-
1 αύξουσα
-
2 αὔξουσα
-
3 αυξούσας
αὐξούσᾱς, αὐξάνωincrease: pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic)αὐξούσᾱς, αὐξάνωincrease: pres part act fem gen sg (doric) -
4 αὐξούσας
αὐξούσᾱς, αὐξάνωincrease: pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic)αὐξούσᾱς, αὐξάνωincrease: pres part act fem gen sg (doric) -
5 αύξων
ουσα, ον увеличивающийся, нарастающий, растущий;αύξων αριθμός — а) порядковый номер; — б) серийный номер;
η οικονομική κρίσις βαίνει αύξουσα экономический кризис нарастает -
6 αύξουσ'
αὔξουσα, αὐξάνωincrease: pres part act fem nom /voc sg (attic epic doric ionic)αὔξουσι, αὐξάνωincrease: pres part act masc /neut dat pl (attic epic doric ionic)αὔξουσι, αὐξάνωincrease: pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)αὔξουσαι, αὐξάνωincrease: pres part act fem nom /voc pl (attic epic doric ionic) -
7 αὔξουσ'
αὔξουσα, αὐξάνωincrease: pres part act fem nom /voc sg (attic epic doric ionic)αὔξουσι, αὐξάνωincrease: pres part act masc /neut dat pl (attic epic doric ionic)αὔξουσι, αὐξάνωincrease: pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)αὔξουσαι, αὐξάνωincrease: pres part act fem nom /voc pl (attic epic doric ionic) -
8 αὐξάνω
αὐξάνω Pi.Fr. 153, Hdt.7.16.ά, A.Pers. 756, E.Supp. 233, Fr.362.28, Pl.Ti. 41d:—also [full] αὔξω (poet. ἀέξω, q.v.) Thgn.823, Pi.O.5.4, Emp.37, S.Tr. 117 (lyr.), Ar.Ach. 227, X.Smp.7.4, Pl.R. 573a, D. 3.26, etc. (so [dialect] Att. Inscrr. and Ptolemaic Pap.; both forms in NT): [tense] impf. ηὔξανον only Ps.-E.Fr.1132.25;Aηὖξον Hdt.9.31
, etc.: [tense] fut.αὐξήσω Th.6.40
, etc. ( αὐξανῶ only in LXX Ge.17.6, al.): [tense] aor. Iηὔξησα Sol. 11
, X.HG7.1.24: [tense] pf. , X.Hier.2.15:—[voice] Pass.,αὐξάνομαι Hdt.2.14
, E.Med. 918, Ar.Av. 1065, Isoc.4.104, Pl.Phd. 96c, D. 18.161;αὔξομαι Emp.26.2
, Ar.Ach. 227, Pl.R. 328d, etc., [tense] impf. , Hdt.3.39 (v.l. αὔξετο): [tense] pf. , Pl.R. 371e, [dialect] Ion.αὔξ- Hdt.1.58
: [tense] plpf.ηὔξητο Id.5.78
: [tense] aor.ηὐξήθην Th.1.89
, Pl.Prt. 327c: [tense] fut.αὐξηθήσομαι D.56.48
;αὐξήσομαι X.Cyr.6.1.12
, Pl.R. 497a:—increase, not in Hom. (only ἀέξω), Pi.Fr. 153, etc.;ὕβριν αὐ. Hdt.7.16
.ά; ὄλβον A.Pers. 756
; opp. ἰσχναίνειν, Pl.Plt. 293b;εἰς ἄπειρον αὐ. τι Id.Lg. 910b
;ἐπὶ τὸ ἔσχατον Id.R. 573a
; , etc.2 increase in power, strengthen, αὐ. τὰ Ἑλλήνων increase their power, Hdt.8.30;νόμοισιν αὐ. πόλιν S.Ant. 191
, cf. X.Mem.3.7.2; exalt by one's deeds, glorify, πόλιν, πάτραν, Pi.O.5.4, P.8.38, cf. IG22.834, etc.; exalt by praise, extol,ἐπαινεῖν καὶ αὔξειν τινά Pl.Ly. 206a
; σέ γε.. καὶ τροφὸν καὶ ματέρ' αὔξειν honour thee as.., S.OT 1092 (lyr.); of an orator, amplify, exaggerate,αὔξειν καὶ μειοῦν Arist.Rh. 1403a17
.3 with an Adj., τρέφειν καὶ αὐ. τινὰ μέγαν bring up to manhood, Pl.R. 565c;μείζω πόλιν αὐ. E.IA 572
(lyr.);τὸν ὄγκον.. ἄπειρον αὐξήσει Pl.R. 591d
.5 in Logic, = καταπυκνόω (q. v.), Arist.APo. 79a30, al.; but ὁ αὐξόμενος λόγος, name of a fallacy, Plu.Thes.23, 2.559b.II [voice] Pass., grow, increase, in size, number, strength, power, etc., Hes.Th. 493, Pi.P.8.93, D.61.5, etc.; αὐ. ἐς πλῆθος, ἐς ὕψος, Hdt.1.58, 2.14; of a child, grow up, Id.5.92.έ; ἐν γὰρ τοῖς πόνοισιν αὔξεται, of Theseus, E.Supp. 323; ηὐξανόμην ἀκούων I grew taller as I heard, Ar.V. 638; of the wind, rise, Hdt.7.188; .2 with an Adj., αὔξεσθαι μέγας wax great, grow up, E.Ba. 183;αὐ. μείζων A.Supp. 338
, Pl.Lg. 681a;αὐ. ἐλλόγιμος Id.Prt. 327c
;μέγας ἐκ μικροῦ.. ηὔξηται D.9.21
.III later, [voice] Act. intr., like [voice] Pass.,ἡ σελήνη αὐξάνει Arist. APo. 78b6
, cf. HA 620a21, Aristeas 208, D.S.4.64, Ep.Col.2.19, D. Chr.4.128, D.C.48.52, etc.
См. также в других словарях:
αὔξουσα — αὐξάνω increase pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐξούσας — αὐξούσᾱς , αὐξάνω increase pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) αὐξούσᾱς , αὐξάνω increase pres part act fem gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὔξουσ' — αὔξουσα , αὐξάνω increase pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) αὔξουσι , αὐξάνω increase pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) αὔξουσι , αὐξάνω increase pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) αὔξουσαι ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακολουθία — Η συμφωνία σε κάτι· η συντακτική συμφωνία στον λόγο, σε αντίθεση με την ανακολουθία· η λογική σειρά· το αποτέλεσμα, το συμπέρασμα. (θεολ.) Στην εκκλησιαστική γλώσσα σημαίνει την τέλεση των διαφόρων ιεροπραξιών στον ναό με ορισμένη τυπική διάταξη … Dictionary of Greek
συνάρτηση — Έστω A, B σύνολα, διαφορετικά από το κενό. Ας είναι ακόμα σ μια σχέση από το Α στο Β, σ: A > Β. Αν η σχέση αυτή είναι μονοσήμαντη, τότε (και μόνο) λέμε ότι είναι μια συνάρτηση από το Α στο Β. Το σύνολο των x από το Α, που είναι τέτοια, ώστε να … Dictionary of Greek
πρόοδος — Με αυτόν τον όρο χαρακτηρίζονται 3 ειδικές ακολουθίες πραγματικών ή –γενικότερα– μιγαδικών αριθμών· οι ακολουθίες αυτές φέρουν τις ονομασίες: αριθμητική π., γεωμετρική π., αρμονική π. Έστω (α): α1, α2,..., αν... μία ακολουθία μιγαδικών, γενικά,… … Dictionary of Greek
Φιζό, Αρμάν Ιππολίτ Λουί — (Fizeau, Παρίσι 1819 – Βεντέιγ 1896). Γάλλος φυσικός. Από εύπορη οικογένεια, μπόρεσε να αφοσιωθεί απερίσπαστος στη μελέτη και στην έρευνα. Το όνομά του συνδέεται κυρίως με τη μέτρηση της ταχύτητας του φωτός. Έκανε επίσης πειράματα για να μετρήσει … Dictionary of Greek
Στοιχεία — Ουσίες με ομογενή ατομική σύσταση, που αντιπροσωπεύουν τα τελικά όρια στα οποία όλα τα υλικά σώματα μπορούν να υποδιαιρεθούν με χημικά μέσα. Στα σ., στην ελεύθερη κατάσταση τους (μη ενωμένα) τα άτομα συνενώνονται σε μόρια που αποτελούνται από 2… … Dictionary of Greek
απόδειξη — (Μαθημ.).Στα μαθηματικά, λέγοντας α. εννοούμε τη συναγωγή από μερικές προϋποθέσεις (υπόθεση) κάποιου συμπεράσματος (θέση) με τη βοήθεια ορισμένων και εντελώς καθορισμένων κανόνων. Έτσι, στο περίφημο θεώρημα του Πυθαγόρα, η υπόθεση είναι ότι ένα… … Dictionary of Greek
απόσβεση — Όρος που χρησιμοποιείταιμε διάφορες σημασίες σε διάφορους κλάδους, όπως η λογιστική, η οικονομία, η δημοσιονομία και το εμπορικό δίκαιο. Α. ενός χρέους είναι τρόπος τμηματικής επιστροφής του οφειλόμενου ποσού, ο οποίος βασίζεται στην καταβολή… … Dictionary of Greek
αριθμητής — ο (Α ἀριθμητής) [αριθμώ] αυτός που υπολογίζει, που καταμετρεί κάτι νεοελλ. 1. Μαθ. ο όρος του κλάσματος ο οποίος φανερώνει τον αριθμό των κλασματικών μονάδων που περιέχει ο κλασματικός αριθμός 2. μηχάνημα που χρησιμεύει στην αυτόματη μέτρηση ή… … Dictionary of Greek