-
1 αυξάνομαι
-
2 αὐξάνομαι
-
3 αυξάνομαι
arrondir -
4 αυξάνομαι
1) grow2) mount3) riseΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αυξάνομαι
-
5 αὐξάνω
αὐξάνω Pi.Fr. 153, Hdt.7.16.ά, A.Pers. 756, E.Supp. 233, Fr.362.28, Pl.Ti. 41d:—also [full] αὔξω (poet. ἀέξω, q.v.) Thgn.823, Pi.O.5.4, Emp.37, S.Tr. 117 (lyr.), Ar.Ach. 227, X.Smp.7.4, Pl.R. 573a, D. 3.26, etc. (so [dialect] Att. Inscrr. and Ptolemaic Pap.; both forms in NT): [tense] impf. ηὔξανον only Ps.-E.Fr.1132.25;Aηὖξον Hdt.9.31
, etc.: [tense] fut.αὐξήσω Th.6.40
, etc. ( αὐξανῶ only in LXX Ge.17.6, al.): [tense] aor. Iηὔξησα Sol. 11
, X.HG7.1.24: [tense] pf. , X.Hier.2.15:—[voice] Pass.,αὐξάνομαι Hdt.2.14
, E.Med. 918, Ar.Av. 1065, Isoc.4.104, Pl.Phd. 96c, D. 18.161;αὔξομαι Emp.26.2
, Ar.Ach. 227, Pl.R. 328d, etc., [tense] impf. , Hdt.3.39 (v.l. αὔξετο): [tense] pf. , Pl.R. 371e, [dialect] Ion.αὔξ- Hdt.1.58
: [tense] plpf.ηὔξητο Id.5.78
: [tense] aor.ηὐξήθην Th.1.89
, Pl.Prt. 327c: [tense] fut.αὐξηθήσομαι D.56.48
;αὐξήσομαι X.Cyr.6.1.12
, Pl.R. 497a:—increase, not in Hom. (only ἀέξω), Pi.Fr. 153, etc.;ὕβριν αὐ. Hdt.7.16
.ά; ὄλβον A.Pers. 756
; opp. ἰσχναίνειν, Pl.Plt. 293b;εἰς ἄπειρον αὐ. τι Id.Lg. 910b
;ἐπὶ τὸ ἔσχατον Id.R. 573a
; , etc.2 increase in power, strengthen, αὐ. τὰ Ἑλλήνων increase their power, Hdt.8.30;νόμοισιν αὐ. πόλιν S.Ant. 191
, cf. X.Mem.3.7.2; exalt by one's deeds, glorify, πόλιν, πάτραν, Pi.O.5.4, P.8.38, cf. IG22.834, etc.; exalt by praise, extol,ἐπαινεῖν καὶ αὔξειν τινά Pl.Ly. 206a
; σέ γε.. καὶ τροφὸν καὶ ματέρ' αὔξειν honour thee as.., S.OT 1092 (lyr.); of an orator, amplify, exaggerate,αὔξειν καὶ μειοῦν Arist.Rh. 1403a17
.3 with an Adj., τρέφειν καὶ αὐ. τινὰ μέγαν bring up to manhood, Pl.R. 565c;μείζω πόλιν αὐ. E.IA 572
(lyr.);τὸν ὄγκον.. ἄπειρον αὐξήσει Pl.R. 591d
.5 in Logic, = καταπυκνόω (q. v.), Arist.APo. 79a30, al.; but ὁ αὐξόμενος λόγος, name of a fallacy, Plu.Thes.23, 2.559b.II [voice] Pass., grow, increase, in size, number, strength, power, etc., Hes.Th. 493, Pi.P.8.93, D.61.5, etc.; αὐ. ἐς πλῆθος, ἐς ὕψος, Hdt.1.58, 2.14; of a child, grow up, Id.5.92.έ; ἐν γὰρ τοῖς πόνοισιν αὔξεται, of Theseus, E.Supp. 323; ηὐξανόμην ἀκούων I grew taller as I heard, Ar.V. 638; of the wind, rise, Hdt.7.188; .2 with an Adj., αὔξεσθαι μέγας wax great, grow up, E.Ba. 183;αὐ. μείζων A.Supp. 338
, Pl.Lg. 681a;αὐ. ἐλλόγιμος Id.Prt. 327c
;μέγας ἐκ μικροῦ.. ηὔξηται D.9.21
.III later, [voice] Act. intr., like [voice] Pass.,ἡ σελήνη αὐξάνει Arist. APo. 78b6
, cf. HA 620a21, Aristeas 208, D.S.4.64, Ep.Col.2.19, D. Chr.4.128, D.C.48.52, etc. -
6 συναυξάνω
Aσυνηύξανε Suid.
s.v. συνήκμαζε (also [voice] Pass.- αυξάνομαι X.Cyr.8.7.6
, D.8.72), but usu. [suff] συναυξ-αύξω, [tense] aor.- ηύξησα Plb.6.15.7
, Plu.Sert.9, also - ηῦξα, [dialect] Dor. - αῦξα, Plb.32.1.7 (corr. Reiske), Supp.Epigr. (v. infr.):— increase or enlarge along with or together,συναύξειν τῇ γῇ τὰ Χρήσιμα X.Mem.4.3.6
(in h.Cer. 267, Ignarra restored συνάξουσι):—[voice] Pass., increase with or together, wax larger together with, , cf. Hp.Art.12,53; ;ἀνδρὶ γενομένῳ ταῦτα πάντα συνηυξήθη Isoc.9.23
, cf. 1.7; πρός τι συμμέτρως συναυξάνεσθαι in proportion to, X.Eq.1.16;σπουδὴν.. προσφερόμενος εἰς τὸ συναύξεσθαι τὸν δῆμον BCH48.3
(Prusa, ii(?) B.C.).2 join or assist in increasing,ἕξιν κακίης συναύξει Democr.184
;συναύξειν οἴκους X.Oec.3.10
;συναύξει τὴν ἐνέργειαν ἡ ἡδονή Arist.EN 1175a30
, cf. Thphr.Sens.18, Ign.27, Sor.1.29;τὰν ὑπάρχουσαν ὁμόνοιαν.. ἐπὶ πλεῖον συναύξησε Klio 15.41
(Delph., iii B.C.);τὰν φιλίαν συναῦξε Supp.Epigr.2.270.6
(ibid., ii B.C.);συναύξοντες τὴν ἀρχὴν τῷ Κύρῳ X.Cyr.8.3.21
;τὰς τῶν θεῶν τιμάς Supp.Epigr.4.720.15
(Chalcedon, iii B.C.); join in exaggerating, τι Plb.6.15.7, cf. Thphr.HP9.19.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συναυξάνω
См. также в других словарях:
αυξάνομαι — αυξάνομαι, αυξήθηκα, αυξημένος βλ. πίν. 105 Σημειώσεις: αυξάνομαι : η μτχ. αυξημένος χρησιμοποιείται συχνά ως επίθετο (→ μεγάλος σε μέγεθος, ένταση κτλ. Π.χ. η αγορά καλείται να αντιμετωπίσει αυξημένες ανάγκες ζήτησης) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αὐξάνομαι — αὐξάνω increase pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταλδήσκω — (Α) μεταβάλλομαι, μεταμορφώνομαι καθώς αυξάνομαι, αυξάνομαι υπό άλλη μορφή («μεταλδήσκοντας ὀδόντας ἀνδράσι τευχηστῇσι δέμας», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἀλδήσκω «αυξάνομαι»] … Dictionary of Greek
ετερομεγεθώ — ἑτερομεγεθῶ, έω (Α) αυξάνομαι κατά το ένα μέρος, αυξάνομαι άνισα («ὀδόντες αὔξοντες καὶ ἑτερομεγεθήσαντες»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + μεγεθώ (< μέγεθος)] … Dictionary of Greek
κρουασάν — το είδος γαλλικού αφράτου εδέσματος, αλμυρού ή γλυκού, που παρασκευάζεται με ειδική ζύμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. croissant «γλύκισμα» < γαλλ. croissant «μισοφέγγαρο» < γαλλ. croitre «αυξάνομαι» < λατ. cresco «αυξάνομαι»] … Dictionary of Greek
παραέξομαι — Α αυξάνομαι κοντά σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ᾀέξομαι «αυξάνομαι»] … Dictionary of Greek
πληθύνω — ΝΜΑ 1. πληθαίνω, πολλαπλασιάζω, αυξάνω κάτι ως προς τον αριθμό 2. (αμτβ.) αυξάνομαι, πολλαπλασιάζομαι (α. «οι στάνες να πληθύνουν» β. «ἐπλήθυνεν ὁ λαὸς καὶ ἴσχυε σφόδρα», ΠΔ) 3. μέσ. πληθύνομαι αυξάνομαι (α. «πληθύνονται τα προβλήματα» β.… … Dictionary of Greek
πληθύω — ΜΑ είμαι ή γίνομαι πλήρης, είμαι γεμάτος ή γεμίζω με κάτι (α. «νεκρῶν... πληθύει πέδον», Ευρ. β. «ἡ τοῡ γάλακτος πληθύουσα τροφή», Αριστοτ. γ. «ὁ δῆμος ὁ Ἀθηναίων πληθύων», επιγρ.) αρχ. 1. αυξάνομαι ως προς τον αριθμό («πληθύοντος ἠμῶν τοῡ… … Dictionary of Greek
τέλλω — Α (ποιητ. τ.) 1. τελώ, εκτελώ, αποπερατώνω, φέρω εις πέρας («ἔτειλαν Διὸς ὁδὸν παρὰ Κρόνου τύρσιν», Πίνδ.) 2. (αμτβ.) α) ανατέλλω («ἡλίου τέλλοντος», Σοφ.) β) (για το φυτό ίριδα) αυξάνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. τέλλω (< *τέλ jω) συνδέεται με το θ.… … Dictionary of Greek
υπεραυξάνω — ὑπεραυξάνω ΝΜΑ, και ὑπεραύξω Α αυξάνω υπέρμετρα κάτι («η πολιτική αυτή υπεραυξάνει τα ελλείμματα») μσν. αρχ. (αμτβ.) αυξάνομαι υπέρμετρα, παρουσιάζω υπερβολική αύξηση («ὑπεραυξάνει ἡ πίστις ὑμῶν καὶ πλεονάζει ἡ ἀγάπη», ΚΔ) αρχ. 1. μέσ.… … Dictionary of Greek
υποσταχύομαι — Α (επικ. τ.) αυξάνομαι βαθμιαία, όπως το στάχυ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + σταχύομαι «αυξάνομαι, μεγαλώνω»] … Dictionary of Greek