής hostile neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσμενέστατα — δυσμενής hostile adverbial superl δυσμενής hostile neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)