Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

αυτό+είναι

  • 61 требоваться

    требовать||ся
    χρειάζομαι, ἀπαιτοῦμαι, εἶμαι ἀπαραίτητος:
    для этого требуется ваше прису́тствие γιά νά γίνει αὐτό εἶναι ἀπαραίτητη ἡ παρουσία σας· требуется комната εἶναι ἀπαραίτητο ἕνα δωμάτιο.

    Русско-новогреческий словарь > требоваться

  • 62 я

    я
    1. (меня, мне, мной, мною) мест, личн. ἐγώ:
    это я ἐγώ είμαι· вот и я νάμαι καἴ ἐγώ· я сам ἐγώ ὁ ἰδιος· э́то для меня αὐτό εἶναι γιά μένα· вы меня́ видели на улице? μέ είδατε στό δρόμο;· дай мне книгу δώσε μου τό βιβλίο· эта работа сделана мной αὐτή τή δουλειά τήν Εκανα ἐγώ· пойдем со мной πᾶμε μαζί· вы говорите обо мне? γιά μένα μιλάτε;· отпустите меня ἀφήστε με· я, нижеподписавшийся, свидетельствую, что... (ἐγώ) ὁ ὑποφαινόμενος (или ὁ κάτωθι ὑπογεγραμμένος) πιστοποιώ δτι...·
    2. с нескл. τό ἐγώ:
    он \я мое второе я εἶναι τό ἄλλο μου ἐγώ· я не я буду... νά μή μέ λένε...· я тебя (его, их, вас) (при выражении угрозы) θά σοῦ (τοῦ...) δείξω· по мне... κατ' ἐμέ, κατά τή γνώμη μου.

    Русско-новогреческий словарь > я

  • 63 вид

    -а (-у), προθτ. о виде, в виде, в виду, на виду а.
    1. μορφή, όψη, εμφάνιση, παρουσιαστικό φάτσα, φιγούρα σχήμα•

    жалкий вид άθλια μορφή•

    наружный вид εξωτερική εμφάνιση•

    гора эта имеет вид конуса το βουνό αυτό είναι κωνοειδές•

    жемчуг в -е груши μαργαριτάρι απιοειδές.

    || (έκφραση προσώπου) όψη, ύφος, θωριά, αέρας•

    больной вид ασθενική όψη•

    строгий вид αυστηρό ύφος•

    важный вид σοβαρό ύφος•

    радостный вид χαρούμενη όψη.

    || κατάσταση•

    в нормальном -е σε κανονική κατάσταση•

    в пьяном -е σε κατάσταση μέθης.

    2. προοπτική, άποψη, θέα•

    комната с -ом на море δωμάτιο με θέα προς τη θάλασσα•

    вид на город η άποψη της πόλης.

    || τοπίο•

    альбом с -ами Греции λεύκωμα με τοπία της Ελλάδας.

    3. με τις προθέσεις: в, из, на, при σχηματίζει γλωσσικούς συνδυασμούς•

    в -у, на -у εν όψει•

    в -у неприятеля εν όψει του εχθρού•

    на -у у всех εν όψει όλων, μπροστά στα μάτια όλων•

    испугаться при -е зверя φοβούμαι αντικρίζοντας το θηρίο•

    у меня нет ничего в -у δε βλέπω τίποτε μπροστά μου•

    ей на вид 50 лет αυτή δείχνει για πενηντάρα•

    при -е опасности εν όψει του κινδύνου•

    потерять из -у χάνω από τη θέα (όραση, μάτια).

    4. πλθ. -ы προοπτική, υπολογισμοί, προύποθέσεις•

    -ы на будущее οι προοπτικές για το μέλλον•

    -ы на урожай προοπτικές για τη σοδειά.

    5. παλ. η ταυτότητα.
    εκφρ.
    вид на жительство – είδος ταυτότητας•
    в -е – σαν, ωσάν, εν είδει, δίκην•
    для -а – α) για τα μάτια, για το θεαθήναι, β) για φάτσα, για επίδειξη, για μόστρα•
    на, по -у, с -у – εξ όψεως, από την όψη, κατ’ όψιν•
    под -ом – με την πρόφαση•
    видать -ы – βλέπω, περνώ, δοκιμάζω πολλά•
    иметь -ы – υπολογίζω, σκοπεύω, έχω κατά νου, αποβλέπω, αποσκοπώ, ξαμώνω•
    не подать ή не показать -у – δε δείχνομαι (δε δείχνω σημεία,πού μπορεί να με αντιληφθούν)" делать вид κάνω πώς, προσποιούμαι•
    быть на -у – τραβώ την προσοχή, φαίνομαι•
    иметь в -у – α) έχω υπ’ όψη μου. β) εννοώ, υπονοώ•
    ни под каким -ом – με κανένα τρόπο, με καμιά πρόφαοη•
    вид в ложном -е – ψεύτικα, ψευδώς• διαστρεβλωμένα" ставить на вид προειδοποιώ (για τιμωρία, ποινή)- упустить ή выпустить из -у λησμονώ, ξεχνώ, απαλείφω από τη μνήμη, παραδίδω στη λήθη•
    в -у – λόγω, ένεκα•
    он уволен от должности в -у его неспособности – απολύθηκε άπο τη θέση λόγω ανικανότητας•
    в малом -е – εν σμι-κρώ, σε σμικρογραφία.
    α.
    είδος• τύπος•

    разные -ы мрамора διάφορα είδη μαρμάρου.

    || (υποδιαίρεση)• είδος• γένος•

    ветла вид вид ивы η λευκή ιτιά είναι ένα είδος ιτιάς•

    отношение -а к роду (λογ., φιλοσ.) η σχέση του είδους προς το γένος.

    (γλωσ.)•μορφή•

    глагол несовершенного -а ρήμα διαρκείας (διαρκούς μορφής)•

    глагол совершенного -а ρήμα στιγμιαίο (στιγμιαίας μορφής).

    Большой русско-греческий словарь > вид

  • 64 вкус

    α.
    1. γεύση•

    горький вкус πικρή γεύση•

    кислый вкус ξυνή γεύση•

    органы -а τα όργανα της γεύσης•

    приятный вкус ευχάριστη γεύση•

    пробовать на вкус γεύομαι, δοκιμάζω τη γεύση.

    2. κλίση, τάση•

    вкус к поэзии κλίση στην ποίηση.

    || γούστο, αρέσκεια•

    на мой вкус κατά το γούστο μου•

    он был одетым со вкусом ήταν ντυμένος με γούστο, γουστόζικα•

    у нее хороший вкус αυτή είναι νόστιμη, -μούλα•

    приобрести вкус αποκτώ καλή συνήθεια•

    это дело -а αυτό είναι κατά το γούστο του καθενός.

    3. τρόπος, στυλ•

    ваза в античном -е δοχείο αρχαίου στυλ.

    εκφρ.
    о -ах не спорят – περί ορέξεως ουδείς λόγος•
    войти во вкус – ορέγομαι, επιδίδομαι, με πάθος•
    входить во вкус – αρχίζω να γεύομαι, να αισθάνομαι ικανοποίηση.

    Большой русско-греческий словарь > вкус

  • 65 звучать

    -чу, -чишь, μτχ. ενεστ. звучащий
    ρ.δ.
    1. ηχώ, σημαίνω•

    колокол -ит ηχεί η καμπάνα.

    2. αντηχώ, αντιλαλώ•

    -ат голоса αντιλαλούν φωνές.

    || είμαι εύηχος, έχω φωνή• ρο•

    звучать яль -ит неважно το πιάνο δεν έχει και τόσο καλή φωνή.

    || μτφ. εμφανίζομαι, φαίνομαι, προβάλλω, διακρίνομαι•

    в вопросе -ит сомнение στο ερώτημα φαίνεται κάποια αμφιβολία•

    в е голосе -ит радость στη φωνή της διακρίνετοα η χαρά•

    это -ит фальшиво αυτό είναι φανερό ψέμα.

    || κάνω την εντύπωση• συμπίπτω με•

    это утверадние -ит совсем не по-марксистки αυτή η άποψη δεν είναι καθόλου μαρξιστική.

    εκφρ.
    звучать в ушах (в памяти, в сердце) – ηχώ ακόμα στ αυτιά, διατηρούμαι ακόμα στη μνήμη, δεν ξεχνιέται.

    Большой русско-греческий словарь > звучать

  • 66 из

    κ. изо πρόθεση
    από, εκ• σημαίνει:
    1. κίνηση από κάποιο σημείο ή απομάκρυνση ή έξοδο•

    выйти из дому βγαίνω από το σπίτι•

    приехать из города έρχομαι από την πόλη•

    извлечь пулю из раны βγάζω τη σφαίρα από την πληγή•

    поезд пришёл - Москвы το τραίνο ήρθε από τη Μόσχα•

    достать платок из кармана βγάζω το μαντήλι από τη τσέπη•

    река вышла из берегов το ποτάμι, ξεχείλισε•

    вырасти из платья το φόρεμα μου είναι μικρό (επειδή αναπτύχτηκα σωματικά)•

    выйти из терпения χάνω την υπομονή•

    выбиваться из сил εξαντλούμαι, αποκάμω•

    изчезать из виду χάνω από τα μάτια μου, εξαφανίζεται, γίνεται άφαντος.

    2. προέλευση, πηγή•

    знать из газет μαθαίνω από τις εφημερίδες•

    цитата эта из виргилия το τσιτάτο αυτό είναι από το Βιργίλιο•

    из достоверных источников από έγκυρες πηγές•

    человек из Парижа παριζάνος.

    || καταγωγή•

    из рабочей семьи από εργατική οικογένεια•

    он происходит из дворин αυτός κατάγεται από ευγενείς.

    || (δια)χωρνσμό•

    некоторые из учеников μερικοί από τους μαθητές•

    один из них ένας απ αυτούς•

    младший из братьев ο μικρότερος αδελφός.

    3. πολλαπλότητα σύνθεση•

    букет из роз ανθοδέσμη από τριαντάφυλλα•

    комиссия из трёх членов επιτροπή τριμελής•

    стадо из коров и овец κοπάδι από αγελάδες και πρόβατα.

    4. δηλώνει την ύλη από την οποία κατασκευάστηκε•

    ложка из серебра ασημένιο κουτάλι•

    брошка из золота χρυσή καρφίτσα•

    кукла из тряпок κούκλα από κουρέλια•

    варенье из вишен γλυκό από βύσινα•

    мост из железобетона γέφυρα από (με) μπετόν-αρμέ.

    5. διά, με•

    изо всех сил με όλες τις δυνάμεις.

    6. ανάπτυξη•

    из жёлудя вырос дуб από το βαλανίδι μεγάλωσε βαλανιδιά•

    из посёлка возник город από συνοικία έγινε πόλη•

    из либерала он стал реакционером από φιλ,ελεύθερος έγινε αντιδραστικός.

    7. δηλώνει αιτία, αφορμή, σκοπό•

    из зависти από ζήλεια•

    убийство из ревности φόνος από ζηλοφθονία•

    из личных выгод από προσωπικά ωφέλη, από ιδιοτέλεια•

    много шума из пустяков πολύς θόρυβος από το τίποτε•

    из уважения από σεβασμό.

    || παλ. στον, στην, στό•

    он получил двойку из истории αυτός πήρε δυάρι στην ιστορία.

    || μαζί με την πρόθεση «В» σημαίνει επανάλειψη, συνέχεια, διάρκεια•

    из года в год από χρόνο σε χρόνο•

    изо дня в день από μέρα σε μέρα•

    из края в край από άκρη σε άκρη•

    из дома в дом από σπίτι σε σπίτι•

    из рук в руки από χέρι σε χέρι•

    из угла в угол από γωνία σε γωνία.

    Большой русско-греческий словарь > из

  • 67 невозможный

    επ., βρ: -жен, -жна, -жно.
    1. αδύνατος• ακατόρθωτος, ανεπίτευκτος, ανέφικτος, απραγματοποίητος•

    зто вещь -ая αυτό είναι ένα πράγμα αδύνατο•

    совершенно -ое д-ло τελείως απραγματοποίητη υπόθεση.

    ουσ. -о, 6. ουδ. το αδύνατο•

    и -ое возможно και το αδύνατο είναι δυνατό•

    нет ничего -ого δεν υπάρχει, τίποτε το αδύνατο (που δεν μπορείνα γίνει).

    2. ανυπόφορος, αφόρητος•

    -ая боль αβάσταχτος πόνος•

    -ая жара αφόρητη ζέστη•

    -характер ανυπόφορος χαρακτήρας.

    || πολύ μεγάλος πλήρης•

    невозможный беспорядок вещей μεγάλη αταξία πραγμάτων.

    3. ανεπίτρεπτος, απαράδεχτος•

    -ая халитность απαράδεχτη χαλαρότητα.

    Большой русско-греческий словарь > невозможный

  • 68 пища

    θ.
    1. τροφή• φαγητό•

    лгкая пища ελαφρά τροφή•

    приготовить -у ετοιμάζω (μαγειρεύω) φαγητό.

    2. μτφ. διατροφή• πηγή•

    зни-ние есть пища для души η γνώση είναι τροφή της ψυχής•

    духовная пища πνευματική τροφή•

    это -для сплетников αυτό είναι τροφή για τους κου-τσομπόλους.

    εκφρ.
    давать -у – δίνω, παρέχω τροφή (συντελώ)•
    на -е святого антония – κα-ταπεινασμένος, θεονήστικος.

    Большой русско-греческий словарь > пища

  • 69 прелесть

    θ.
    1. γοητεία, θέλγητρον σαγήνη, συναρπαγή.
    2. έλξη, τράβηγμα, ατραξιόν.
    3. πλθ. -и τα γυναικεία κάλη, το όμορφο γυνακείο κορμί.
    4. πλθ.παλ. χάρες, ομορφιές.
    5. χαϊδ. με τη λ. моя καλή μου. || ως κατηγ. (είναι) θαύμα•

    это просто-! αυτό είναι απλώς θαύμα!•

    что за прелесть женщина! τι θαύμα γυναίκα ειν αυτή!

    Большой русско-греческий словарь > прелесть

  • 70 приятно

    επίρ. κ. ως κατηγ. ευχάριστα, ευάρεστα, τερπνά, ωραία•

    приятно пахнет μυρίζει ωραία•

    это приятно αυτό είναι ευχάριστο•

    приятно видеть είναι ευχάριστο να βλέπεις•

    приятно с ним говорить χαίρεσαι να κουβεντιάζεις μ αυτόν.

    Большой русско-греческий словарь > приятно

  • 71 умилительно

    επίρ.
    συγκινητικά. || ως κατηγ. είναι συγκινητικό•

    это умилительно αυτό είναι συγκινητικό.

    Большой русско-греческий словарь > умилительно

  • 72 факт

    α.
    1. γεγονός• συμβάν•

    исторический факт ιστορικό γεγονός•

    это, а не выдумка αυτό είναι γεγονός κι όχι επινόηση•

    перед совершившимся -ом μπροστά σε τετελεσμένο γεγονός•

    искажать -ы διαστρεβλώνω τα γεγονότα•, что... γεγονός είναι ότι...

    παράδειγμα, περίπτωση•

    приводить -ы φέρω παραδείγματα.

    || στοιχείο• δεδομένο•

    исследование опирается на -ы η έρευνα στηρίζεται σε στοιχεία•

    с -ами на руках με χειροπιαστά στοιχεία.

    2. πραγματικότητα. || ύπαρξη.
    εκφρ.
    ставить перед совершившимся -ом – βάζω μπροστά σε τετελεσμένο γεγονός•
    факт оказаться перед совершившимся -ом – βρίσκομαι μπροστά σε τετελεσμένο γεγονός.

    Большой русско-греческий словарь > факт

  • 73 целый

    επ., βρ: цел, цела, цело.
    1. άθικτος, άγγιχτος, απείραχτος, αναρχίνητος• ολόκληρος•

    отрежь от -ого хлеба κόψε από το αναρχίνητο ψωμί.

    || πλήρης, γεμάτος•

    целый стакан вина γεμάτο ποτήρι κρασί.

    2. ολάκερος, ολόκληρος•

    -ая жизнь ολάκερη ζωή•

    -ая семья ολόκληρη οικογένεια•

    целый город ολόκληρη πόλη•

    час, день ολόκληρη ώρα, μέρα•

    -ые дниино-чи ολόκληρα μερόνυχτα•

    -ое стадо ολόκληρο κοπάδι• целый целый ящик, мешок ολόκληρο κιβώτιο, τσουβάλι•

    это целый -ая наука αυτό είναι ολόκληρη επιστήμη•

    в -ом мире σ ολόκληρο τον κόσμο.

    3. ουσ. -ое ουδ. το όλο, το σύνολο•

    единое -ое ενιαίο όλο.

    4. αβλαβής, άθικτος• απείραχτος, άγγιχτος• ακέραιος•

    стакан упал, но остался цел το ποτήρι έπεσε, όμως δεν έπαθε τίποτε (δεν έσπασε)•

    все вещи целы όλα τα πράγματα είναι άθικτα.

    5. (μαθ.) ακέραιος•

    -ое число ο ακέραιος αριθμός.

    ουσ. ο ακέραιος (αριθμός).
    εκφρ.
    целый и невредим ή цел и невредим – σώος και αβλαβής.

    Большой русско-греческий словарь > целый

  • 74 это

    1. это место αυτή η θέση; это очень интересно! (αυτό) είναι πολύ ενδιαφέρον! эти ученики αυτοί οι μαθητές; эти книги αυτά τα βιβλία 2. с. р. от этот
    * * *
    с. р. от этот

    Русско-греческий словарь > это

  • 75 вилы

    ви́л||ы
    мн. τό δίκρανο[ν], τό διχάλι, ἡ φούρκα· ◊ это еще \вилыами по воде писано погов. αὐτό εἶναι ἀκόμη πολύ ἀμφίβολο.

    Русско-новогреческий словарь > вилы

  • 76 годиться

    годи́||ться
    несов
    1. (быть годным) ἀρμόζω, ἀξίζω:
    это никуда не \годитьсятся αὐτό εἶναι ἀπαράδεκτο·
    2. (быть подходящим, быть впору) ταιριάζω, εἶμαι κατάλληλος:
    ботинки мне не годятся τά παπούτσια δέν μοῦ κάνουν ◊ так поступать не \годитьсятся δέν ἐπιτρέπεται (или δέν κάνει) νά φέρ(ν)εται κανείς ἐτσι· он тебе в подметки не \годитьсятся αὐτός δέν ἀξίζει ὁβτε τό δαχτυλάκι σου.

    Русско-новогреческий словарь > годиться

  • 77 допускать

    допускать
    несов
    1. (разрешать) παραδέχομαι, ἐπιτρέπω, ἀποδέχομαι, ἀνέχομαι:
    \допускать к экзамену ἐπιτρέπω νά πάρει μέρος στίς ἐξετάσεις· \допускать к выборам ἐπιτρέπω νά ψηφίσουν·
    2. (предполагать) παραδέχομαι, ἀποδέχομαι, ὑποθέτω:
    допустим, что это так ἄς ὑποθέσουμε δτι αὐτό εἶναι ἔτσι· ◊ \допускать ошибку κάνω λάθος.

    Русско-новогреческий словарь > допускать

  • 78 другой

    друг||ой
    1. прил (иной) ἀλλος, Ετερος:
    и тот и \другой καί ὁ ἔνας καί ὁ ἀλλος· и те и \другойи́е καί οἱ μέν καί οἱ δέ· ни то ни \другойо́е ὁὔτε τό ἔνα, ὁὔτε τό ἀλλο· кто́-то \другой κάποιος ἀλλος· никто \другой (как) он αὐτός ὁ ἰδιος, αὐτός ἀκριβῶς· оди́и за \другойи́м ὁ ἔνας κατόπιν τοῦ ἀλλου, ὁ ἔνας πίσω ἀπ' τόν ἀλλο· ничего́ \другойо́п> τίποτε ἄλλο· ду́мает одно́, а говорит \другойое ἀλλα σκέπτεται κι ἀλλα λέγει· в \другойо́м месте σ' ἄλλο μέρος· с \другой стороны ἀπ· τήν ἄλλη (πλευρά), ἀφ' ἐτέρου· \другойи́ми словами μ' ἀλλα λόγια· \другоййм способом μ' ἄλλον τρόπο· э́то \другойо́е дело αὐτό εἶναι ἄλλο ζήτημα·
    2. прил (второй, следующий) ἐπόμενος, ἄλλος, δεύτερος:
    на \другой день τήν ἐπομένη ήμερα, τήν ἄλλη ήμέρα· в \другой раз ἄλλη φορά· 3.

    Русско-новогреческий словарь > другой

  • 79 коленкор

    коленкор
    м ὁ χασές, τό περκάλι· ◊ э́то совсем другой \коленкор разг αὐτό εἶναι ἐντελώς ἄλλο ζήτημα.

    Русско-новогреческий словарь > коленкор

  • 80 мой

    мой
    1. мест, (моя, мое, мой) μου:
    \мой Дом τό σπίτι μου· моя сестра ἡ ἀδελφή μου· мое произведение τό ἔργο μου· мой кии́ги τά βιβλία μου· ◊ это мое дело αὐτό εἶναι ὑπόθεση δική μου·
    2. сущ. мой мн. (домашние) οἱ δικοί μου, ἡ οἰκογένειά μου.

    Русско-новогреческий словарь > мой

См. также в других словарях:

  • Μουσείο Διονυσίου Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων (Ζακύνθου) — Αυτό το σημαντικό για τη Ζάκυνθο ιστορικό μουσείο λειτουργεί από το 1966, σε ένα κτίριο που χτίστηκε μετά τους σεισμούς του 1953 στη θέση του ναού του Παντοκράτορα, ο οποίος καταστράφηκε (πλατεία Αγίου Μάρκου). Το 1992 άρχισαν οι εργασίες… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»