-
1 δυναμώνω
[динамоно] р. усиливать, подкреплять,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > δυναμώνω
-
2 усиливаться
δυναμώνω, εντείνομαι, ενισχύομαι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > усиливаться
-
3 укрепить
ρ.σ.μ.1. στερεώνω, στεργιώνω πιο γερά• σταθεροποιώ• συνδέω πιο γερά•укрепить ш10-тину στερεώνω πιο γερά το φράγμα•
укрепить доску гвоздями καρφώνω γερά τη σανίδα.
|| μτφ. δυναμώνω•укрепить власть στεργιώνω την εξουσία•
-дружбу δυναμώνω τη φιλία.
2. τονώνω, ενισχύω•южный климат -ил его здоровье το νότιο κλίμα καλυτέρευσε την υγεία του•
укрепить нервы τονώνω τα νεύρα•
свежий воздух -ил его лгкие ο φρέσκος (καθαρός) αέρας τόνωσε τα πνευμόνια του.
3. (στρατ.) οχυρώνω•укрепить местность οχυρώνω την τοποθεσία•
укрепить город οχυρώνω την πόλη.
4. ισχυροποιώ, κραταιώνω•страну κάνω τη χώρα ισχυρή (κραταιά).
1. στερεώνομαι, στεργιώνομαι • σταθεροποιούμαι.2. δυναμώνω• τονώνομαι•нервы -лись τα νεύρα τονώθηκαν.
|| ισχυροποιούμαι.3. μτφ. θεμελιώνομαι, ριζώνω• μένω ακλόνητος, ακράδαντος•укрепить в своих убеждениях μένω ακλόνητος στις πεποιθήσεις μου.
4. οχυρώνομαι•войска -лись на склонах горы τα στρατεύματα οχυρώθηκαν στις πλαγιές του βουνού.
-
4 усилишь
ρ.σ.μ. (εν)δυναμώνω, ενισχύω• εντείνω• ισχυροποιώ•усилишь звук δυναμώνω τον ήχο•
усилишь оборону ενισχύω την άμυνα•
усилишь внимание εντείνω την προσοχή•
усилишь старание εντείνω την προσπάθεια.
δυναμώνω, ενισχύομαι, εντείνομαι• ισχυροπο ιούμαι•ветер -лся ο άνεμος δυνάμωσε.
-
5 крепнуть
-
6 укрепить
укрепить, укреплять 1) δυναμώνω, ενισχύω 2) (прикрепить ) στερεώνω* * *= укреплять1) δυναμώνω, ενισχύω2) ( прикрепить) στερεώνω -
7 усилить
-
8 возвысить
-ышу, -ысишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. παλ. -ышенный, βρ: -шен, -а, -о ρ.σ.μ.1. παλ. υψώνω, ανυψώνω, κάνω κάτι ψηλότερο•2. μτφ. εξυψώνω, ανεβάζω.3. παλ. υπερτιμώ, υψώνω, ανεβάζω (τιμή, αξία κ.τ.τ.).4. (για φωνή) δυναμώνω, υψώνω, ανεβάζω,1. παλ. υψώνομαι, ανυψώνομαι, ανεβαίνω, ανέρχομαι•уровень воды значительно -лся η στάθμη του νερού ανέβηκε αρκετά.
2. (για είδη)υπερτιμιέμαι, υψώνομαι, ανεβαίνω•цены на товары -лись οι τιμές στα εμπορεύματα ανέβηκαν.
3. (γΐα φωνή) δυναμώνω, υψώνομαι, ανεβαίνω. -
9 напрячь
-ягу, -яжшь, -ягут, παρλθ. χρ. напряг, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. напрягший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. напряженный, βρ: -жн, -жена, -жено, επιρ. μτχ. -яши ρ.σ.μ.1. εντείνω, τεντώνω•напрячь мускул τεντώνω τους μυώνες•
ветер -яг паруса ο άνεμος φούσκωσε τα πανιά.
2. μτφ. ενδυναμώνω•напрячь слух τεντώνω το αυτί, εντείνω την ακοή•
напрячь голос δυναμώνω τη φωνή•
напрячь внимание εντείνω την προσοχή.
1. εντείνομαι, τεντώνομαι.2. μτφ. βάζω, καταβάλλω όλες τις δυνάμεις.3. μτφ. δυναμώνω.4. βγαίνω από τα φυσικά όρια προσποιούμαι•лицо -глось το πρόσωπο πήρε προσποιητή όψη.
-
10 повысить
-ышу, -ысишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. повышенный, βρ: -шен, -а, -оρ.σ.μ.1. υψώνω ανυψώνω, ανεβάζω•повысить цену ανεβάζω την τιμή•
повысить голос υψώνω τη φωνή.
|| αυξαίνω, αναπτύσσω, μεγαλώνω, δυναμώνω•повысить производительность труда αυξαίνω την παραγωγικότητα της δουλειάς•
повысить интерес αναπτύσσω το ενδια-φέρο•
повысить требования μεγαλώνω τις απαιτήσεις•
повысить знания πλουτίζω τις γνώσεις.
2. προάγω, προβιβάζω (στην υπηρεσία)•повысить в должности προάγω στο βαθμό.
1. υψώνομαι, ανεβαίνω, ανέρχομαι. || αυξαίνω, αυξάνομαι, αναπτύσσομαι, μεγαλώνω, δυναμώνω.2. προάγομαι (υπηρεσιακά). -
11 подкрепить
ρ.σ.μ.1. υποστηρίζω, στερεώνω, κρατώ, βαστώ με υποστήριγμα•подкрепить стену подпоркой στεργιώνω τον τοίχο με υποστήριγμα.
2. (εν) δυναμώνω, ενισχύω. || τονώνω. || βασίζω.ενισχύομαι, δυναμώνω. || τονώνομαι. -
12 подправить
ρ.σ.μ.1. διορθώνω, τακτοποιώ (λίγο, σε μερικά μέρη).2. γερεύω, δυναμώνω (λίγο).γερεύω, δυναμώνω (λίγο). -
13 усугубить
-блю, -бишьκ. усугубить-блю, -бишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. усугубленный, βρ: -лен, -а, -о κ. усугубленный, βρ: -лен, -лена, -леюρ.σ.μ. (γραπ. λόγος) δυναμώνω, μεγαλώνω, αυξαίνω• επιτείνω• εντείνω• επιδεινώνω, χειροτερεύω•усугубить внимание εντείνω την προσοχή•
запирательство -ло вину подсудимого η ισχυρογνωμοσύνη του κατηγορούμενου επιδείνωσε την ενοχή του•
усугубить старания εντείνω τις προσπάθειες.
δυναμώνω, μεγαλώνω, αυξάνομαι• εντείνομαι-επιδεινώνομαι, χειροτερεύω•страдания -лись τα βάσανα μεγάλωσαν•
-лась опасность μεγάλωσε ο κίνδυνος.
-
14 звук
1. (физ., муз.) о ήχ/ος· *воспроизво-дить - αναπαράγω τον - о, записывание - а εγγραφή του - ουусиливать - ενισχύω τον - ο, δυναμώνω τον - οраспространяющийся в воздухе (в воде) - μεταφερόμενος στον αέρα (στο νερό)2. лингв. о φθόγγοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > звук
-
15 крепить
1. (прочно прикреплять) στερεώνω 2. (устанавливать крепь) αρμόζω το στήριγμα 3. (укреплять) ενισχύω, δυναμώνω 4. мор.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > крепить
-
16 повысить
1. (сделать более высоким) ανεβάζω, υψώνω, ανυψώνω 2. (усилить, увеличить) αυξάνω, μεγαλώνω, αναπτύσσω, δυναμώνω 3. (улучшить, усовершенствовать)αναβαθμίζω, βελτιώνω, καλυτερεύω 4. (перевести на более ответственную должность) προάγω, προβιβάζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > повысить
-
17 повыситься
1. (стать более высоким) (αν)υψώνομαι, ανεβαίνω 2. (усилиться, увеличиться) αυξάνω, αυξάνομαι, μεγαλώνω, δυναμώνω 3. (улучшиться) αναβαθμίζομαι, αναπτύσσομαι, βελτιώνομαι, καλυτερεύω 4. (перейти на более ответственную должность) προάγομαι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > повыситься
-
18 прогрессировать
1. (постепенно усиливаться, увеличиваться) αυξάνω, αναπτύσσομαι, μεγαλώνω, δυναμώνω προοδευτικά 2. (совершенствоваться, идти по пути прогресса) προοδεύω, εξελίσσομαι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прогрессировать
-
19 упрочнять
ενισχύω, (εν)δυναμώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > упрочнять
-
20 усиливать
1. (механически) ενισχύω, στερεώνω, επιτείνω 2. (рад., элн.) ενισχύω 3. (звук) δυναμώνω, (επ)αυξάνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > усиливать
См. также в других словарях:
δυναμώνω — δυναμώνω, δυνάμωσα, δυναμωμένος βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
δυναμώνω — (AM δυναμῶ, όω) [δύναμις] 1. δίνω δύναμη, ενισχύω, ισχυροποιώ, τονώνω 2. αποκτώ δυνάμεις, τονώνομαι μσν. νεοελλ. 1. ενθαρρύνω κάποιον 2. ενισχύω, εξοπλίζω 3. (για τόπο) οχυρώνω μσν. 1. σκληραίνω κάτι 2. επιδοκιμάζω, επικροτώ 3. (με την προθ. εις) … Dictionary of Greek
δυναμώνω — δυνάμωσα, δυναμώθηκα, δυναμωμένος 1. μτβ., δίνω δύναμη, ενισχύω, τονώνω: Η γυμναστική δυναμώνει τους μυς. 2. αμτβ., αποκτώ δυνάμεις, γίνομαι δυνατός, ενισχύομαι: Ο αέρας δυναμώνει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δυνατώνω — δυναμώνω, ενδυναμώνω … Dictionary of Greek
αδυνάμωτος — η, ο [δυναμώνω] (για πρόσωπα) 1. αυτός που δεν έχει δυναμώσει, δεν έχει αναλάβει ακόμη από κάποια ασθένεια 2. (για καρπούς) ο μη μεστωμένος, ο ανώριμος … Dictionary of Greek
αλδαίνω — ἀλδαίνω (Α) 1. κάνω κάτι να αυξηθεί, τρέφω, δυναμώνω 2. αυξάνομαι, πληθαίνω 3. εξαγγέλλω, αποκαλύπτω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρήμα κυρίως ποιητικό, που πρέπει να προέρχεται από τη ρίζα που απαντά και στο επίθ. ἄν αλ τος* επαυξημένη με δ . Από την ίδια ρίζα… … Dictionary of Greek
αναδυναμώνω — 1. (ενεργ. και μέσ.) ανακτώ τις δυνάμεις μου, ξαναδυναμώνω 2. κάνω κάποιον ικανό να ανακτήσει τις δυνάμεις του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + δυναμώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Νέα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
αναλαμβάνω — (Α ἀναλαμβάνω Ν αναλαβαίνω) 1. παίρνω (στα χέρια μου), λαμβάνω 2. δέχομαι να φέρω σε πέρας κάποια εργασία ή υπόθεση, επωμίζομαι την ευθύνη για κάτι 3. αρχίζω να εργάζομαι ως υπάλληλος σε υπηρεσία, αποκτώ κάποιο αξίωμα 4. ανακτώ τις δυνάμεις μου,… … Dictionary of Greek
αναπαίρνω — [παίρνω] 1. παίρνω 2. (για έμψυχα και άψυχα) ανακτώ τις δυνάμεις μου, αναζωογονούμαι, δυναμώνω 3. συνέρχομαι, ανακτώ τις αισθήσεις μου 4. ενθαρρύνομαι 5. (για τον καιρό) βελτιώνομαι 6. (για τη βροχή) μετριάζω, καταπαύω … Dictionary of Greek
αναπιάνω — και ανεπιάνω 1. πιάνω, κρατώ, παίρνω κάτι επάνω μου ή στα χέρια μου 2. βοηθώ 3. ξαναζυμώνω το προζύμι προσθέτοντας αλεύρι και νερό 4. αρχίζω κάποιο έργο 5. ράβω, επιδιορθώνω, μπαλώνω 6. (για τη φωτιά) αναζωπυρώνω, αναδεύω, συνδαυλίζω 7.… … Dictionary of Greek
αναρρώνω — (Α ἀναρρώννυμι) γιατρεύομαι, ανακτώ την υγεία, τις δυνάμεις μου, συνέρχομαι αρχ. (μτβ.) γιατρεύω, ενδυναμώνω, αναζωογονώ κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + ρώννυμι «τονώνω, δυναμώνω». ΠΑΡ. ανάρρωση ( ις), νεοελλ. αναρρωτήριο, αναρρωτικός] … Dictionary of Greek