Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

διαβάζω

  • 1 διαβάζω

    1. μετ.
    1) читать;

    δεν ξέρω να διαβάζω — я не умею читать;

    τα γράμματα του δεν τα διαβάζω — не могу разобрать его почерк;

    διαβάζω στα μάτια σου πώς... — вижу по глазам, что...;

    2) учить читать;
    3) подговаривать, подучивать; 4) читать молитву (о священнике); 5) делать выговор, отчитывать; τον διάβασα καλά я его отчитал как следует;

    του διαβάζω τον εξάψαλμο — читать кому-л. нотацию;

    6) угадывать, разгадывать;

    § πού να σε διαβάσει ο παπάς! — чтоб тебе пусто было!;

    τρελλός παπάς σε διάβασε дурак ты набитый;
    2. αμετ. заниматься, учиться; учить уроки

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > διαβάζω

  • 2 διαβάζω

    [дьявазо] /?. читать.

    Эллино-русский словарь > διαβάζω

  • 3 γραμμή

    η 1.
    1) прям., перен. линия;

    ευθεία (καμπύλη) γραμμή — прямая (кривая) линия;

    οροθετική γραμμή — демаркационная линия, граница;

    γραμμή του ορίζοντος — линия горизонта;

    αμυντική (σκοπευτική) γραμμή — линия обороны (прицела);

    γραμμή του πυρός — линия огня;

    λευκή γραμμή анат. — белая линия;

    χαράσσω γραμμές — линовать;

    2) черта, штрих;
    πλ. контур, очертание;

    τραβώ μιά γραμμή — провести черту;

    3) строка;
    4) ряд, строй, шеренга;

    βάζω στη γραμμή — выстраивать в одну линию, ставить в ряд;

    μπαίνω στη γραμμή — вставить в строй, строиться;

    πυκνώνω τίς γραμμές — воен, а) сомкнуть ряды; — б) вступать в ряды;

    5) линия, путь;

    γραμμή σιδηροδρομική (τροχιοδρομική) — железнодорожная (трамвайная) линия;

    γραμμ ατμοπλοϊκή — пароходное сообщение;

    αεροπορική γραμμή — авиалиния;

    γραμμή διανομής ηλεκτρ;

    κου ρεύματος линия электропередачи;

    εγκαθιστώ τηλεγραφική γραμμή — проводить телеграфную линию;

    δεν μού έδωσαν γραμμή στο τηλέφωνο — меня не соединили по телефону;

    6) перен. линия, направление; курс;

    γενική γραμμή τού κόμματος — генерёльная линия партии;

    7) качество, достоинство, ценность;

    κρασί πρώτης γραμμης — вино высшего качества;

    § πλοία της γραμμής — с) линейные корабли; — б) рейсовые суда;

    σώμα με ωραίες γραμμές — стройная фигура;

    σε γενικές γραμμές — или εν γενικαίς γραμμαίς — сжато, в общих чертах;

    αναγινώσκω μεταξύ των γραμμών — или διαβάζω ανάμεσα στίς γραμμές — читать между строк;

    συσφίγγω ( — или συσπειρώνω) τίς γραμμές — сплачивать ряды;

    2. επίρρ.
    1) прямо;

    πάω ( — или τραβάω) γραμμή στο σπίτι — идти прямо домой;

    2) подряд; по порядку;

    τα παίρνω όλα ( — или τούς παίρνω όλους) γραμμ — брать всё подряд, без раэбора

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > γραμμή

  • 4 συλλαβιστά

    επίρρ. по слогам (читать, произносить);

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > συλλαβιστά

  • 5 ώστε

    1. σόνδ.
    1) следовательно, итак, значит;

    ώστε δεν μ' αγαπάς; — значит, ты меня не любишь?;

    2) чаще:

    ώστε να — до тех пор, пока;

    θα διαβάζω ώστε να βαρεθώ — я буду читать до тех пор, пока не устану;

    οΰτως ώστε να... — так, чтобы...;

    2. επίρρ. (в сочет, с τόσος или τόσον, тж. в сочет, с οΰτως) что;

    έχω τόση δουλειά, ώστε δεν μού μένει καιρός γιά περίπατο — у меня так много работы, что не остаётся времени для прогулок

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ώστε

См. также в других словарях:

  • διαβάζω — διαβάζω, διάβασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • διαβάζω — (Μ διαβάζω) Ι. 1. αναγνωρίζω γραπτά σύμβολα 2. (για ιερείς) απαγγέλλω λειτουργικό κείμενο νεοελλ. 1. κάνω ανάγνωση ενός κειμένου είτε νοερά είτε με απαγγελία 2. μελετώ 3. διδάσκω σε κάποιον ανάγνωση 4. προγυμνάζω μαθητή 5. συμβουλεύω, νουθετώ 6.… …   Dictionary of Greek

  • διαβάζω — διάβασα, διαβάστηκα, διαβασμένος 1. γνωρίζω ανάγνωση: Έμαθε να διαβάζει στο δημοτικό. 2. μελετώ με προσεχτική ανάγνωση: Χρειάζεται πολύ διάβασμα, για να περάσει κανείς στο πανεπιστήμιο. 3. βοηθώ κάποιον να εμπεδώσει αυτό που διαβάζει, τον… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξαναδιαβάζω — διαβάζω πάλι, διαβάζω κάτι για δεύτερη φορά, επαναλαμβάνω την ανάγνωση …   Dictionary of Greek

  • αποκρυπτογραφώ — διαβάζω και ερμηνεύω κρυπτογραφικό κείμενο …   Dictionary of Greek

  • συλλαβίζω — ΝΑ [συλλαβή] νεοελλ. 1. προφέρω ή διαβάζω χωρίζοντας τις λέξεις στις συλλαβές από τις οποίες συγκροτούνται 2. διαβάζω με δυσκολία, έχω δυσχέρεια στην ανάγνωση, μόλις που γνωρίζω ανάγνωση αρχ. ενώνω τα γράμματα σε συλλαβές, προφέρω ή διαβάζω μαζί …   Dictionary of Greek

  • Neugriechische Orthographie — Die Orthographie des Neugriechischen folgt einer historischen Rechtschreibung, die mit dem seit 403 v. Chr. nahezu unveränderten griechischen Alphabet notiert wird. Sie hat bestimmte Verschriftlichungen altgriechischer Laute und Lautkombinationen …   Deutsch Wikipedia

  • απαγγέλλω — (Α ἀπαγγέλλω κ. ιων. ἀπαγγελέω) νεοελλ. 1. διαβάζω ή εκφωνώ με έντεχνο ύφος ποίημα 2. (κυρίως σε δικαστήριο) διαβάζω, εκφωνώ («απάγγειλε την κατηγορία») αρχ. (για αγγελιαφόρο) 1. μεταφέρω ειδήσεις ή μηνύματα, αναγγέλλω, γνωστοποιώ 2. φρ. «πάλιν… …   Dictionary of Greek

  • απομέσα — (τοπ. επίρρ.) 1. από μέσα, από το εσωτερικό 2. στο εσωτερικό, στη μέσα επιφάνεια 3. διαμέσου, μέσα από 4. φρ. «μιλώ ή διαβάζω απομέσα μου» μιλώ ή διαβάζω χαμηλόφωνα ή χωρίς να μιλώ καθόλου …   Dictionary of Greek

  • επαναγιγνώσκω — ἐπαναγιγνώσκω (AM) 1. διαβάζω μεγαλόφωνα («ἐπανάγνωθι τουτουὶ τοῡ νόμου τὸ τελευταῑον», Λυσ.) 2. διαβάζω από την αρχή ώς το τέλος …   Dictionary of Greek

  • προαναγι(γ)νώσκω — Α [ἀναγι(γ)νώσκω] 1. διαβάζω προηγουμένως 2. (ιδίως για δάσκαλο) διαβάζω μεγαλοφώνως μπροστά σε ακροατήριο …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»