Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

εφημερίδας

  • 1 газетный

    επ.
    της εφημερίδας•

    -ая статья το άρθρο της εφημερίδας•

    газетный язык η δημοσιογραφική γλώσσα•

    газетный стиль δημοσιογραφικό στυλ•

    -ая кампания εκστρατεία τύπου•

    -ое сообщение ανακοίνωση των εφημερίδων•

    -ая заметка αρθρίδιο εφημερίδας•

    газетный работник δημοσιογράφος ή εργάτης τύπου•

    -ая бумага τυπογραφικό χαρτί•

    -ые вырезки αποκόμματα εφημερίδων•

    газетный киоск περίπτερο εφημερίδων.

    Большой русско-греческий словарь > газетный

  • 2 полоса

    полоса ж 1) η γραμμή 2) (земли) η ζώνη· взлётно-посадочная \полоса ο διάδρομος απογείωσης ( προσγείωσης) 3) (газеты) η σελίδα ( εφημερίδας)
    * * *
    ж
    1) η γραμμή
    2) ( земли) η ζώνη

    взлётно-поса́дочная полоса́ — ο διάδρομος απογείωσης (προσγείωσης)

    3) ( газеты) η σελίδα (εφημερίδας)

    Русско-греческий словарь > полоса

  • 3 тираж

    тираж м 1) (займа) η κλήρωση 2) {книги, газеты) το τιράζ, η κυκλοφορία (αριθμός αντιτύπων βιβλίου, εφημερίδας)
    * * *
    м
    1) ( займа) η κλήρωση
    2) (книги, газеты) το τιράζ, η κυκλοφορία (αριθμός αντιτύπων βιβλίου, εφημερίδας)

    Русско-греческий словарь > тираж

  • 4 через

    через 1) (о пространстве) μέσα από; перепрыгнуть \через ручей πηδώ το ρυάκι· дорога идёт \через лес о δρόμος περνά μέσα από το δάσος· Охать в Москву через Киев πηγαίνω στη Μόσχα μέσο Κίεβο 2) (ο времени) μετά, σε. ύστερα από; \через две недели μετά (или ύστερα από) δυο βδομάδες; \через некоторое время σε λίγο καιρό 3) (посредством) διάμεσο, μέσο; \через газету μέσο της εφημερίδας череп м το κρανίο
    * * *
    1) ( о пространстве) μέσα από

    перепры́гнуть че́рез руче́й — πηδώ το ρυάκι

    доро́га идёт че́рез лес — ο δρόμος περνά μέσα από το δάσος

    е́хать в Москву́ че́рез Ки́ев — πηγαίνω στη Μόσχα μέσο Κίεβο

    2) ( о времени) μετά, σε, ύστερα από

    че́рез две неде́ли — μετά ( или ύστερα από) δυο βδομάδες

    че́рез не́которое вре́мя — σε λίγο καιρό

    3) ( посредством) διάμεσο, μέσο

    че́рез газе́ту — μέσο της εφημερίδας

    Русско-греческий словарь > через

  • 5 газетный

    газет||ный
    прил τής ἐφημερίδας:
    \газетныйная статья τό αρθρο ἐφημερίδας· \газетныйный стиль τό δημοσιογραφικό στυλ· \газетныйная бумага ὁ τυπογραφικός χάρτης· \газетныйный киоск τό περίπτερο ἐφημερίδων.

    Русско-новогреческий словарь > газетный

  • 6 газетчик

    α., -ца, -ы θ.
    1. πλανόδιος εφημεριδοπώλης, εφημερίδας.
    2. δημοσιογράφος, συνεργάτης εφημερίδας.

    Большой русско-греческий словарь > газетчик

  • 7 передовой

    επ.
    1. (κυρλξ. κ. μτφ.) πρωτοπόρος, προπορευόμενος•

    -ая лошадь το προπορευόμενο άλογο•

    -ая наука πρωτοπόρα επιστήμη.

    || προηγμένος•

    -ые страны οι προηγμένες χώρες.

    || προοδευτικός•

    передовой человек προοδευτικός άνθρωπος•

    -ые идеи προοδευτικές ιδέες.

    2. μπροστινός, πρώτος•

    -ые позиции линии οι πρώτες θέσεις της γραμμής•

    передовой пост η προφυλακή•

    передовой отряд η εμπροσθοφυλακή.

    3. ουσ. -ая,
    ой θ., πλθ. -ые, -ых οι πρώτες θέσεις γραμμής.
    4. ουσ. θ. -ая, -ой κύριο άρθρο (εφημερίδας, περιοδικού).
    εκφρ.
    - ая позиция – (στρατ.) η πρώτη γραμμή•
    - ая статья – το κύριο άρθρο (εφημερίδας, περιοδικού).

    Большой русско-греческий словарь > передовой

  • 8 стенгазетный

    επ.
    της εφημερίδας τοίχου•

    стенгазетный материал το υλικό της εφημερίδας τοίχου.

    Большой русско-греческий словарь > стенгазетный

  • 9 премия

    1. (награда за успехи, заслуги) το βραβείο 2. (дополнительное денежное вознаграждение, выдаваемое за превышение обязательных производственных норм) το δώρο, το πρίμ (ξεν.), το μπόνους (ξεν.) 3. эк. (в поощрении вывоза товаров) η επιδότηση (των εξαγωγών), το ασφάλιστρο 4. фин. (разница между биржевой и номинальной стоимостью ценной бумаги) η διαφορά 5. (бесплатное приложение к журналу, газете, бесплатная придача при покупке некоторых товаров) το (δωρεάν) ένθετο (περιοδικού, εφημερίδας, ενός προϊόντος), το δώρο

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > премия

  • 10 шапка

    1. маш. η κεφαλή 2 полигр. η επικεφαλίδα (εφημερίδας, περιοδικού) 3. (головной убор) о πίλος, разг. το καπέλο
    (вязаная) о σκούφος, η σκούφια

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > шапка

  • 11 выписывать

    выписывать
    несов·
    1. (делать выписки) ἀντιγράφω περικοπές, σημειώνω ἀποσπάσματα·
    2. (тщательно писать) καλλιγραφώ, γράφω ἐπιμελώς·
    3. (периодические издания) ἐγγράφομαι συνδρομητής:
    \выписывать газету ἐγγράφομαι συνδρομητής ἐφημερίδας·
    4. (исключать) διαγράφω/ δίνω ἐξιτήριο, ἀπολύω (из больницы и т. п.).

    Русско-новогреческий словарь > выписывать

  • 12 номер

    номер
    м
    1. ὁ ἀριθμός, τό νούμερο:
    порядковый \номер αὐξων ἀριθμός· \номера по порядку κατ' αὐξοντα ἀριθμόν какой \номер о́буви ты носишь? τί ἀριθμό (или νούμερο) παπούτσια φορείς;· \номер квартиры (дома) ἀριθμός τοῦ διαμερίσματος (τοῦ σπιτιοῦ)·
    2. (газеты и т. ἡ.) τό φύλλο/ τό τεῦχος (журнала):
    сегодняшний \номер газеты τό σημερινό φύλλο τής ἐφημερίδας·
    3. (в гостинице и т. п.) τό δωμάτιο·
    4. (о выступлении артиста) τό νούμερο:
    сольный \номер τό σόλο, ἡ μονωδία·
    5. воен.:
    \номер орудийного расчета ὁ πυροβολητής· ◊ этот \номер не пройдет разг αὐτό τό κόλπο δέν θά περάσει· выкинуть \номер κάνω παραξενιές.

    Русско-новогреческий словарь > номер

  • 13 сотрудник

    сотру́дни||к
    м ί. ὁ συνεργάτης:
    \сотрудник газеты ὁ συνεργάτης ἐφημερίδας· научный \сотрудник ὁ ἐπιστημονικός συνεργάτης·
    2. (служащий) ὁ ὑπάλληλος:
    -*· учреждения ὁ δημόσιος ὑπάλληλος.

    Русско-новогреческий словарь > сотрудник

  • 14 утренний

    у́тренн||ий
    прил πρωϊνός:
    \утренний выпуск газеты ἡ πρωινή ἐκδοση τής ἐφημερίδας· в \утреннийие часы τίς πρωινές ὠρες.

    Русско-новогреческий словарь > утренний

  • 15 через

    через
    предлог с вин. п.
    1. (о пространстве, месте) διά, πάνω / διά μέσου (сквозь):
    мост \через реку ἡ γέφυρα πάνω ἀπό τό ποτάμι· ремень \через плечо́ τό λουρί στον ῶμο· перейти \через дорогу περνώ τόν δρόμο· ступи́ть \через порог περνώ τό κατώφλι, μπαίνω· прыгнуть \через барьер πηδώ πάνω ἀπό τόν φράχτη· прыгнуть \через ручей πηδώ τό ρυάκι· ехать \через реку περνώ τό ποτάμι· пройти \через лес περνώ διά μέσον τοῦ δάσους· перейти́, переехать \через что́-л. διαβαίνω (или διασχίζω, διαπερ(ν)ῶ)· ехать в Ленинград \через Москву́ μεταβαίνω στό Λένινγκραντ μέσω Μόσχας· ехать \через весь город διασχίζω ὅλη τήν πόλη· влезть \через окно μπαίνω ἀπ' τό παράθυρο· пройти \через испытания περνώ δοκιμασίες·
    2. (при посредстве) διά μέσου, μέσον, μέ τήν βοήθεια:
    оповестить \через газету γνωστοποιώ μέσον τής ἐφημερίδας· разговаривать \через переводчика μιλώ μέ τήν βοήθεια διερμηνέα· смотреть \через очки βλέπω μέ τά ματογυάλια·
    3. (о расстоянии) μετά:
    \через два километра начинается деревня μετά δύο χιλιόμετρα ἀρχίζει τό χωριό· она живет \через три до́ма от нас αὐτη κατοικεί τρία σπίτια πιό μακρυά ἀπό μᾶς· писать \через три строки γράφω ἀνά τρία διαστήματα·
    4. (о времени) ὑστερα ἀπό, μετά:
    приду́ \через час θά ἔλθω μετά ἀπό μιαν ὠρα· \через два дня ὕστερα ἀπό δυό μέρες, μετά δυό μέρες· \через некоторое время μετά ἀπό λίγον καιρό· регулярно \через день μέρα παρά μέρα· ◊ \через голову кого-л. разг χωρίς νά ρωτήσω κάποιον \через пень колоду разг κουτσά στραβά.

    Русско-новогреческий словарь > через

  • 16 выпускающий

    -его ουσ. από μτχ. εκδότης(εφημερίδας, περιοδικού).

    Большой русско-греческий словарь > выпускающий

  • 17 вырезка

    θ.
    1. απόκομμα (εφημερίδας, περιοδικού κ.τ.τ.)
    κομμάτι, τεμάχιο.
    2. φιλέτο, μπονφιλέ (μέρος κρέατος).

    Большой русско-греческий словарь > вырезка

  • 18 заметка

    θ.
    1. σημάδι, σημείο.
    2. σημείωση•

    путевые заметки ταξιδιωτικές (γραπτές) εντυπώσεις.

    || ανακοίνωση (με τον τύπο). || αρθρίδιο, πλαγιότιτλο•

    газетная заметка αρθρίδιο εφημερίδας.

    εκφρ.
    брать (взять) на -у – παίρνω (κρατώ) υπο σημείωση, λαβαίνω υπ’ όψη•
    на -е бытьπαλ. βλ. замечание.
    θ. (ραπτ.) τρύπωμα.

    Большой русско-греческий словарь > заметка

  • 19 искровец

    -вца α. ισκριστής, οπαδός της εφημερίδας „Ισκρα.

    Большой русско-греческий словарь > искровец

  • 20 корреспондент

    α.
    -ка, -и θ.
    1. ανταποκριτής•

    газетный корреспондент ανταποκριτής εφημερίδας•

    специальный корреспондент ειδικός ανταποκριτής•

    собственный корреспондент ιδιαίτερος ανταποκριτής•

    военный корреспондент ανταποκριτής του πολεμικού μετώπου.

    2. αντεπιστολέας.

    Большой русско-греческий словарь > корреспондент

См. также в других словарях:

  • εφημεριδάς — ο [εφημερίδα] ο εφημεριδοπώλης …   Dictionary of Greek

  • ἐφημερίδας — ἐφημερίς diary fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εφημερίδα — Έντυπο που κυκλοφορεί κάθε μέρα ή σε αραιότερα χρονικά διαστήματα και περιέχει ειδήσεις, σχόλια και άλλο υλικό της επικαιρότητας. Στην ευρύτερη σημασία του ο όρος ε. χαρακτηρίζει κάθε τυπωμένο κείμενο, στο οποίο καταχωρούνται ειδήσεις που… …   Dictionary of Greek

  • ομόνοια — I Μυθολογική θεότητα, κόρη του Δία και της θέμιδας ή της Πραξιδίκης, και αδελφή της Αρετής. Ήταν η προσωποποίηση της ομόνοιας των πολιτών. Στην Ολυμπία υπήρχε βωμός της από όπου οι γαμπροί έπαιρναν τις νύφες και τις οδηγούσαν στο σπίτι τους.… …   Dictionary of Greek

  • Βλάχου, Ελένη — (Αθήνα 1911 – 1995).Εκδότρια και δημοσιογράφος. Υπήρξε πρωτοπόρος της ελληνικής δημοσιογραφίας καθώς και εκδότρια της εφημερίδας Καθημερινή, από το 1951 που πέθανε ο πατέρας της Γεώργιος Βλάχος (βλ. λ.) και μέχρι τον θάνατό της. Στη διάρκεια της… …   Dictionary of Greek

  • Κεμάλ Ναμίκ — (Kemal Namik, 1840 – 1888). Τούρκος συγγραφέας και ποιητής. Διακρίθηκε για τις φιλελεύθερες ιδέες του και για τους αγώνες του, ενώ άσκησε επιρροή και στο κίνημα των Νεότουρκων. Επίσης, έκανε καρποφόρες προσπάθειες με στόχο τη δυτικοποίηση της… …   Dictionary of Greek

  • Κύρου — Επώνυμο οικογένειας δημοσιογράφων και εκδοτών. 1. Άδωνις (Λευκωσία 1872 – Αθήνα 1918). Ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές του σπουδές στη γενέτειρά του και φοίτησε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Πολύ νέος επιδόθηκε στη δημοσιογραφία. Τα πρώτα …   Dictionary of Greek

  • Μπένετ, Τζέιμς Γκόρντον — (James Gordon Bennett, Κέιθ, Σκοτία 1795 – Νέα Υόρκη 1872). Αμερικανός δημοσιογράφος και εκδότης, σκοτσέζικης καταγωγής. Νεότατος και πάμπτωχος, αποβιβάστηκε στη Νέα Υόρκη το 1819, αναζητώντας εργασία και τύχη και εργάστηκε διαδοχικά ως κλητήρας… …   Dictionary of Greek

  • Σάλπιγξ Ελληνική — Η πρώτη χρονολογικά, έντυπη ελληνική εφημερίδα. Η εφημερίδα αυτή, που είχε έδρα την Καλαμάτα, κυκλοφόρησε το 1821. Από τα φύλλα της σώζονται μόνο ελάχιστοι αριθμοί. Τα αντίτυπα αυτά ανήκαν στον Τιμολέοντα Φιλήμονα, που τα δώρισε στη Βιβλιοθήκη… …   Dictionary of Greek

  • Τυπογραφείο Εθνικό — Το τυπογραφείο του εληνικού κράτους, στο οποίο εκτυπώνονται η Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και άλλα δημόσια έγγραφα. Με την κήρυξη της ανεξαρτησίας της Ελλάδας, οι πρώτες κυβερνήσεις που σχηματίστηκαν, προνόησαν για τον καταρτισμό τυπογραφείου για… …   Dictionary of Greek

  • άρθρο — Κλιτό μέρος του λόγου· γενικά μονοσύλλαβες λέξεις που μπαίνουν πριν από τα πτωτικά. Κατά την άποψη ορισμένων αρχαίων γραμματικών και νεότερων γλωσσολόγων, η χρήση του ά. ήταν εντελώς άγνωστη στα χρόνια του Ομήρου· κατ’ άλλους όμως η αρθρική χρήση …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»