-
1 διάδρομος
[диадромос] ουσ. а. коридор.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > διάδρομος
-
2 дорожка
1. (на носителе записи) το ίχνος, ο δρόμος 2. (подшипника, беговая) о σφαιρόδρομοςη στεφάνη ολίσθησης των σφαιρών3. (диэлектриче-ская) το διηλεκτρικό πατάκι/διάδρομος 4. (за-кромочная) τα ίχνη του πλοίου, τα απόνερα, η ολκός, ο ομόρρους 5. (рулёжная) о διάδρομος της τροχοδρόμησης 6. (узкая дорожка, тропинка) το δρομάκι 7. (половик) о διάδρομος, το χαλί/ο τάπητας διαδρόμων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дорожка
-
3 дорожка
дорожкаж1. τό δρομάκι, τό μονοπάτι, ὁ δρομίσκος:беговая \дорожка спорт. ὁ διάδρομος· взлетная \дорожка ἀβ. ὁ διάδρομος ἀπογείωσης·2. (коврик) ὁ διάδρομος, τό στενόμακρον χαλί / τό χαλί τής σκάλας (на лестнице)! μικρό τραπεζομάντηλο, σεμέν ντέ τάμπλ (на стол). -
4 дорожка
-и θ.1. δρομάκος, -άκι.2. διάδρομος, χαλί στενόμακρο.3. τραπεζομάντηλοί στενόμακρο.4. (αλιεία) συρτή, συρταρόλι.5. (τεχ.) αυλακιά.εκφρ.водная дорожка – (σπορ) κολυμβητικός διάδρομος•лтная дорожка – διάδρομος απογείωσης και προσγείωσης. -
5 дорожка
дорожка ж 1) о μικρός δρόμος· το μονοπάτι (тропин ка)· беговая \дорожка о διάδρομος 2) (коврик) το ταπέτο* * *ж1) ο μικρός δρόμος; το μονοπάτι ( тропинка)бегова́я доро́жка — ο διάδρομος
2) ( коврик) το ταπέτο -
6 коридор
-
7 полоса
полоса ж 1) η γραμμή 2) (земли) η ζώνη· взлётно-посадочная \полоса ο διάδρομος απογείωσης ( προσγείωσης) 3) (газеты) η σελίδα ( εφημερίδας)* * *ж1) η γραμμή2) ( земли) η ζώνηвзлётно-поса́дочная полоса́ — ο διάδρομος απογείωσης (προσγείωσης)
3) ( газеты) η σελίδα (εφημερίδας) -
8 взлётно-посадочная полоса
о διάδρομος απογείωσης-προσγείωσηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > взлётно-посадочная полоса
-
9 ВПП
о διάδρομος απογείωσης-προσγείωσηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ВПП
-
10 коридор
ο διάδρομος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > коридор
-
11 переход
1. (действие) η μετάβαση, η μεταβολή 2. (часть плавания) о διάπλους 3. (переходная часть электрического соединителя) о (ηλεκτρικός) σύνδεσμος προσαρμογής 4. (расстояние, которое можно пройти без остановки за какой-л. определенный срок) η απόσταση μεταξύ δύο στάσεων 5. (место, приспособленное или пригодное для перехода, переправы) η διάβαση, το πέρασμα 6. (коридор, соединяющий одно здание с другим) το πέρασμα, ο διάδρομος, η ένωση (που ενώνει δυο κτήρια μεταξύ τους).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > переход
-
12 полоса
1. (узкая пластинка) η λωρίδα 2. (цветовая линия) η γραμμή, η λωρίδα 3. (προκ.) η ταινία, η λάμα 4. (сортового металла) η λάμα 5. полигр. η στήλη, η σελίδα 6. (зона, пояс) η ζώνηветрозащитная - η σειρά των δέντρων ή θάμνων (γύρω από τα χωράφια) για την προστασία από τους ανέμουςвзлётно-посадочная - (ΒΠΠ) см. взлётно -посадочная полоса лесозащитная - προστατευτική - του δάσουςполезащитная - η (γύρω-γύρω) σειρά δέντρων ή θάμνων για την προστασία των χωραφιών- частот боковая πλευρική - των συχνοτήτων, οι πλευρικές συχνότητεςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > полоса
-
13 проход
1. (часть операции) η διαδρομή, η βόλτα (ξεν.)- в корне шва первый (св.) πρώτη - στη ρίζα της ραφήςперекрывающий (св.) - της υπερκάλυψηςпоследний - (св.) τελική -чистовой - лес. η τελική κοπή2. (место, по которому можно пройти) η διάβαση 3. (пролёт) η πτέρυγα, ο διάδρομος 4. (мед., анат.) о πόροςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > проход
-
14 путь
1. (направление, маршрут) το δρομολόγιο, η πορείαМлечный - астр. о Γαλαξίας2. (расстояние) η απόστασηтормозной (авто) - πέδης/φρεναρίσματος3. (траектория) η καμπύλη τροχιάς, η τροχιά 4. (способ) το μέσο(ν), ο τρόπος 5. (место, по которому происходит передвижение, сообщение) о δρόμος, η οδός, το ταξίδι 6. (место для прохода, проезда) о πόρος, ο διάδρομος 7. (доступ куда-л., возможность проникнуть куда-л.) о τρόπος, το μέσον 8. (железнодорожная колея, линия) η σιδηροδρομική γραμμή 9. (передвижение куда-л.) το ταξίδι 10. (направление деятельности, развития чего-л.) η πορεία 11. (средство, способ достижения чего-л.) о δρόμος, ο τρόπος, η οδός 12. -и анат. τα όργαναдыхательные - αναπνευστικά -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > путь
-
15 тамбур
1. ж.-д. η εξέδρα του βαγονιού, ο διάδρομος/η εξέδρα επικοινωνίας των οχημάτων/βαγονιών 2. арх. о σπόνδυλος του κίονα 3. (пристройка у входных дверей, предохраняющая от проникновения в помещение наружного воздуха) о κλειστός χώρος μεταξύ εξωτερικής και εσωτερικής θύρας/πόρτας (του σπιτιού, της κατοικίας), ο χώρος εισόδου, ο προθάλαμοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > тамбур
-
16 трасса
η γραμμή, το δρομολόγιοвоздушная - ο εναέριος διάδρομος, αεροπορική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > трасса
-
17 трек
1. (след заряженной частицы) физ. το ίχνος, το αποτύπωμα 2. (дорожка) ο διάδρομος, η διαδρομή (π.χ. του (μοτο)πο-δηλατοδρομείου).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > трек
-
18 беговой
бегов||ойприл1. δρομικός, τοῦ δρόμου, τοῦ ἱπποδρομίου, τής κούρσας:\беговойая дорожка спорт. ὁ στίβος, ὁ διάδρομος στίβου; \беговойа́я лошадь τό ἀλογο κούρσας, ὁ δρομικός ίππος. -
19 взлетно-посадочный
взлетно-посадочн||ыйприл:\взлетно-посадочныйая полоса ὁ διάδρομος ἀπογειώσεως καί προσγειώσεως. -
20 коридор
коридорм ὁ διάδρομος.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
διάδρομος — running through masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάδρομος — ο (AM διάδρομος, Α και διάδρομος, ον) 1. η δίοδος, το πέρασμα 2. επιμήκης χώρος μέσω τού οποίου συγκοινωνούν μεταξύ τους και με την έξοδο τα δωμάτια που βρίσκονται στον ίδιο όροφο 3. χώρος επιμήκης για την επικοινωνία τών διαμερισμάτων ενός… … Dictionary of Greek
διάδρομος — ο 1. δίοδος, μακρόστενο πέρασμα: Τα δωμάτια στους ορόφους του ξενοδοχείου είναι τοποθετημένα στο μήκος ευρύχωρων διαδρόμων. 2. οι διαγραμμισμένες λωρίδες των σταδίων, όπου τρέχουν οι δρομείς: Ο κάθε αθλητής πρέπει να παραμένει στο διάδρομό του σε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αεροπορικός διάδρομος ή αεροδιάδρομος — Εναέριος διάδρομος μέσα στον οποίο κινούνται τα αεροπλάνα, κυρίως για την αποτροπή ατυχημάτων και συγκρούσεων. Οι α.δ. καθορίζονται διεθνώς με γεωγραφικές συντεταγμένες ή με ραδιοναυτιλιακά μέσα και διακρίνονται σε δύο κυρίως κατηγορίες: α) στους … Dictionary of Greek
διαδρόμου — διάδρομος running through masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδρόμους — διάδρομος running through masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδρόμων — διάδρομος running through masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδρόμῳ — διάδρομος running through masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάδρομα — διάδρομος running through neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek