Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

βΟλΕμενος

См. также в других словарях:

  • βολεύομαι — βολεύομαι, βολεύτηκα, βολεμένος βλ. πίν. 18 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • βολεύω — εψα, εύτηκα, βολεμένος 1. τακτοποιώ, τοποθετώ πράγματα σε μικρό χώρο: Βόλεψα όλα τα ρούχα μου στη μικρή ντουλάπα. 2. μτφ., τακτοποιώ, διορίζω κάποιον σε δουλειά: Ο γνωστός του βουλευτής τον βόλεψε σε δημόσια υπηρεσία. 3. φρ., «Τα βολεύω»,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»