-
1 διαμαρτυρομαι
-
2 διαμαρτύρομαι
{с.гл., 15}1. торжественно свидетельствовать, клятвенно утверждать, возвещать;2. заклинать, умолять, настойчиво просить.Ссылки: Лк. 16:28; Деян. 2:40; 8:25; 10:42; 18:5; 20:21, 23, 24; 23:11; 28:23; 1Фес. 4:6; 1Тим. 5:21; 2Тим. 2:14; 4:1; Евр. 2:6.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > διαμαρτύρομαι
-
3 διαμαρτύρομαι
{с.гл., 15}1. торжественно свидетельствовать, клятвенно утверждать, возвещать;2. заклинать, умолять, настойчиво просить.Ссылки: Лк. 16:28; Деян. 2:40; 8:25; 10:42; 18:5; 20:21, 23, 24; 23:11; 28:23; 1Фес. 4:6; 1Тим. 5:21; 2Тим. 2:14; 4:1; Евр. 2:6.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > διαμαρτύρομαι
-
4 διαμαρτύρομαι
(αόρ. διαμαρτυρήθηκα) протестовать, заявлять протест; возражать -
5 διαμαρτύρομαι
1. (торжественно) свидетельствовать, (клятвенно) утверждать, возвещать; 2. заклинать, умолять, настойчиво просить.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > διαμαρτύρομαι
-
6 διαμαρτύρομαι
δια|μαρτύρομαι 1. свидетельствовать; 2. призывать кого в свидетели; заклинать, умолять -
7 Διαμαρτύρομαι
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > Διαμαρτύρομαι
-
8 διαμαρτύρομαι
[дьямартиромэ] ρ протестовать. -
9 προδιαμαρτυρομαι
-
10 1263
{с.гл., 15}1. торжественно свидетельствовать, клятвенно утверждать, возвещать;2. заклинать, умолять, настойчиво просить.Ссылки: Лк. 16:28; Деян. 2:40; 8:25; 10:42; 18:5; 20:21, 23, 24; 23:11; 28:23; 1Фес. 4:6; 1Тим. 5:21; 2Тим. 2:14; 4:1; Евр. 2:6.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 1263
См. также в других словарях:
διαμαρτύρομαι — διαμαρτύρομαι, διαμαρτυρήθηκα βλ. πίν. 151 Σημειώσεις: διαμαρτύρομαι : δες σημείωση για διαμαρτυρούμαι … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διαμαρτύρομαι — διαμαρτύ̱ρομαι , διαμαρτύρομαι call gods and men to witness aor subj mp 1st sg (epic) διαμαρτύ̱ρομαι , διαμαρτύρομαι call gods and men to witness pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμαρτύρομαι — (AM διαμαρτύρομαι) [μαρτύρομαι] 1. διατυπώνω προφορική ή γραπτή ένσταση για λόγια ή πράξεις άλλου ή άλλων, που, κατά τη γνώμη μου, με ζημίωσαν ηθικά ή υλικά 2. εξανίσταμαι, εξεγείρομαι, ξεσπώ σε διαμαρτυρίες αρχ. 1. επικαλούμαι ως μάρτυρες θεούς… … Dictionary of Greek
διαμαρτύρομαι — διαμαρτυρήθηκα, εκφράζω έντονα την αντίθεσή μου, την αποδοκιμασία μου, για αδικία που μου γίνεται: Διαμαρτυρήθηκα έντονα για την καθυστέρηση της αμοιβής μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαμαρτυρεῖ — διαμαρτύρομαι call gods and men to witness aor subj mp 3rd sg (epic) διαμαρτῠρεῖ , διαμαρτύρομαι call gods and men to witness fut ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) διαμαρτυρέω use a pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) διαμαρτυρέω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμαρτυρῇ — διαμαρτύρομαι call gods and men to witness aor subj mp 3rd sg διαμαρτῠρῇ , διαμαρτύρομαι call gods and men to witness fut ind mp 2nd sg διαμαρτυρέω use a pres subj mp 2nd sg διαμαρτυρέω use a pres ind mp 2nd sg διαμαρτυρέω use a pres subj act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμαρτυρεῖς — διαμαρτύρομαι call gods and men to witness aor subj mp 2nd sg (epic) διαμαρτυρέω use a pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) διαμαρτυρέω use a pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμαρτυρησομένους — διαμαρτύρομαι call gods and men to witness fut part mp masc acc pl διαμαρτυρέω use a fut part mid masc acc pl διαμαρτυρέω use a fut part mid masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμαρτυροῦσι — διαμαρτύρομαι call gods and men to witness aor subj mp 3rd pl (epic) διαμαρτυρέω use a pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric) διαμαρτυρέω use a pres ind act 3rd pl (attic epic doric) διαμαρτυρέω use a pres part act masc/neut dat pl… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεμαρτύρησαν — διαμαρτύρομαι call gods and men to witness aor ind mp 3rd pl διαμαρτυρέω use a aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμαρτυρόμεθα — διαμαρτῡρόμεθα , διαμαρτύρομαι call gods and men to witness aor subj mp 1st pl (epic) διαμαρτῡρόμεθα , διαμαρτύρομαι call gods and men to witness pres ind mp 1st pl διαμαρτῡρόμεθα , διαμαρτύρομαι call gods and men to witness imperf ind mp 1st… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)