-
21 стартрвый
старт||рвыйприл τής ἐκκίνησης:\стартрвыйовая площадка ав. διάδρομος ἀπογειώσεως. -
22 коридор
[καριντόρ] ουσ. α διάδρομος -
23 этап
[ετάπ] ουσ. α. (σπορ) διάδρομος σταδίου -
24 коридор
[καριντόρ] ουσ α διάδρομος -
25 этап
[ετάπ] ουσ α (σπορ) διάδρομος σταδίου -
26 беговой
επ.δρομικός, του δρόμου, του τρεξίματος• ιπποδρομικός, της κούρσας•-ая дорожка διάδρομος στίβου•
-ая лошадь ο δρομικός ίππος, άλογο κούρσας.
-
27 взлетный
επ.απογειωτικός, της απογείωσης•-ая площадка ο διάδρομος απογείωσης.
-
28 коридор
-а α.διάδρομος. || δίοδος, πέρασμα. -
29 коридорчик
-а α.μικρός διάδρομος. -
30 линейка
-
31 переход
-а α.1. διάβαση, διέλευση, πέρασμα• διάπλους.2. μετακίνηση, μετατόπιση. || εξάπλωση, επέκταση• μετάδοση. || αλλαγή διαμονής. || προβίβαση (μαθητή, σπουδαστή).3. αυτομόληση. || αλλαξοπιστία. || μεταβίβαση. || μτφ. μεταπήδηση, πέρασμα•переход к другой теме πέρασμα σε άλλο θέμα.
|| μετατροπή εξέλιξη•переход ссоры в драку πέρασμα από το μάλωμα στον τσακωμό.
4. στάση (η απόσταση μεταξύ δύο σταθμεύσεων).5. πέρασμα (μέρος διάβασης).6. διάδρομος.7. μετάπτωση. -
32 стартовый
επ.της εκκίνησης. || της απογείωσης•-ая площадка διάδρομος απογείωσης.
-
33 штрек
-а α.στοά ή ανοιχτός διάδρομος ορυχείου.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
διάδρομος — running through masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάδρομος — ο (AM διάδρομος, Α και διάδρομος, ον) 1. η δίοδος, το πέρασμα 2. επιμήκης χώρος μέσω τού οποίου συγκοινωνούν μεταξύ τους και με την έξοδο τα δωμάτια που βρίσκονται στον ίδιο όροφο 3. χώρος επιμήκης για την επικοινωνία τών διαμερισμάτων ενός… … Dictionary of Greek
διάδρομος — ο 1. δίοδος, μακρόστενο πέρασμα: Τα δωμάτια στους ορόφους του ξενοδοχείου είναι τοποθετημένα στο μήκος ευρύχωρων διαδρόμων. 2. οι διαγραμμισμένες λωρίδες των σταδίων, όπου τρέχουν οι δρομείς: Ο κάθε αθλητής πρέπει να παραμένει στο διάδρομό του σε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αεροπορικός διάδρομος ή αεροδιάδρομος — Εναέριος διάδρομος μέσα στον οποίο κινούνται τα αεροπλάνα, κυρίως για την αποτροπή ατυχημάτων και συγκρούσεων. Οι α.δ. καθορίζονται διεθνώς με γεωγραφικές συντεταγμένες ή με ραδιοναυτιλιακά μέσα και διακρίνονται σε δύο κυρίως κατηγορίες: α) στους … Dictionary of Greek
διαδρόμου — διάδρομος running through masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδρόμους — διάδρομος running through masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδρόμων — διάδρομος running through masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδρόμῳ — διάδρομος running through masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάδρομα — διάδρομος running through neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek