Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

αυτό+είναι

  • 121 разный

    επ.
    1. διάφορος, διαφορετικός-разныйые мнения, вкусы διάφορες γνώμες, διαφορετικά γούστα•

    это две вещи -ые αυτό είναι δυο διαφορετικά πράγματα•

    -ые способы διάφοροι τρόποι.

    2. ποικίλος, πολύμορφος, πολυειδής.
    3. άλλος, ξεχωριστός•

    они разошлись в разныйые стороны αυτοί χώρισαν προς διάφορες κατευθύνσεις.

    || παντοειδής, κάθε λογής, παντοδαπός• ποικίλος.
    ουσ. ουδ. -ое διάφορα πράγματα•

    они говорили о -ом αυτοί μιλούσαν για διάφορα πράγματα,

    Большой русско-греческий словарь > разный

  • 122 совершенно

    επίρ.
    1. τελείως, τέλεια, εντελώς, στην εντέλεια.
    2. ακέραια, πλήρως, απόλυτα, καθ ολοκληρία, πέρα για πέρα, καθ όλα, ολότελα•

    он совершенно прав αυτός έχει περα για πέρα δίκαιο•

    совершенно верно απόλυτα σωστά•

    это- одно и тоже αυτό είναι ένα και το ίδιο.

    Большой русско-греческий словарь > совершенно

  • 123 хозяйский

    επ.
    του νοικοκύρη, του οικοδεσπότη• νοικοκύρ ικος, αφεντικός.
    εκφρ.
    дело -ое – αυτό είναι δουλειά του νοικοκύρη, όπως θέλει ο νοικοκύρης κάνει.

    Большой русско-греческий словарь > хозяйский

  • 124 элементарный

    επ. βρ: -рен, -рна, -рно.
    1. στοιχειώδης, αρχικός• λίγος-элементарныйое образование στοιχειώδης μόρφωση•

    -ая математика η στοιχειώδης (πρακτική) αριθμητική•

    -ие знания στοιχειώδεις γνώσεις•

    -ая школа το δημοτικό σχολείο.

    2. μτφ. απλός, εύκολος•

    это элементарный -ая вещь αυτό είναι απλό πράγμα.

    3. πρωταρχικός, ουσιώδης, κύριος, βασικός•

    -ое условие πρωταρχικός όρος.

    4. (χημ.) στοιχειώδης, των στοιχείων.
    5. απειροελάχιστος•

    -ые частицы στοιχειώδη μόρια.

    Большой русско-греческий словарь > элементарный

  • 125 так

    так
    1. нареч (таким образом) ἔτσι, τοιουτοτρόπως, ὁδτως:
    сделай \так κάνε τό ἔτσι· сделай \так, чтобы... κάνε ἔτσι πού...· говорить \так как нужно μιλῶ ἔτσι ὅπως πρέπει· делать не \так как нужно κάνω κάτι ὄχι ὅπως χρειάζεται· \так работать нельзя ἔτσι δέν γίνεται δουλειά· \так бы и сказал δέν τώλεγες ἀπό νωρίτερα, δέν τώλεγες ἀπό τήν ἀρχή· \так тому́ и быть ἄς γίνει ἔτσι· \так же μέ τόν ἰδιο τρόπο, ὅμοια· \так же как τό ἰδιο ὅπως· если \так... λοιπόν, ἐν τοιαύτη περιπτώσει...·
    2. нареч (без причины, случайно) (νά) ἔτσι:
    занялся этим \так, от ску́ки καταπιάστηκα μ' αὐτό ἔτσι γιά νά διασκεδάσω τήν ἀνία μου·
    3. нареч (настолько) τόσο[ν]:
    я сегодня \так много ходил σήμερα περπάτησα τόσο πολύ· он \так изменился, что... ἀλλαξε τόσο πού...· кругом \так тихо εἶναι τόσο ήσυχα τριγύρω· бу́дьте \так добры λάβετε τήν καλωσύνη· не \так скоро будет ὄχι πολύ σύντομα·
    4. частица (в таком случае, тогда) τότε:
    я не хочу́ вас слу́шать, \так Так уйдите δέν θέλω νά σας ἀκούω, \так Τότε νά φύγετε·
    5. частица (значит, стало быть) λοιπόν, ὡστε:
    \так мы едем? ἀναχωρούμε λοιπόν;· \так ты согласен? είσαι λοιπόν σύμφωνος;· \так это он? αὐτός εἶναι λοιπόν;·
    6. частица усилительная:
    вот э́то веселье \так веселье αὐτό μάλιστα εἶναι διασκέδαση· как же \так? πῶς ἔτσι;, γιατί;·
    7. частица (приблизительно) κατά, περί, γύρω:
    часу́ \так в третьем κατά τίς τρεις ἡ ῶρα·
    8. союз (вследствие этого, потому) γι· αὐτό:
    здесь очень жарко--ты открой окно́ ἐδῶ κάνει πολύ ζέστη, γι· αὐτό ἄνοιξε τό παράθυρο·
    9. союз:
    \так как μιά πού, δεδομένου ὀτι, ἐπειδή, γιατί· мы легли́ спать, \так как было поздно ξαπλώσαμε νά κοιμηθούμε γιατί ἡταν ἀργά·
    10. союз:
    \так что ἔτσι πού, ἔτσι ὡστε, γι ' αὐτό· снег был глубокий, \так что ноги проваливались τό χιόνι ήτανε βαθύ, ἔτσι πού τά πόδια βουλιάζανε·
    11. союз (но, однако) ἀλλα, ὅμως:
    я тебе говорила, \так ты и слу́шать не хотел ἐγώ στό ἐλεγα, ὅμως ἐσύ δέν ήθελες νά μ· ἀκούσεις· ◊ \так или иначе ἔτσι είτε ἀλλιως, ὁδτως ἡ ἀλλως, ὁπωσδήποτε· \так называемый ὁ λεγόμενος, ὁ δήθεν если \так λοιπόν, ἐν τοιαύτη περιπτώσει· и \так далее καί оСто καθεξής· \так и сяк κι ἔτσι κι ἀλλιῶς· \так и есть ἔτσι καί εἶναι, σωστά· \так и быть ἄς εἶναι, σύμφωνοι· так себе ἔτσι κι ἔτσι, ὑποφερτά· не \так ли? ἔτσι δέν εἶναι;· \так точно! (в ответе) μάλιστα!· \так сказать νά ποῦμε, ὁδτως είπεΐν как бы не \так κάθε ἀλλο, τί λές καημένε.

    Русско-новогреческий словарь > так

  • 126 я

    я (меня, мне. мной, мною, обо мне) εγώ; я рад вас видеть χαίρω που σας βλέπω; у меня есть (нет)... ( δεν) έχω...· для меня για μένα; дайте мне... δώστε μου...· это мне? είναι για μένα; это принадлежит мне αυτό μου ανήκει, αυτό ανήκει σ' εμένα; возьмите меня с собой πάρτε με μαζί σας; он мною доволен είναι ευχαριστημένος μαζί μου;. он расскажет вам обо мне θα σας μιλήσει για μένα
    * * *
    (меня, мне, мной, мною, обо мне)

    я рад вас ви́деть — χαίρω που σας βλέπω

    у меня́ есть (нет)... — (δεν) έχω…

    для меня́ — για μένα

    да́йте мне... — δώστε μου…

    э́то мне? — είναι για μένα

    э́то принадлежи́т мне — αυτό μου ανήκει, αυτό ανήκει σ'εμένα

    возьми́те меня́ с собо́й — πάρτε με μαζί σας

    он мно́ю дово́лен — είναι ευχαριστημένος μαζί μου

    он расска́жет вам обо мне́ — θα σας μιλήσει για μένα

    Русско-греческий словарь > я

  • 127 чей

    (αντων. κτητική)• τίνος, ποιανού, ποιανής, σε ποιόν ανήκει.
    1. ερωτ. чей этот дом? τίνος είναι αυτό το σπίτι;•

    чья эта машина? τίνος είναι αυτό το αυτοκίνητο;•

    чьё это поле? τίνος είναι αυτό το χωράφι;•

    ты чья? τίνος είσαι εσύ; (ποιανών γονέων)•

    чьи эти книги? ποιανού είναι αυτά τα βιβλία.

    2. (αναφορ.) του οποίου, -οίας•

    человек, чьей жизни я был свидетелем άνθρωπος, της ζωής του οποίου ήμουν γνώστης•

    герой, чьё имя известно всем ο ήρωας, το όνομα του οποίου είναι πασίγνωστο.

    3. βλ. чей-либо, чей-нибудь
    εκφρ.
    чей бы то ни был – οποιουδήποτε και αν είναι, σε οποιονδήποτε και αν ανήκει•
    чья возьмёт – ποιος θα νικήσει τον άλλον, ποιος θα υπερτερήσει.

    Большой русско-греческий словарь > чей

  • 128 чья

    (αντων. κτητική)• τίνος, ποιανού, ποιανής, σε ποιόν ανήκει.
    1. ερωτ. чья этот дом? τίνος είναι αυτό το σπίτι;•

    чья эта машина? τίνος είναι αυτό το αυτοκίνητο;•

    чьё это поле? τίνος είναι αυτό το χωράφι;•

    ты чья? τίνος είσαι εσύ; (ποιανών γονέων)•

    чьи эти книги? ποιανού είναι αυτά τα βιβλία.

    2. (αναφορ.) του οποίου, -οίας•

    человек, чьей жизни я был свидетелем άνθρωπος, της ζωής του οποίου ήμουν γνώστης•

    герой, чьё имя известно всем ο ήρωας, το όνομα του οποίου είναι πασίγνωστο.

    3. βλ. чей-либо, чей-нибудь
    εκφρ.
    чей бы то ни был – οποιουδήποτε και αν είναι, σε οποιονδήποτε και αν ανήκει•
    чья возьмёт – ποιος θα νικήσει τον άλλον, ποιος θα υπερτερήσει.

    Большой русско-греческий словарь > чья

См. также в других словарях:

  • Μουσείο Διονυσίου Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων (Ζακύνθου) — Αυτό το σημαντικό για τη Ζάκυνθο ιστορικό μουσείο λειτουργεί από το 1966, σε ένα κτίριο που χτίστηκε μετά τους σεισμούς του 1953 στη θέση του ναού του Παντοκράτορα, ο οποίος καταστράφηκε (πλατεία Αγίου Μάρκου). Το 1992 άρχισαν οι εργασίες… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»