-
1 γενναιάζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γενναιάζω
-
2 γέννησις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γέννησις
-
3 γεννήτωρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γεννήτωρ
-
4 γέννα
γένν-ᾰ Emp.17.27, 22.9, A.Pr. 853 (but γέννᾱ in lyr. passages of E., as Hec. 159), ης, ἡ:—poet. for γένος,2 origin, [ τοῦ ὄντος] Parm. 8.6;διέχειν γέννῃ τε κρήσει τε Emp.22.7
;γῆ γ. πάντων Secund. Sent.15
; production,πύου Aret.SD1.14
; ὑγρῶν ib.15.II offspring, son, Pi.O.7.23;θνᾴσκοντα γέννας ἄτερ A. Th. 748
;λαγίνα γ. Id.Ag. 119
; generation,πέμπτη δ' ἀπ' αὐτοῦ γέννα Id.Pr. 853
, cf. 774.2 race, family, οὐρανία γ. ib. 165;ἀρσένων γ. E.Med. 428
(lyr.): rare in Prose,ἡ τοῦ πέρατος γ. Pl.Phlb. 25d
, cf. Is.Fr. 136.3 creation, creature, PMag.Leid.V.7.14.4 personified, Creative Force, ib. W.5.3.III of the Moon, coming forth, Ach.Tat.Intr.Arat.21, Sch.Arat.735, Paul.Al.G.4. -
5 γεννάδας
A noble, generous,χρηστὸς καὶ γ. Ar.Ra. 179
;γ. καὶ πρᾷος Pl.Phdr. 243c
, cf. Arist.EN 1100b32; highly bred,ἐπὶ τῶν γενναδῶν ἵππων Polem.Phgn.78
; notable, c. inf., Luc.Hist.Conscr. 33.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γεννάδας
-
6 γενναιοπρεπής
γενν-αιοπρεπής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γενναιοπρεπής
-
7 γενναιότης
A the character of a γενναῖος, nobility, E.Ph. 1680, Th.3.82; of land, fertility, X.Cyr.8.3.38, Plb.3.44.8; noble birth, J.AJ19.3.1; high spirit, of colts, Max. Tyr.7.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γενναιότης
-
8 γέννας
γένν-ας, ὁ,A mother's brother, uncle, Hsch. -
9 γεννάω
A- ηθήσομαι Id.4.9
): ([etym.] γέννα):—causal of γίγνομαι (cf. γείνομαι), mostly of the father, beget,ὁ γεννήσας πατήρ S.El. 1412
; οἱ γεννήσαντές σε your parents, X.Mem. 2.1.27;τὸ γεννώμενον ἔκ τινος Hdt.1.108
, etc.; ὅθεν γεγενναμένοι sprung, Pi.P.5.74; of the mother, bring forth, bear, A.Supp.48, Arist.GA 716a22, X. Lac.1.3, etc.:—[voice] Med., produce from oneself, create, Pl. Ti. 34b, Mx. 238a.3 metaph., engender, produce,λήθη τῶν ἰδίων κακῶν θρασύτητα γεννᾷ Democr.196
;παντοίαν ἀρετήν Pl.Smp. 209e
;διανοήματά τε καὶ δόξας Id.R. 496a
, etc.; γεννῶσι τὸν οὐρανὸν [οἱ φιλόσοφοι] call it into existence, Arist.Cael. 283b31; ὁ ἐξ ἀσωμάτου γεννῶν λόγος ib. 305a16, cf. Plot.6.6.9; of numbers, produce a total, Ph. 1.347. -
10 γενναῖος
A true to one's birth or descent (εὐγενὲς μέν ἐστι τὸ ἐξ ἀγαθοῦ γένους, γενναῖον δὲ τὸ μὴ ἐξιστάμενον ἐκ τῆς αὑτοῦ φύσεως Arist.HA 488b19
, cf. Rh. 1390b22),οὔ μοι γενναῖον ἀλυσκάζοντι μάχεσθαι Il.5.253
(nowhere else in Hom.);γενναῖον δέ σοι ταχέως ὑπακούειν Ar.Fr.28
D.: hence,I of persons, high-born, noble, Archil.107, etc.;τέκνα Hdt.1.173
;ὦ γονῇ γενναῖε S.OT 1469
;ἐσθλοὺς ἔκ τε γενναίων γεγῶτας Id.Fr.107.3
; ; οἱ γ., opp. οἱ ἀγεννεῖς, Arist.Pol. 1296b22; so of animals, well-bred, , X.Cyr.1.4.15; opp. ἀγεννής, Arist.HA 558b16.2 noble in mind, high-minded, Hdt.3.140 ([comp] Sup.), S.El. 129 (lyr.), etc.; τὸ γ., = γενναιότης, Id.OC 569; of actions, noble, Hdt.1.37;λῆμα γ. Pi.P.8.44
;τλάσας τὸ γ. S. OC 1640
, cf. E.Alc. 624; γ. ἔπος, λόγοι, πόνοι, S.Ph. 1402, E.Heracl. 537, HF 357 (lyr.).3 as a form of polite speech, γενναῖος εἶ you are very good, Ar.Th. 220.II of things, good of their kind, excellent,μέλος A.Fr.281.5
; σταφυλή, σῦκα, Pl. Lg. 844e; γενναίου.. ἄξιον οὐθενός of no great use, Ath.Mech.31.2; ironical,γένει γ. σοφιστική Pl.Sph. 231b
(cf. 1.1), etc.; genuine, intense, , etc.; violent,σεισμός Philostr. VA6.38
;θάλπη Jul. Or. 2.101d
.b γενναῖον· τὸ τῆς γενέσεως ἀρχηγόν, Hsch.III Adv. - αίως nobly, Hdt.7.139, Th.2.41, Pl.La. 196b, Men.672;ὅρκος, πῆγμα γ. παγέν A.Ag. 1198
; ironical,μάλα γ. ἐπιλαθόμενον ὧν εὖ πάθοι Jul. Or.3.125c
: [comp] Comp. , Ps.-Callisth. 1.38: [comp] Sup. (lyr.).2 irreg. [comp] Sup.γενναιέστατος Dinol. 10
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γενναῖος
-
11 γεννήεις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γεννήεις
-
12 γέννημα
A that which is produced or born, child, S.Tr. 315;παίδων τῶν σῶν νέατον γ. Id.Ant. 627
;τῶν Λαΐου.. τις ἦν γεννημάτων Id.OT 1167
: generally, any product or work, Pl.R. 597e, etc.: in pl., fruits of the earth, Plb.1.71.1, etc.;τῶν στοιχείων Phld.Sign.37
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γέννημα
-
13 γεννηματίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γεννηματίζω
-
14 γεννηματικός
A = γεννητικός, J.BJ4.8.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γεννηματικός
-
15 γεννησιουργός
A = γενεσιουργός, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γεννησιουργός
-
16 γεννήτειρα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γεννήτειρα
-
17 γεννητέον
A one must produce, grow, Gal.10.198.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γεννητέον
-
18 γεννητήρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γεννητήρ
-
19 γεννητής
A begetter, parent, S.OT 1015, Fr. 752, Pl.Cri. 51e, Lg. 717e;τῶν πράξεων ὥσπερ καὶ τέκνων Arist.EN 1113b18
: generally, producer, Plot.3.3.3.II [full] γεννῆται, οἱ, ([etym.] γέννα) at Athens, members of γένη, Pl.Lg. 878d, Philoch.94; εἰς τοὺς γ. ἐγγράφειν, ἄγειν, Is.7.13,15, cf. Arist.Ath.3, IG22.1229.5;Ἀπόλλωνος Πατρῴου καὶ Διὸς Ἑρκείου γ. D.57.67
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γεννητής
-
20 γεννητικός
A generative, productive,ἡ πρᾶξις ἡ γ. Arist.HA 539b21
;ψυχὴ γ. Id.de An. 416b25
: c. gen., generative or productive of..,τινός Epicur.Ep.1p.11U.
, Arist.GA 726b21, etc.;ὕλην σπέρματος -κήν Epicur.Nat.Herc.908.1
.2 of men or animals, able to procreate, Arist.HA 544b26, de An. 432b24.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γεννητικός
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Papyrus 1 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Papyrus 1 … Wikipedia
Papyrus 1 — Manuskripte des Neuen Testaments Papyri • Unziale • Minuskeln • Lektionare Papyrus 1 … Deutsch Wikipedia
σημήτωρ — ορος, ὁ, Α σημάντωρ*, αυτός που χρησιμοποιείται για να επισημαίνει κάτι, ο δείκτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῆμα + επίθημα (η)τωρ (πρβλ. γενν ήτωρ)] … Dictionary of Greek
σολομός — Όνομα διάφορων ειδών τελεόστεων ψαριών της οικογένειας των Σολομιδών ή Σαλμονιδών. Το γνωστότερο είδος είναι ο σ. ο ευρωπαϊκός (salmo salar) που ζει στον Ατλαντικό ωκεανό, από όπου, για να γενν ήσει τα αβγά του, ανεβαίνει στα εσωτερικά νερά της… … Dictionary of Greek
στωμυλιοσυλλεκτάδης — ὁ, Α αυτός που συλλέγει φλυαρίες. [ΕΤΥΜΟΛ. Κωμικός σχηματισμός < στωμύλος «φλύαρος» + αμάρτυρο στην Αρχαία *συλλέκτης (< συλλέγω, πρβλ. επίλεκτης) + επίθημα άδης (πρβλ. γενν άδης)] … Dictionary of Greek
Αθανασίου — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αλέξιος (Μενδενίτσα Λοκρίδας 1795 – 1849). Πολέμησε υπό τις διαταγές του Δυοβουνιώτη. Διακρίθηκε στη Στερεά Ελλάδα και στις μάχες της Αθήνας. 2. Αναγνώστης. Καταγόταν από το Αγκίστρι της Αίγινας. Πήρε μέρος σε… … Dictionary of Greek
Αλφόνσος Λιγκουόρι, άγιος — (Alphonsus Liguori, γενν. Alfonso Maria de’ Liguori, 1696 – 1787). Άγιος, πατέρας της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Γιος ευγενούς Ναπολιτάνου, σπούδασε νομικά, αλλά περιβλήθηκε το ιερατικό σχήμα (1726) και αφιερώθηκε στην εκκλησία. Ίδρυσε το… … Dictionary of Greek