Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

διδασκαλίαν

См. также в других словарях:

  • διδασκαλίαν — διδασκαλίᾱν , διδασκαλία teaching fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Третий Константинопольский собор — Дата 680 год 681 гг. Признаётся Католицизм, Православие Предыдущий Собор Второй Константинопольский собор Следующий Собор (Католицизм) Второй Никейский собор (Православие) Трулльский собор Созван Константином IV Под председательством Георгия и …   Википедия

  • наоучениѥ — НАОУЧЕНИ|Ѥ (41), Ѧ с. 1.Учение, знание: кр(с)ь˫ану же родителю с҃нъ. тема же наѹчисѧ и внешьнихъ. мд҃рыхъ наѹчени˫а. Пр 1383, 70а; вижь людии наѹченье любленьѥ. ѥлико в мужехъ и ѥлико в жена(х) добродѣтелi. (φιλομοϑειαν) ГБ XIV, 125б; || обучение …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • διδακτής — διδακτής, ο (Μ) [διδάσκω] αυτός που κηρύσσει τον θείο λόγο («να φροντίζουσι... διά τήν συναναστροφή καί διδασκαλίαν τών διδακτών όπου κηρύσσουσι τόν λόγον τού Θεού», χριστιανική διδασκαλία) …   Dictionary of Greek

  • ευσεβώ — (ΑΜ εὐσεβῶ, έω) [ευσεβής] είμαι ευσεβής, ζω και συμπεριφέρομαι με ευσέβεια (α. «εὐσεβῶ εἰς τὸ θεῑον» β. «εὐσεβῶ κατὰ τὴν διδασκαλίαν τοῡ Ἰησοῡ») μσν. αρχ. ακολουθώ την ορθή πίστη, είμαι ορθόδοξος («ὑμεῑς μὲν εὐσεβοῡντες χριστιανοί ἐστε ἐκεῑνοι δὲ …   Dictionary of Greek

  • καθίημι — καθίημι, ιων. τ. κατίημι (Α) 1. ρίχνω προς τα κάτω, αφήνω να πέσει («ἃ γὰρ καθήσειν ὅπλ ἔμελλεν ἐς ἅλα», Ευρ.) 2. αφήνω κάτι να κρέμεται, να πέφτει («καὶ πρῶτον μὲν καθῆσαν εἰς ὤμους κόμας» άφησαν τα μαλλιά τους να πέσουν στους ώμους, Ευρ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • κατασχολώ — κατασχολῶ, έω (AM) μέσ. κατασχολοῡμαι ενδιαφέρομαι, καταγίνομαι, ασχολούμαι, σπουδάζω επιμελώς γύρω από κάτι («περί τινα τῶν ἐόντων κατασχολέονται», Περικτ. στον Στοβ.) αρχ. 1. απασχολώ με κάτι, στρέφω προς κάτι («περὶ τούτου τὴν διδασκαλίαν… …   Dictionary of Greek

  • οφειλετικός — ή, ὁ (Μ ὀφειλετικός, ή, όν) [οφειλέτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον οφειλέτη («οφειλετικό υπόλοιπο» το χρεωστικό υπόλοιπο). επίρρ... ὀφειλετικῶς (Μ) με οφειλετικό τρόπο («διδασκαλίαν πυκνήν, ἧς ἕνεκεν ὀφειλετικῶς ἐνταῡθα συνηνέχθημεν»,… …   Dictionary of Greek

  • προφητεία — η, ΝΜΑ [προφητεύω] 1. το να προφητεύει κανείς, το να προλέγει τα μέλλοντα με θεία έμπνευση (α. «είχε το χάρισμα τής προφητείας» β. «διδασκαλίαν ὡς προφητείαν ἐκχεῶ», ΠΔ. γ. «χάρισμα δ οἶδα πνεύματος θείαν δόσιν. κήρυγμ ἀδήλων τὴν προφητείαν λέγω» …   Dictionary of Greek

  • ταράσσω — ΝΜΑ, και ταράζω Ν, και αττ. τ. ταράττω Α 1. ανακινώ, αναταράσσω (α. «η θάλασσα είναι ταραγμένη» β. «σύναγεν νεφέλας ἐτάταξε δὲ πόντον [ὁ Ποσειδῶν]», Ομ. Οδ.) 2. μτφ. προκαλώ ταραχή, προξενώ σύγχυση, καταστρέφω την ψυχική γαλήνη και την ησυχία… …   Dictionary of Greek

  • Δενδρινός, Ιερόθεος — (Επάνω Χωριό, Ιθάκη 1697 – Σμύρνη 1780). Λόγιος, κληρικός και δάσκαλος. Σπούδασε στη σχολή της Πάτμου, κοντά στον Μακάριο Καλογερά και αργότερα εγκαταστάθηκε στη Σμύρνη. Εκεί ανέλαβε τη διεύθυνση της ελληνικής σχολής, η οποία αργότερα έγινε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»