Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

δυναμώνω

  • 61 поправить

    -влю, -вишь ρ.σ.μ.
    1. (επι)διορθώνω, επισκευάζω•

    поправить телегу επισκευάζω το αμάξι.

    2. εξαλείφω•

    поправить ошибку διορθώνω το λάθος•

    поправить рисунок διορθώνω το ιχνογράφημα.

    || υποδείχνω το λάθος•

    поправить собеседника διορθώνω το συνομιλητή.

    3. τακτοποιώ.
    4. αποκατασταί-νω, αποκαθιστώ• καλυτερεύω•

    поправить здоровье καλυτερεύω την υγεία.

    1. διορθώνω το λάθος μου.
    2. τακτοποιούμαι, φτιάχνομαι, παίρνω την πρέπουσα θέση, πόζα.
    3. διορθώνομαι, καλυτερεύω• αναλαμβάνω. || δυναμώνω, γερεύω.
    ρ.σ.
    βλ. править με σημ. για λίγο χρόνο.

    Большой русско-греческий словарь > поправить

  • 62 придать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. приданный, βρ: -дан, -а, -о.
    1. προσδίνω, δίνω επιπρόσθετα•

    придать отряду артиллерию δίνω επί πλέον στο τμήμα πυροβολικό.

    2. προσθέτω, αυξαίνω, μεγαλώνω, δυναμώνω, ενισχύω•

    придать вкусу чему-н. προσδίνω γούστο σε κάτι•

    любовь -ла ей бодрости и силы η αγάπη της έδοσε σφρίγος και δύναμη•

    придать устойчивости προσδίνω σταθερότητα•

    придать блеск προσδίνω λάμψη.

    Большой русско-греческий словарь > придать

  • 63 припустить

    ρ.σ.μ.
    1. αφήνω να πάει ή να βυζάξει•

    припустить жеребца к кобыле αφήνω το πουλαράκι να βυζάξει στη φοράδα.

    2. αφήνω να τρέξει ταχύτερα•

    припустить коня αφήνω τα χαλινά του αλόγου να τρέξει ταχύτερα.

    3. επιταχύνω το βάδισμα. || δυναμώνω•

    дождь -ил η βροχή δυνάμωσε.

    4. κατεβάζω, μακρύνω ξανοίγω, φαρδύνατ•

    припустить швы ανοίγω λίγο τις ραφές•

    припустить платье μακρύνω λίγο το φόρεμα.

    επιταχύνω το βάδισμα.

    Большой русско-греческий словарь > припустить

  • 64 пробрать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. πρό•

    пробрать бранный, βρ: -бран, -а, -о.

    1. (για ψύχος)• δυναμώνω, σφίγγω, πιάνω γερά...
    μτφ. κυριεύομαι, με πιάνει•

    его -ал страх τον έπιασε φόβος•

    е -ла дрожь την έπιασε τρεμούλα.

    2. μαλώνω, κατσαδιάζω• επιτιμώ.
    3. βοτανίζω, ξεχορταριάζω.
    4. φτιάχνω χωρίστρα (στηνκόμη).
    1. προχωρώ με δυσκολία (ανάμεσα από εμπόδια), διασχίζω με δυσκολία διεισδύω•

    пробрать сквозь толпу διασχίζω το πλήθος.

    2. εισδύω, εισχωρώ κρυφά•

    воры -лись в дом οι κλέφτες μπήκαν στο σπίτι.

    Большой русско-греческий словарь > пробрать

  • 65 прогрессировать

    -рую, -руешь
    ρ.δ.
    1. αυξαίνω, αναπτύσσομαι, μεγαλώνω, δυναμώνω.
    2. προοδεύω• εξελίσσομαι•

    наука -рует η επιστήμη προοδεύει.

    Большой русско-греческий словарь > прогрессировать

  • 66 разгореться

    -рюсь, -ришься ρ.σ.
    1. ανάβω, καίω καλά•

    костёр -лся η φωτιά άναψε καλά•

    сырые дрова насилу -лись τα χλωρά (υγρά) ξύλα με δυσκολία άναψαν.

    2. μτφ. κοκκινίζω•

    восток -лся η ανατολή κοκκίνισε•

    щёки от беготни -лись τα μάγουλα από το τρέξιμο κοκκίνισαν.

    3. μτφ. φλέγομαι, φλογίζομαι, ερεθίζομαι, ανάβω•

    сердце -лось η καρδιά φλογίστηκε•

    кровь -лась το αίμα άναψε.

    4. φουντώνω, δυναμώνω, γίνομαι σφοδρός, φορτσάρω•

    битва -лась η μάχη άναψε•

    страсти -лись τα πάθη άναψαν.

    εκφρ.
    глаза (и зубы) -лись – έτρεξαν τα σάλια (από μεγάλη επιθυμία).

    Большой русско-греческий словарь > разгореться

  • 67 разойтись

    разойдусь, разойдёшься, παρλθ. χρ. разошлся
    -шлась, -щлось, μτχ. παρλθ. χρ. разошедшийся,
    επιρ. μτχ. разойдясь κ. παλ. разошедшись ρ.σ.
    1. φεύγω (προς διάφορες κατευθύνσεις)•

    гости -лись οι φιλοξενούμενοι έφυγαν (ο καθένας για τον προορ ισμό του).

    2. σκορπίζω, -ομαι,• διαλύομαι•

    тучи -лись τα σύννεφα σκόρπισαν•

    толпа -лась το πλήθος διαλύθηκε.

    || ρευστοποιούμαι, λιώνω•

    сахар -елся в чае η ζάχαρη έλιωσε στο τσάι.

    || χάνομαι, εξαφανίζομαι•

    морщины -лись οι ρυτίδες χάθηκαν.

    3. (απο) χωρίζομαι. || αναμερώ, κάνω μέρος να περάσει.
    4. χωρίζω•

    он -елся со своим отцом αυτός χώρισε από τον πατέρα του•

    она -лась со своим мужем αυτή χώρησε με τον άντρα της.

    || διαφωνώ, ετερο-γνωμώ, ετεροφρονώ, διίσταμαι.
    5. χωρίζομαι•

    дорога -лась ο δρόμος διχάστηκε.

    || αποκλίνω•

    мнения -лись οι γνώμες διχάστηκαν.

    6. αποσπώμαι, αποσυνδέομαι, ανοίγομαι, παρουσιάζω κενά, χάσματα.
    7. γίνομαι ανάρπαστος, πουλιέμαι τάχιστα. || (για χρήματα) ξοδεύομαι, δαπανώμαι,
    8. διαδίδομαι (για ειδήσεις, φήμες κ.τ.τ.).
    9. αναπτύσσω μεγάλη ταχύτητα. || δυναμώνω•

    дождь -елся η βροχή δυνάμωσε.

    10. μτφ. εξάπτομαι, παραπαίρνομαι, αψώνω, με πιάνουν τα μπουρίνια.

    Большой русско-греческий словарь > разойтись

  • 68 разрастись

    -сттся, παρλθ. χρ. разросся, -лась, -лось
    ρ.σ.
    1. αυξαίνομαι, μεγαλώνω,αναπτύσσομαι• πυκνώνω, φουντώνω (για φυτά).
    2. πληθύνομαι•

    город разросся η πόλη μεγάλωσε.

    || δυναμώνω.

    Большой русско-греческий словарь > разрастись

  • 69 расти

    расту, растшь, παρλθ. χρ. рос
    -ла, -ло ρ.δ.
    1. σ.υζαίνω, αναπτύσσομαι, μεγαλώνω•

    дуб растт медленно η δρυς μεγαλώνει αργά•

    дети быстро -ут τα παίδια γρήγορα μεγαλώνουν•

    я рос в деревне εγώ μεγάλωσα στο χωριό•

    доходы -ут τα έσοδα αυξαίνουν.

    || δυναμώνω•

    шум то рос, то ослабел ο θόρυβος μια δυνάμωνε, μια αδυνάτιζε (λιγόστευε).

    2. εξελίσσομαι, αναπτύσσομαι, προοδεύω•

    наука -т η επιστήμη αναπτύσσεται.

    3. φύομαι, γίνομαι•

    пальмы -ут в жарких странах οι φοίνικες γίνονται στις θερμές χώρες.

    || φυτρώνω, βλασταίνω.

    Большой русско-греческий словарь > расти

  • 70 свежеть

    -ею, -ешь
    ρ.δ.
    1. γίνομαι δροσερός.
    2. (ναυτ.) δυναμώνω (για άνεμο).
    (για καιρό)• γίνομαι ανεμώδης.
    3. (για άνθρωπο)• γίνομαι φρεσκάτος. || γίνομαι σφριγηλός, αναγεννιέμαι, ξενιοτεύω.

    Большой русско-греческий словарь > свежеть

  • 71 сугубить

    -блго, -бишь ρ.δ.μ. παλ. διπλασιάζω• πολλαπλασιάζω• αυξαίνω, μεγαλώνω• δυναμώνω.

    Большой русско-греческий словарь > сугубить

  • 72 удесятерить

    ρ.σ.μ. δεκαπλασιάζω.
    δεκαπλασιάζομαι. || δυναμώνω ή αυξαίνω πολύ.

    Большой русско-греческий словарь > удесятерить

  • 73 форсировать

    -рую, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -ван, -а, -о
    ρ.δ.κ.σ.
    1. επιταχύνω, επισπεύδω• (εν)δυναμώνω.
    2. υψώνω, ανεβάζω, αυξαίνω• ζορίζω.
    3. (στρατ.) εκπορθώ• υπερνικώ• υπερπηδώ τα εμπόδια•

    форсировать реку παίρνω με μάχη το ποτάμι•

    форсировать железнодорожный узел καταλαβαίνω με μάχη το σιδηροδρομικό κόμπο.

    επιταχύνομαι, επισπεύδομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > форсировать

См. также в других словарях:

  • δυναμώνω — δυναμώνω, δυνάμωσα, δυναμωμένος βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • δυναμώνω — (AM δυναμῶ, όω) [δύναμις] 1. δίνω δύναμη, ενισχύω, ισχυροποιώ, τονώνω 2. αποκτώ δυνάμεις, τονώνομαι μσν. νεοελλ. 1. ενθαρρύνω κάποιον 2. ενισχύω, εξοπλίζω 3. (για τόπο) οχυρώνω μσν. 1. σκληραίνω κάτι 2. επιδοκιμάζω, επικροτώ 3. (με την προθ. εις) …   Dictionary of Greek

  • δυναμώνω — δυνάμωσα, δυναμώθηκα, δυναμωμένος 1. μτβ., δίνω δύναμη, ενισχύω, τονώνω: Η γυμναστική δυναμώνει τους μυς. 2. αμτβ., αποκτώ δυνάμεις, γίνομαι δυνατός, ενισχύομαι: Ο αέρας δυναμώνει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δυνατώνω — δυναμώνω, ενδυναμώνω …   Dictionary of Greek

  • αδυνάμωτος — η, ο [δυναμώνω] (για πρόσωπα) 1. αυτός που δεν έχει δυναμώσει, δεν έχει αναλάβει ακόμη από κάποια ασθένεια 2. (για καρπούς) ο μη μεστωμένος, ο ανώριμος …   Dictionary of Greek

  • αλδαίνω — ἀλδαίνω (Α) 1. κάνω κάτι να αυξηθεί, τρέφω, δυναμώνω 2. αυξάνομαι, πληθαίνω 3. εξαγγέλλω, αποκαλύπτω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρήμα κυρίως ποιητικό, που πρέπει να προέρχεται από τη ρίζα που απαντά και στο επίθ. ἄν αλ τος* επαυξημένη με δ . Από την ίδια ρίζα… …   Dictionary of Greek

  • αναδυναμώνω — 1. (ενεργ. και μέσ.) ανακτώ τις δυνάμεις μου, ξαναδυναμώνω 2. κάνω κάποιον ικανό να ανακτήσει τις δυνάμεις του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + δυναμώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Νέα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • αναλαμβάνω — (Α ἀναλαμβάνω Ν αναλαβαίνω) 1. παίρνω (στα χέρια μου), λαμβάνω 2. δέχομαι να φέρω σε πέρας κάποια εργασία ή υπόθεση, επωμίζομαι την ευθύνη για κάτι 3. αρχίζω να εργάζομαι ως υπάλληλος σε υπηρεσία, αποκτώ κάποιο αξίωμα 4. ανακτώ τις δυνάμεις μου,… …   Dictionary of Greek

  • αναπαίρνω — [παίρνω] 1. παίρνω 2. (για έμψυχα και άψυχα) ανακτώ τις δυνάμεις μου, αναζωογονούμαι, δυναμώνω 3. συνέρχομαι, ανακτώ τις αισθήσεις μου 4. ενθαρρύνομαι 5. (για τον καιρό) βελτιώνομαι 6. (για τη βροχή) μετριάζω, καταπαύω …   Dictionary of Greek

  • αναπιάνω — και ανεπιάνω 1. πιάνω, κρατώ, παίρνω κάτι επάνω μου ή στα χέρια μου 2. βοηθώ 3. ξαναζυμώνω το προζύμι προσθέτοντας αλεύρι και νερό 4. αρχίζω κάποιο έργο 5. ράβω, επιδιορθώνω, μπαλώνω 6. (για τη φωτιά) αναζωπυρώνω, αναδεύω, συνδαυλίζω 7.… …   Dictionary of Greek

  • αναρρώνω — (Α ἀναρρώννυμι) γιατρεύομαι, ανακτώ την υγεία, τις δυνάμεις μου, συνέρχομαι αρχ. (μτβ.) γιατρεύω, ενδυναμώνω, αναζωογονώ κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + ρώννυμι «τονώνω, δυναμώνω». ΠΑΡ. ανάρρωση ( ις), νεοελλ. αναρρωτήριο, αναρρωτικός] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»