Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

αυτό+είναι

  • 101 затруднительный

    επ.
    δύσκολος, δυσχερής, ζόρικος•

    быть в -ом положении βρίσκομαι σέ δύσκολη κατάσταση (σε αμηχανία)•

    это -о αυτό είναι δύσκολο•

    -ые обстоятельства δύσκολες περιστάσεις.

    Большой русско-греческий словарь > затруднительный

  • 102 иной

    επ.
    1. άλλος•

    нет -го выхода δεν υπάρχει άλλη διέξοδος•

    не кто иной как κανένας άλλος παρά•

    не что -ое как τίποτε άλλο παρά•

    это -ое дело αυτό είναι άλλη υπόθεση•

    -вид άλλη μορφή (όψη)•

    -ыми словами με άλλα λόγια.

    2. κάποιος, ένας• μερικοί•

    -ые люди μερικοί άνθρωποι•

    -ому жарко, -ому холодно ο ένας έχει (αισθάνεται) ζέστη, ο άλλος κρυώνει•

    в - ых случаях σε μερικές περιπτώσεις•

    иной раз άλλη φορά, κάποτε.

    Большой русско-греческий словарь > иной

  • 103 интерес

    α.
    1. ενδιαφέρο•

    дело представляет особый интерес η υπόθεση παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρο•

    возбудить интерес κινώ το ενδιαφέρο•

    проявлять интерес δείχνω ενδιαφέρο•

    без всякого -а χωρίς κανένα ενδιαφέρο, τελείως αδιάφορα•

    -ы дня τα ενδιαφέροντα της μέρας.

    2. συμφέρο, κέρδος, όφελος, διάφορο, ιντερέσσο•

    это в ваших -ах αυτό είναι προς το συμφέρο σας•

    классовые -ы ταξικάσυμφέροντα•

    жизненный интерес ζωτικό συμφέβο.

    || επιδιώξεις, απαιτήσεις•

    духовные -ы πνευματικές απαιτήσεις.

    εκφρ.
    играть на интерес – παίζω με συμφέρο (κερδοσκοπικά).

    Большой русско-греческий словарь > интерес

  • 104 их

    их 1
    1. γεν. κ. αιτ. πλθ. της προσωπ. αντωνυμίας «они».
    2. κτητ. αντωνυμία• τους•

    их дом το σπίτι τους.

    их 2
    επιφ. (απλ.) ίιιι (εκφράζει μεγάλο αίσθημα), λέγεται και «и-их» ή «и-и-их»•

    Большой русско-греческий словарь > их

  • 105 коленкор

    -а (-у) α. κάλικο (χασές).
    εκφρ.
    другой (иной) коленкор – (απλ.) αυτό είναι άλλη υπόθεση (ζήτημα, παράγραφος).

    Большой русско-греческий словарь > коленкор

  • 106 личный

    επ.
    1. ατομικός, προσωπικός•

    -ая собственность ατομική ιδιοκτησία•

    -ое оружие το ατομικό όπλο (του στρατιώτη)•

    -ая охрана η προσωπική φρουρά•

    -ое мнение προσωπική γνώμη•

    -ые недостатки προσωπικές αδυναμίες•

    предметы -ого потребления αντικείμενα ατομικής χρήσης•

    -ые права граждан τα δικαιώματα του πολίτη•

    это моё -ое дело αυτό είναι δική μου δουλειά (υπόθεση)•

    -ое оскорбление προσωπική προσβολή•

    -ая заинтересованность προσωπικό ενδιαφέρο.

    ουσ. ουδ. -ое το προσωπικό, το ατομικό, το μοναχικό, του εαυτού.
    2. (γραμμ.) προσωπικός•

    -ое местоимение προσωπική αντωνυμία.

    εκφρ.
    личный почётный гражданинπαλ. έντιμος πολίτης (τίτλος)•
    - дворянин – προσωπικότητα ανακηρυγμένη σε ευγενή•
    - ое дело – ατομικός φάκελλος•
    личный состав – το προοωπιν.ό.

    Большой русско-греческий словарь > личный

  • 107 наполовину

    επίρ.
    κατά το ήμισυ, (κατά) το μισό ημιτελώς•

    это сделано на наполовину αυτό είναι μισοφτιαγμένο (μισοτελειωμένο)•

    наполовину сыт μισοχορτάτος, -σμένος.

    Большой русско-греческий словарь > наполовину

  • 108 насколько

    επίρ.
    κατά πόσο, καθόσο, όσο, απ Ιότι, στο βαθμό, στο μέτρο•

    насколько это верно? κατά πόσο αυτό είναι σωστό•

    насколько я могу όσο μπορώ•

    насколько мне известно απ ο,τι εγώ ξέρω.

    Большой русско-греческий словарь > насколько

  • 109 недолга

    στην έκφρ: (вот) и вся недолга (να) αυτό είναι όλο (και τέλειωσε) απλούστατα.

    Большой русско-греческий словарь > недолга

  • 110 недопустимый

    επ., βρ: -тим, -а, -о
    ανεπίτρεπτος, απαγορευόμενος, απαράδεκτος•

    -ое поведение απαράδεκτη συμπεριφορά•

    недопустимый поступок απαράδεκτη πράξη•

    это -о αυτό είναι απαράδεκτο.

    Большой русско-греческий словарь > недопустимый

  • 111 нежели

    σύνδ. (γραπ. λόγος)
    1. παρά, απ ό,τι, σε σύγκριση• ή•

    лучше умереть нежели быть рабом καλύτερα να πεθάνω, παρά να είμαι δούλος•

    он обещает больше нежели может сделать αυτός υπόσχεται περισσότερα απ ό,τι μπορεί να κάνει.

    2. με τους χρον. συνδ: раньше, прежде σημαίνει: προτού να, πριν να.
    εκφρ.
    более —παλ. πάρα πολύ, λίαν, υπέρμετρα•
    это более нежели позволенно – αυτό είναι υπέρ το δέον η ξεπερνάει τα όρια•
    более нежели когда-л. – περισσότερο παρά ποτέ.

    Большой русско-греческий словарь > нежели

  • 112 неизбежный

    επ., βρ: -жен, -жна, -жно
    αναπόφευκτος, άφευκτος• αναπότρεπτος•

    это -о αυτό είναι αναπόφευκτο•

    -ая смерть αναπόφευκτος θάνατος.

    || απαραίτητος, μόνιμος.

    Большой русско-греческий словарь > неизбежный

  • 113 нелепый

    επ., βρ: -лп, -а, -о.
    1. ανόητος, κουτός, μωρός•

    -ая мысль κουτή σκέψη.

    || άτοπος, παράλογος γελοίος•

    это -о αυτό είναι παράλογο.

    2. ατακτοποίητος, άγαρμπος, κακοφτιαγμένος•

    -ая фигура άγαρμπη φιγούρα.

    Большой русско-греческий словарь > нелепый

  • 114 неприемлемый

    επ., βρ: -леи, -а, -о
    απαράδεκτος•

    -ые условия απαράδεκτοι όροι•

    это -о αυτό είναι απαράδεκτο.

    Большой русско-греческий словарь > неприемлемый

  • 115 определённый

    επ. από μτχ.
    1. ορισμένος, καθορισμένος•

    встртиься в определённый час συναντιέμαι στην καθορισμένη ώρα.

    2. αδρός, ζωηρός (για χαρακτηριστικά προσώπου).
    3. σαφής, ξεκάθαρος, ευκρινής•

    он не дал -ого ответа αυτός δεν απάντησε ξεκάθαρα.

    4. ορισμένος κάποιος•

    в -ых условиях σε ορισμένες συνθήκες•

    в -ых случаях σε ορισμένες περιπτώσεις•

    это определённый успех αυτό είναι κάποια επιτυχία.

    5. φανερός, ολοφάνερος, οφθαλμοφανής, εξόφθαλμος. || αναμφίβολος, αναμφισβήτητος.
    εκφρ.
    определённый член – (γραμμ.) το οριστικό άρθρο (ο, η, το).

    Большой русско-греческий словарь > определённый

  • 116 опыт

    α.
    1. πείρα•

    обмен -ом ανταλλαγή πείρας•

    жизненный опыт η πείρα της ζωής•

    административный опыт διοικητική πείρα•

    военный опыт στρατιωτική πείρα•

    личный опыт προσωπική πείρα•

    по -у από πείρα•

    по собственному -у εξ ιδίας πείρας•

    наученный горьким -ом διδαγμένος από την πικρή πείρα.

    2. (φιλοσ.) εμπειρία•

    чувственный опыт αισθησιακή εμπειρία.

    3. πείραμα•

    производить физические -ы κάνω πειράματα φυσικής.

    4. δοκιμή, πρόβα. || δοκιμασία•

    это его первый опыт αυτό είναι η πρώτη του δοκιμασία.

    Большой русско-греческий словарь > опыт

  • 117 позволительный

    επ., βρ: -лен, -льна, -о
    επιτρεπτός• δεκτός•

    это -о αυτό είναι επιτρεπτό (επιτρέπεται).

    Большой русско-греческий словарь > позволительный

  • 118 показательный

    επ., βρ: -лен, -льна, -о.
    1. (εν)δεικτικός• έκδηλος, -λωτικός, εμφαντικός•

    это весьма -но αυτό είναι αρκετά ενδεικτικό.

    2. υποδειγματικός, παραδειγματικός.
    3. επιδεικτικός•

    показательный выход επιδεικτική έξοδος.

    Большой русско-греческий словарь > показательный

  • 119 полезный

    επ., βρ: -зен, -зна, -зно
    ωφέλιμος, χρήσιμος• επωφελής• καλός•

    это -о для здоровья αυτό είναι καλό για την υγεία•

    человек ωφέλιμος άνθρωπος•

    соединять приятное с -ним συνδυάζω το τερπνό με το ωφέλιμο•

    коэффициент -ого действия (τεχ.) συντελεστής απόδοσης.

    εκφρ.
    чем я могу быть -зен? – σε τι μπορώ να σας φανώ χρήσιμος?

    Большой русско-греческий словарь > полезный

  • 120 положить

    -ложу, -ложишь, προστκ. положи, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. положенный, βρ: -жен, -а, -о.
    1. βλ. класть.
    2. παλ. αποφασίζω• καθιερώνω.
    3. (απρόσ.) -жено πρέπει, έπρεπε, επιβάλλεται, επιβάλλονταν.
    4. положим (παρνθ. λ.) ας υποθέσομε, ας πούμε, ας παραδεχτούμε•

    положим, что это так ας πούμε πως αυτό είναι έτσι•

    положим, что вы правы ας παραδεχτούμε ότι εσείς έχετε δίκαιο.

    εκφρ.
    положа руку на сердце (сказать)• – βάζοντας το χέρι στην καρδιά (λέγω ειλικρινά).
    βασίζομαι, στηρίζομαι• εμπιστεύομαι•

    положить на него нельзя δεν πρέπει να βασιστείς σαυτόν.

    Большой русско-греческий словарь > положить

См. также в других словарях:

  • Μουσείο Διονυσίου Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων (Ζακύνθου) — Αυτό το σημαντικό για τη Ζάκυνθο ιστορικό μουσείο λειτουργεί από το 1966, σε ένα κτίριο που χτίστηκε μετά τους σεισμούς του 1953 στη θέση του ναού του Παντοκράτορα, ο οποίος καταστράφηκε (πλατεία Αγίου Μάρκου). Το 1992 άρχισαν οι εργασίες… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»